- Έπινες πάλι;
- Μη με μαλώνεις, γιατρέ. Έτυχε. Δεν το είχα σκοπό ιδιαίτερο.
- Φαντάσου να το είχες δηλαδή. Πέρνα μέσα. Πρέπει να θεωρείς τυχερό τον εαυτό σου που σου ανοίγω την πόρτα τέτοια ώρα. Που είμαι διαθέσιμος.
- Ξεχνάς όμως πως κι εγώ ξέρω τα πιο σκοτεινά μυστικά σου, γιατρέ;
- Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά δεν είναι ο λόγος που σε ανέχομαι.
- Μην ανησυχείς και δεν θα μιλήσεις πολύ. Θα στα πω όλα εγώ. Και αυτά που έγιναν και αυτά που κόντεψαν να γίνουν και αυτά που δεν έγιναν απόψε αλλά θα γίνουν σίγουρα μια άλλη φορά.
- Σ' ακούω. Θα πιεις κάτι;
- Ένα ποτήρι νερό. Μου 'χει λείψει κάτι καθαρό και δροσερό στη ζωή μου. Ας αρχίσει έτσι και βλέπουμε.
Νύχτα Ανάγκης
"...μέρες οργής..." (στιχάκι)
Ήταν απόγευμα ακόμα όταν ξαναμιλήσαμε. Ήταν περίεργο. Δεν το ήθελα. Έγινε όμως. Σε λίγο χτυπούσε το τηλέφωνο. Μου παραπονιόταν στην άλλη άκρη για τα λόγια μου. Την είχαν στενοχωρέσει.
Κόντεψα να τρελλαθώ. Το "δούλεμα" δεν είχε τελειωμό. Εκνευρίστηκα. Δεν θυμάμαι αν έβρισα, αλλά δεν πρέπει να ήμουν και τελείως κόσμιος. Εξηγείς σε έναν άνθρωπο ότι η αγάπη σου γι αυτόν δεν γνωρίζει όρια και πως έχει κυριεύσει τα πάντα πια. Και το μόνο για το οποίο αγωνίστηκες ήταν μια τελευταία γραμμή άμυνας. Ένα τελευταίο πρόσχημα. Μια αξιοπρέπεια που θα σου θυμίζει ότι, ανεξάρτητα από την άσχημη έκβαση μιας σχέσης, υπήρξες μέχρι τέλους άξιος σεβασμού.
Όχι ψέμματα και μισόλογα. Όχι παλινδρομήσεις και εκμετάλλευση. Πως είναι όταν κλέβεις μια εκκλησία; Νομίζω πως δεν θα μάθω ποτέ.
Κι όμως. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Κατά τη γνώμη της είχαν γίνει όλα όπως έπρεπε. Εκτός από "μία" φορά. "Δεν σε πειράζει που σε σκότωσα μόνο μια φορά, ε; Δεν θα το ξανακάνω. Στο υπόσχομαι".
Να το ξανακάνεις. Για να φανείς πιστή στους τρόπους σου. Δεν ήμουν εγώ η πρώτη "μία" σου φορά. Και δεν ήμουν καν κι η τελευταία. Ας το ανακαλύψει μόνος του όμως ο τυχερός της βραδιάς που ακόμα δεν ξημέρωσε. Η νύχτα έχει πολλά να πει ακόμα.
Θα είναι άραγε μια νύχτα μοναξιάς και ανάγκης; Θα στενέψουν οι τοίχοι γύρω μου ή απλώς θα πέσουν να με πλακώσουν;
Κλικ κι αντίο. Καληνύχτα σου καλή μου, με τα δυό μισά ονόματα και το κανένα ολόκληρο...
Νύχτα φυγής
"...Θέλω να φύγω, να χαθώ, να ονειρευτώ, να μην υπάρχω..." (στιχάκι)
Το πρωί στα τηλέφωνα ήταν όλοι πνιγμένοι στις δουλειές. Κανονίζαμε να έρθουν να αράξουν σπίτι κάποιο βράδυ για ποτά. Αύριο ή μεθαύριο. Όχι απόψε πάντως. Σίγουρα όχι απόψε.
Δεν ξέρω τι άλλαξε, αλλά ξαφνικά με δυό μηνύματα, βρεθήκαμε τέσσερις άνθρωποι σε ένα αυτοκίνητο με προορισμό το πουθενά.
Ήταν τυχαίο; Πάντως τα βήματά μας, μας οδήγησαν σε μαγαζί αγαπημένο. Φρέσκο και παλιό μαζί. Ζωντανό και ήρεμο. Κάτι για όλους να απολαύσουν.
Πρώτη φορά δεν πέρασα τη νύχτα μου κοιτάζοντας τριγύρω μου μήπως και την δω πουθενά. Δεν θα είχε νόημα άλλωστε. Κι ευτυχώς, εδώ ήταν ένα από τα τελευταία μου κρυσφήγετα.
Τα πρώτα ποτά δεν έφτασαν ούτε για τα προσχήματα. Τα δεύτερα αντιστάθηκαν αλλά δεν κράτησαν πολύ. Τα τρίτα έφεραν αυτό για το οποίο τα πληρώσαμε. Τη διάρκεια και την έμπνευση.
Η ώρα είχε προχωρήσει. Δυό μήνες νωρίτερα, δυό λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, καθόμουν ακριβώς στο ίδιο σημείο όταν ήρθε το αναπάντεχο μήνυμά της: "Που γυρνάς;".
Ήθελα να ήξερα τι την ένοιαζε;
Την είχαν αφήσει νωρίς για νάνι και βαριόταν; Όχι, όχι...θυμήθηκα...Πάλι είχε πάει καπου με το ζόρι. Έπαιζε κάπου κάποιος γνωστός της κι αυτή επειδή γουστάρει τα "τραβάτε με κι ας κλαίω", είχε περάσει μια βόλτα. Δεν είχε σημασία η κούρασή της ούτε το τζάμπα ανούσιο ξόδεμα ενός ακόμα ξενυχτιού. Άλλωστε είχε πάει με τα "παιδιά". Ποιά "παιδιά" ήταν αυτά δεν έμαθα ποτέ τελικά. Υπήρξαν τόσα πολλά και διαθέσιμα "παιδιά" που δεν με ένοιαξε ποτέ να μάθω στ' αλήθεια.
Η αγάπη όμως μίλησε και πάλι. Της απάντησα ότι πίνω για εκείνην, και της ευχήθηκα καληνύχτα. Αυτή πάλι, μου είπε να "προσέχω". Δεν ξέρω αν μετράει, αλλά τουλάχιστον είχα γυρίσει σώος εκείνο το βράδυ.
Νύχτα έμπνευσης
"...Λόγια πολλά, λόγια χαμένα...Πες μου τι θες ξανά από μένα;..." (στιχάκι)
Ο κόσμος είχε αρχίσει να πληθαίνει. Η βουή του μας κρατούσε απασχολημένους, αλλά η ένταση ήταν διάχυτη.
Παρατήρησα. Ο φίλος μου δίπλα έψαχνε τις τσέπες του. Χωρίς να τον ρωτήσω, έβγαλα το μολύβι μου και του το έδωσα. Αναποδογύρισε το πράσινο φυλλάδιο που διαφήμιζε κάποια "επαναστατική καλλιτεχνική επικοινωνιακή μέθοδο" και το έκανε τετράδιο. Ξεκίνησε να γράφει.
Άφησα κάτω με απογοήτευση το "νεκρό" κινητό μου. Δεν με συνέδεε πια με τον έξω κόσμο. Μόνο με τύψεις και στενοχώρια με συνέδεε.
" Πες μας κάτι. Κάτι καινούριο", άκουσα μια παρότρυνση.
Χωρίς να έχω ανάγκη το χαρτί, άρχισα να ψιθυρίζω αυτά που σιγόβραζαν μέσα μου όλο το απόγευμα. Ένοιωσα ένα χέρι να με σφίγγει στην πλάτη. Κάτι σαν ενθάρρυνση και επιδοκιμασία.
"Τι ήταν αυτό που είπες τώρα;"
Έλα ντε...τι να ήταν.
Το πράσινο χαρτί έκανε τώρα το γύρο της παρέας. Ο ποιητής κοιτούσε με αγωνία τους επίδοξους κριτές του. Τελευταίος το διάβασα εγώ.
Ανατρίχιασα. Παρήγγειλα το τέταρτο ποτό χωρίς να μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τα τρία τετράστιχα που περιέγραφαν τη ζωή που έκανα τώρα τελευταία.. Τη ζωή που δεν έζησα μαζί σου. Την ελπίδα που άντεξε μέχρι να την τσακίσεις σαν φρέσκο μίσχο που τον κόβει ένα άτακτο παιδί.
Δίπλωσα ευλαβικά το χαρτί και το έβαλα στην τσέπη μου. "Φίλε μου, μόλις γράφτηκε ένα τραγούδι απ' τα λόγια σου" είπα, και έκανα πως σκουπίζω τη μύτη μου για να τραβήξει το χαρτομάντηλο το δάκρυ που δεν μπόρεσα με τίποτα να συγκρατήσω.
Νύχτα στοιχημάτων
"...μια απέραντη αγάπη με πεθαίνει, μία ατέλειωτη ντροπή με εξαντλεί..." (στιχάκι)
Ο τέταρτος γύρος μας κοιτούσε στεγνός πάνω στο τραπέζι. Η συγκομιδή της νύχτας ήταν πενιχρή μέχρι τώρα. Δεν είχαν λυθεί οι γλώσσες και η γνώση που τις προκαλεί, απουσίαζε.
"Βάζω στοίχημα, πως δεν θυμάσαι το καλύτερο πράγμα που σου έτυχε ποτέ στη ζωή σου!" μου είπε ο ένας.
"Κι όμως", του απάντησα. "Το θυμάμαι, ακριβώς επειδή ήταν το καλύτερο".
Και μίλησα. Τους είπα για σένα. Σε περιέγραψα. Τους είπα την ιστορία μας. Έβλεπα την έκπληξη στα μάτια τους ανάμικτη με το θαυμασμό, την αγωνία αλλά και την κατανόηση. Δεν είχαν ποτέ φανταστεί πόσα μπορεί να κρύβει μέσα της η καρδιά ενός ανθρώπου.
Ο πέμπτος γύρος ήταν στην μέση, όταν όλες οι ιστορίες για τα "καλύτερα" είχαν τελειώσει.
"Εγώ πάλι, βάζω στοίχημα, πως δεν θυμάσαι το χειρότερο πράγμα που σου έτυχε ποτέ στη ζωή σου!" είπε ο άλλος.
"Κι όμως", του απάντησα. "Το θυμάμαι, ακριβώς επειδή ήταν το χειρότερο".
Και ξαναμίλησα. Και τους είπα πάλι για σένα. Και τους είπα και την υπόλοιπη ιστορία μας. Αυτή που είχα κρύψει προηγουμένως. Έβλεπα πάλι την έκπληξη στα μάτια τους, αλλά αυτή τη φορά ανάμικτη με την απογοήτευση, την πίκρα αλλά ευτυχώς και την κατανόηση. Τώρα ήξεραν πόσα μπορεί να κρύβει μέσα της η καρδιά ενός ανθρώπου.
Νύχτα τραγική κι αστεία
"...παίζεις το ρόλο σου καλά, χαμογελάς ευτυχισμένη..." (στιχάκι)
Τη δυσκολία, ήρθε να σπάσει το απρόσμενο σχόλιο ενός πιτσιρικά πανκ με πορτοκαλί λοφίο, ο οποίος επειδή έμοιαζε με κάποιον ηθοποιό που είχε παίξει σε ένα κωμικό σίριαλ, αποφασίσαμε να τον "υιοθετήσουμε" για το βράδι. Είχε δεχτεί την προσφορά να κάτσει μαζί μας, καταλαβαίνοντας ότι θα έπινε πολύ περισσότερο απ' όσο είχε σχεδιάσει απόψε.
"Τρελλό πιθήκι η γκόμενα, δικέ μου"...είπε.
"Πιθήκι;;; Τι είναι αυτό πάλι;"
Με στοϊκότητα καθηγητή που απευθύνεται σε αδαείς μαθητές, ο νέος ανέλαβε να εξηγήσει: "Πιθήκι: Η γκόμενα που πριν τελειώσει μια σχέση, έχει ήδη βρει το επόμενο θύμα. Ακριβώς δηλαδή όπως κάνουν τα πιθήκια... Πριν αφήσουν το ένα κλαδί έχουν ήδη γατζωθεί από το άλλο. Η γκόμενα δηλαδή που δεν έχει μείνει ποτέ χωρίς σχέση και συνήθως χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια και έλλειψη προσωπικότητας."
Με πλήγωσαν τα λόγια του. Αλλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο γέλιο που παρέσυρε την παρέα σ' ένα άλλο επίπεδο ευθυμίας εκείνη τη στιγμή.
Νύχτα προκλήσεων
"...έκανα τη νύχτα μέρα..." (στιχάκι)
Δε νομίζω ότι ήταν τα ποτά, γιατί από την αρχή είχαμε συμφωνήσει πως η μία μπαργούμαν αλλά και μία από τις γκαρσόνες, ξυπνούσαν μέσα μας διάφορα συναισθήματα. Δεν διέκρινα βία στην παρέα, αλλά ήμουν σίγουρος πως δεν είμασταν και η πιο αθώα παρέα μέσα στο μαγαζί.
"Θα μιλήσει κανείς, ή θα χαζεύουμε όλη νύχτα;" ρώτησε ο ένας.
"Τι θέλεις να μάθεις;" τον ρώτησα.
"Ο,τι να 'ναι. Ονόματα, κάτι τέλος πάντων..", μου απάντησε, και συνέχισε."Μην πας εσύ όμως να μιλήσεις. Εσύ είσαι αλλού και φαίνεται."
"Για να δούμε αν θα το καταλάβουν", είπα και σηκώθηκα από τη θέση μου.
"Ωπα"..Τα ποτά είχαν αρχίσει να ενεργούν. Βήμα ένα, βήμα δύο, να 'μαστε.
"Παρατηρητικότητα και ειλικρίνεια" πρέπει να δείξεις, σκέφτηκα. Άντε και λίγο παίνεμα ματαιοδοξίας. Μην ξεχνάμε ότι οι γυναίκες εκείνη τη στιγμή δούλευαν και φυσικά δεν είχαν ανάγκη κανέναν ημιμεθυσμένο βλάκα να τους την πέφτει.
Αλλά πάλι, ήταν κι αυτό από τις γοητείες του επαγγέλματος.
Τα έμαθα. Όλα. Κι όχι μόνο ονόματα. Κι όταν σε λίγο αρχίσανε να μας κερνάνε, απλώς κατάλαβα ότι τα πάντα λετουργούν με απλούς νόμους. Εμείς τα κάνουμε περίπλοκα και τα "σκατώνουμε" πάντα.
Νύχτα ευθύνης
"...όταν σκοτεινιάζει η νύχτα, το κακό είναι πιο κοντά..." (στιχάκι)
Ξημέρωνε Σάββατο. Η πόλη ερήμωνε, όταν η πραγματικότητα μας χτύπησε την πόρτα. Το νεύμα του αστυνομικού στο μπλόκο του αλκοτέστ ήταν σαφές. Είχε ήδη τσακίσει κάμποσους οδηγούς. Μπορούσα να δω το ύφος του νικητή στο πρόσωπό του. Είχε έρθει η ώρα να τσακίσει και μένα. "Τι το ήθελα το αμάξι;" σκέφτηκα, αλλά μάλλον ήταν αργά για δάκρυα.
"Καλησπέρα σας" είπε όλος ευγένεια. Πήρε τα χαρτιά κι αφού τα έλεγξε μου είπε να βγώ από το αυτοκίνητο. Είχαμε σαλτάρει με την ατυχία μας και ήδη οι άλλοι είχαν αρχίσει να λένε διάφορα περί μοιρασιάς του προστίμου κλπ. Εγώ σκεφτόμουν άλλα, όμως. Σοβαρότερα. Τι ξεφτύλα κι αυτή; Τελικά η ζωή, σου συμπεριφέρεται, όπως συμπεριφέρεσαι εσύ στον εαυτό σου.
Ο αστυνομικός με κοίταξε και μου είπε: "Το ότι έχετε πιει φαίνεται" . Ρίχνει μια μικρή συνομωτική ματιά γύρω του και μου λέει το αμίμητο. "Αν μου πείτε έναν καλό λόγο, ίσως κάνω τα στραβά μάτια. Φαίνεστε εντάξει άνθρωπος"
"Τι άνθρωπος ρε φίλε...." σκέφτηκα μέσα μου. "Πίτα είμαι, όχι άνθρωπος"...
Πήρα μια βαθειά αναπνοή και του λέω: "Άκου λοιπόν ο εντάξει άνθρωπος, τι κάνει στη ζωή του".
Και του μίλησα. Του είπα για σένα. Λίγα λόγια και καλά. Όλη μας η ιστορία που δεν χωράει πουθενά, έγινε περίληψη για τ' αυτιά ενός ξένου. Κάποια άλλη φορά θα είχα δείξει θάρρος, κι από το να λεώ στους ξενους τον πόνο μου, απλώς θα έτρωγα το πρόστιμο. Ετσι όπως είχα γίνει όμως, δεν θα είχε μόνο πρόστιμο. Αιχμάλωτο θα με έπαιρναν.
Δεν ξέρω πως μίλησα, κι ούτε θυμάμαι τι είπα. Τον θυμάμαι όμως να με στέλνει "στο καλό". και μου φώναξε να "προσέχω".. Άκου κάτι πράγματα τώρα.
Νύχτα βλακείας
"...Θεε μου άφησέ με να κάνω λάθος..." (στιχάκι)
Ευτυχώς που όλοι οι υπόλοιποι μένουν σχετικά κοντά, γιατί δεν θα την έβγαζα καθαρή. Χαλάρωσα όταν είδα την γκαραζόπορτα να ανοίγει. Καθώς όμως έκανα όπισθεν, άφησα το μισό φτερό του αυτοκινήτου πάνω της.
Πως είπατε; Ας πρόσεχα;
Εγώ πάλι είπα περισσότερα... Η αυτοεκτίμησή μου πρέπει να έπαψε να υφίσταται.
Τουλάχιστον, ακόμα κι αν δεν πρόσεχα, μάλλον έμεινα ζωντανός κι απόψε.
Νύχτα ξοδεμένη
"...να 'ξερες μόνο..." (στιχάκι)
Εδώ και μέρες, έχανα το χρόνο μου στο να κοιτάζω όλα μας τα παλιά λόγια. Τα ταξινομούσα, τα καθαρόγραφα, τα απομάκρυνα από τα κινητά. Έφτιαξα μια εγκυκλοπαίδεια γεμάτη αγάπη, πόνο, χαρά και δυστυχία.
Κάθησα στον καναπέ που αγκαλιαστήκαμε για τελευταία φορά κι έκλεισα τα μάτια. Σε ονειρεύτηκα. Όπως ήσουν όμως, κι όχι όπως είχες καταντήσει. Ξαφνιάστηκα. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα αρνιόμουν μέσα μου στιγμές που έζησα μαζί σου.
Άνοιξα το βιβλίο μου. Οι πρώτες αράδες με έκαναν να μη μπορώ να συνεχίσω. Σαν την ψυχή που δεν χάνεται ποτέ, δεν μπορεί κι αυτή η αγάπη που περιέγραφαν αυτά τα λόγια, να έχει άλλη τύχη. Μπορεί να χαθεί;
Νύχτα χωρίς τέλος
"...και τις αναμνήσεις μου τις πέταξα..." (στιχάκι)
Την ώρα που ρύθμιζα το ξυπνητήρι, θυμήθηκα πόσα έζησα απόψε. Δεν ήταν και λίγα. Δεν ήταν όμως και πολλά. Μέχρι την επόμενη φορά.
"
Καληνύχτα" σκέφτηκα. Αύριο έτσι κι αλλιώς με περιμένει μια άλλη ζωή με περισσότερη ελπίδα μέσα της. Μια ψυχή αγνή και καθαρή. Δυο μάτια που ακόμα λάμπουν.
Μην παραδοθείς ποτέ. Και
μην υποχωρήσεις. Μείνε τουλάχιστον εσύ ζωντανός μέσα σ' αυτό τον πόλεμο. Μακάρι να με θέλεις ακόμα κοντά σου όταν έρθει η ώρα. Να είμαι εκεί να σε διδάξω.
Καληνύχτα.
- Καληνύχτα, γιατρέ. Δεν σε κούρασα έτσι;
- Έχει πάει ήδη 6.30. Καλημέρα να λές. Μην παραδοθείς ποτέ. Και μην υποχωρήσεις. Μπορεί να σε πρόλαβε άλλος ποιητής και να το έκανε τραγούδι, αλλά εσύ μπορείς να το κάνεις πράξη. Καλημέρα και σε όποιον αντέχει να ακούει.