Παρασκευή, Φεβρουαρίου 01, 2008

Όριο

- Ακόμα εδώ;
- Ναι, άργησα να φύγω απόψε.
- Δεν υπάρχει πια το "απόψε", γιατρέ. Μήπως θα πρέπει να βρεις μια καλύτερη δικαιολογία;
- Σε περίμενα. Και δεν είχα άδικο..
- Έσκυψα το κεφάλι μου και το συγκράτησα ανάμεσα στα δυό μου χέρια. Αναρωτήθηκα γιατί τα μικρά τετράγωνα πλακάκια στο πάτωμα στριφογυρνούσαν και δεν έμεναν σταθερά όπως θα όφειλαν. Ο λαιμός μου και τα μάτια μου είχαν πονέσει από τον καπνό, αλλά οι πνεύμονές μου ακόμα δεν είχαν συγκινηθεί. Ίσως μια άλλη φορά, σκέφτηκα, και είδα τη φλέβα μου να στάζει διάφανη σαν το φαρμάκι στο ψηλό ποτήρι με τα παγάκια.
Ένα στοργικό χέρι μου χάιδεψε τα μαλλιά και με ρώτησε αν ήμουν καλά.
Ήμουν. Γιατί δεν μπορούσα να περιγράψω πόσο καλό σου κάνει η παρέα σε τόσο περίεργες στιγμές.
Γύρισα τα μάτια μου ένα γύρω και κατάλαβα. Είχαν όλα επιστρέψει κι απόψε. Ένα απόψε για να το θυμούνται όλοι οι άλλοι, εκτός από εμένα που το προκάλεσα.
Άδειασα το ποτήρι μου και μαζί την ψυχή μου. Είναι επικίνδυνο να την κουβαλάω μαζί μου κάτι τέτοιες ώρες, σκέφτηκα.
Όπως επικίνδυνο ήταν και να συνεχίσει αυτή η νύχτα να υπάρχει.
Την έσβησα όμως.
Δεν έχει κάτι άλλο εδώ για μένα. Άκου τώρα την παλιά μουσική που βγαίνει από το οργανάκι και μπορεί να σε οδηγήσει να πεις κι εσύ κάποτε τη δική σου ιστορία.
Να εύχεσαι μόνο να υπάρχει κάποιος για να την ακούσει...

Τετάρτη, Ιανουαρίου 30, 2008

Όνειρα (VII) - Πόσο ακόμα;

Κι όμως, μπορεί να είμαι στην κόλαση, στην τρέλα για τόσο καιρό, αλλά είναι κάποιες νύχτες, κάποιες στιγμές στις αγρύπνιες μου, που είσαι ολοζώντανη δίπλα μου και φιλώ το σώμα σου από τα μυρωδάτα σου μαλλιά μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών σου.
Όπως έκανα σε όλα εκείνα τα μέρη που αφήσαμε τα σημάδια μας και τα ανιχνεύω όποτε με φέρνει ο δρόμος μου από αυτά.
Και νιώθω τις άγριες νύχτες μέσα μου κάποιες στιγμές τρυφερά. Μια κρυφή ευτυχία που μου δόθηκε η χάρη ν'αγαπήσω μια ψυχούλα αγνή και στα μάτια μου τρέχουν δάκρυα όχι μαύρα αλλά λευκά. Κι αυτές τις στιγμές είμαι χωρίς τύψεις, χωρίς ενοχές.
Άλλο αν αμέσως ξαναβουτάω στην κόλαση φωνάζοντας "Δε φταίω! Δε φταίω!" κι αμέσως μετά "Εσύ φταις. Εσύ το έκανες".

Δεν ξέρω, δεν ξέρω πόσο θ' αντέξω ακόμα...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 28, 2008

Συμβολισμοί - Φτηνοί εντυπωσιασμοί

- Χμμμ...
- Γιατί κουνάς έτσι το κεφάλι σου;
- Μόλις θυμήθηκα...Μια από τις σταγόνες που σου έλεγα, γιατρέ...μία ακόμα...
- Για πες...
- Λάτρευε τους συμβολισμούς και τους μικρούς εντυπωσιασμούς. Όταν με αγαπούσε, φρόντιζε να μου το θυμίζει με ευχετήρια μηνύματα που έρχονταν πάντα μεσάνυχτα. Πάντα με το που άλλαζε η μέρα και έμπαινε κάποια γιορτή ή επέτειος.
Παραξενεύτηκα τις προάλλες όταν με το που άλλαξε η μέρα έπιασε βιαστικά το κινητό της. Δεν το κράτησε πολύ. Μάλλον είχε προετοιμάσει το μικρό της κείμενο και απλώς το έστειλε. Ήξερα ότι δεν είναι για μένα.
Αργότερα, όταν μείναμε μόνοι μας, τη ρώτησα μήπως ακόμα και την τελευταία αυτή στιγμή, είχε κάτι να μου πει. Κάτι διαφορετικό από τα ψέματα που τόσο καιρό ξεφούρνιζε κοιτάζοντας πάντα το πάτωμα και χαμογελώντας.
Κάτι ψέλλισε. Κι ύστερα με αγκάλιασε για να ξεχάσω.

Τώρα που η μέρα άλλαξε, το ρολόι κόλλησε στα μεσάνυχτα κι αυτή θα περιμένει μιαν απάντηση. Τι κρίμα που ακόμα αργεί να ξημερώσει...

Σάββατο, Ιανουαρίου 26, 2008

Νύχτα ατελείωτη

- Έπινες πάλι;
- Μη με μαλώνεις, γιατρέ. Έτυχε. Δεν το είχα σκοπό ιδιαίτερο.
- Φαντάσου να το είχες δηλαδή. Πέρνα μέσα. Πρέπει να θεωρείς τυχερό τον εαυτό σου που σου ανοίγω την πόρτα τέτοια ώρα. Που είμαι διαθέσιμος.
- Ξεχνάς όμως πως κι εγώ ξέρω τα πιο σκοτεινά μυστικά σου, γιατρέ;
- Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά δεν είναι ο λόγος που σε ανέχομαι.
- Μην ανησυχείς και δεν θα μιλήσεις πολύ. Θα στα πω όλα εγώ. Και αυτά που έγιναν και αυτά που κόντεψαν να γίνουν και αυτά που δεν έγιναν απόψε αλλά θα γίνουν σίγουρα μια άλλη φορά.
- Σ' ακούω. Θα πιεις κάτι;
- Ένα ποτήρι νερό. Μου 'χει λείψει κάτι καθαρό και δροσερό στη ζωή μου. Ας αρχίσει έτσι και βλέπουμε.

Νύχτα Ανάγκης

"...μέρες οργής..." (στιχάκι)

Ήταν απόγευμα ακόμα όταν ξαναμιλήσαμε. Ήταν περίεργο. Δεν το ήθελα. Έγινε όμως. Σε λίγο χτυπούσε το τηλέφωνο. Μου παραπονιόταν στην άλλη άκρη για τα λόγια μου. Την είχαν στενοχωρέσει.
Κόντεψα να τρελλαθώ. Το "δούλεμα" δεν είχε τελειωμό. Εκνευρίστηκα. Δεν θυμάμαι αν έβρισα, αλλά δεν πρέπει να ήμουν και τελείως κόσμιος. Εξηγείς σε έναν άνθρωπο ότι η αγάπη σου γι αυτόν δεν γνωρίζει όρια και πως έχει κυριεύσει τα πάντα πια. Και το μόνο για το οποίο αγωνίστηκες ήταν μια τελευταία γραμμή άμυνας. Ένα τελευταίο πρόσχημα. Μια αξιοπρέπεια που θα σου θυμίζει ότι, ανεξάρτητα από την άσχημη έκβαση μιας σχέσης, υπήρξες μέχρι τέλους άξιος σεβασμού.
Όχι ψέμματα και μισόλογα. Όχι παλινδρομήσεις και εκμετάλλευση. Πως είναι όταν κλέβεις μια εκκλησία; Νομίζω πως δεν θα μάθω ποτέ.
Κι όμως. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Κατά τη γνώμη της είχαν γίνει όλα όπως έπρεπε. Εκτός από "μία" φορά. "Δεν σε πειράζει που σε σκότωσα μόνο μια φορά, ε; Δεν θα το ξανακάνω. Στο υπόσχομαι".
Να το ξανακάνεις. Για να φανείς πιστή στους τρόπους σου. Δεν ήμουν εγώ η πρώτη "μία" σου φορά. Και δεν ήμουν καν κι η τελευταία. Ας το ανακαλύψει μόνος του όμως ο τυχερός της βραδιάς που ακόμα δεν ξημέρωσε. Η νύχτα έχει πολλά να πει ακόμα.
Θα είναι άραγε μια νύχτα μοναξιάς και ανάγκης; Θα στενέψουν οι τοίχοι γύρω μου ή απλώς θα πέσουν να με πλακώσουν;
Κλικ κι αντίο. Καληνύχτα σου καλή μου, με τα δυό μισά ονόματα και το κανένα ολόκληρο...

Νύχτα φυγής

"...Θέλω να φύγω, να χαθώ, να ονειρευτώ, να μην υπάρχω..." (στιχάκι)

Το πρωί στα τηλέφωνα ήταν όλοι πνιγμένοι στις δουλειές. Κανονίζαμε να έρθουν να αράξουν σπίτι κάποιο βράδυ για ποτά. Αύριο ή μεθαύριο. Όχι απόψε πάντως. Σίγουρα όχι απόψε.
Δεν ξέρω τι άλλαξε, αλλά ξαφνικά με δυό μηνύματα, βρεθήκαμε τέσσερις άνθρωποι σε ένα αυτοκίνητο με προορισμό το πουθενά.
Ήταν τυχαίο; Πάντως τα βήματά μας, μας οδήγησαν σε μαγαζί αγαπημένο. Φρέσκο και παλιό μαζί. Ζωντανό και ήρεμο. Κάτι για όλους να απολαύσουν.
Πρώτη φορά δεν πέρασα τη νύχτα μου κοιτάζοντας τριγύρω μου μήπως και την δω πουθενά. Δεν θα είχε νόημα άλλωστε. Κι ευτυχώς, εδώ ήταν ένα από τα τελευταία μου κρυσφήγετα.
Τα πρώτα ποτά δεν έφτασαν ούτε για τα προσχήματα. Τα δεύτερα αντιστάθηκαν αλλά δεν κράτησαν πολύ. Τα τρίτα έφεραν αυτό για το οποίο τα πληρώσαμε. Τη διάρκεια και την έμπνευση.

Η ώρα είχε προχωρήσει. Δυό μήνες νωρίτερα, δυό λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, καθόμουν ακριβώς στο ίδιο σημείο όταν ήρθε το αναπάντεχο μήνυμά της: "Που γυρνάς;".
Ήθελα να ήξερα τι την ένοιαζε;
Την είχαν αφήσει νωρίς για νάνι και βαριόταν; Όχι, όχι...θυμήθηκα...Πάλι είχε πάει καπου με το ζόρι. Έπαιζε κάπου κάποιος γνωστός της κι αυτή επειδή γουστάρει τα "τραβάτε με κι ας κλαίω", είχε περάσει μια βόλτα. Δεν είχε σημασία η κούρασή της ούτε το τζάμπα ανούσιο ξόδεμα ενός ακόμα ξενυχτιού. Άλλωστε είχε πάει με τα "παιδιά". Ποιά "παιδιά" ήταν αυτά δεν έμαθα ποτέ τελικά. Υπήρξαν τόσα πολλά και διαθέσιμα "παιδιά" που δεν με ένοιαξε ποτέ να μάθω στ' αλήθεια.
Η αγάπη όμως μίλησε και πάλι. Της απάντησα ότι πίνω για εκείνην, και της ευχήθηκα καληνύχτα. Αυτή πάλι, μου είπε να "προσέχω". Δεν ξέρω αν μετράει, αλλά τουλάχιστον είχα γυρίσει σώος εκείνο το βράδυ.

Νύχτα έμπνευσης

"...Λόγια πολλά, λόγια χαμένα...Πες μου τι θες ξανά από μένα;..." (στιχάκι)

Ο κόσμος είχε αρχίσει να πληθαίνει. Η βουή του μας κρατούσε απασχολημένους, αλλά η ένταση ήταν διάχυτη.
Παρατήρησα. Ο φίλος μου δίπλα έψαχνε τις τσέπες του. Χωρίς να τον ρωτήσω, έβγαλα το μολύβι μου και του το έδωσα. Αναποδογύρισε το πράσινο φυλλάδιο που διαφήμιζε κάποια "επαναστατική καλλιτεχνική επικοινωνιακή μέθοδο" και το έκανε τετράδιο. Ξεκίνησε να γράφει.
Άφησα κάτω με απογοήτευση το "νεκρό" κινητό μου. Δεν με συνέδεε πια με τον έξω κόσμο. Μόνο με τύψεις και στενοχώρια με συνέδεε.
" Πες μας κάτι. Κάτι καινούριο", άκουσα μια παρότρυνση.
Χωρίς να έχω ανάγκη το χαρτί, άρχισα να ψιθυρίζω αυτά που σιγόβραζαν μέσα μου όλο το απόγευμα. Ένοιωσα ένα χέρι να με σφίγγει στην πλάτη. Κάτι σαν ενθάρρυνση και επιδοκιμασία.
"Τι ήταν αυτό που είπες τώρα;"
Έλα ντε...τι να ήταν.
Το πράσινο χαρτί έκανε τώρα το γύρο της παρέας. Ο ποιητής κοιτούσε με αγωνία τους επίδοξους κριτές του. Τελευταίος το διάβασα εγώ.
Ανατρίχιασα. Παρήγγειλα το τέταρτο ποτό χωρίς να μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τα τρία τετράστιχα που περιέγραφαν τη ζωή που έκανα τώρα τελευταία.. Τη ζωή που δεν έζησα μαζί σου. Την ελπίδα που άντεξε μέχρι να την τσακίσεις σαν φρέσκο μίσχο που τον κόβει ένα άτακτο παιδί.
Δίπλωσα ευλαβικά το χαρτί και το έβαλα στην τσέπη μου. "Φίλε μου, μόλις γράφτηκε ένα τραγούδι απ' τα λόγια σου" είπα, και έκανα πως σκουπίζω τη μύτη μου για να τραβήξει το χαρτομάντηλο το δάκρυ που δεν μπόρεσα με τίποτα να συγκρατήσω.

Νύχτα στοιχημάτων

"...μια απέραντη αγάπη με πεθαίνει, μία ατέλειωτη ντροπή με εξαντλεί..." (στιχάκι)

Ο τέταρτος γύρος μας κοιτούσε στεγνός πάνω στο τραπέζι. Η συγκομιδή της νύχτας ήταν πενιχρή μέχρι τώρα. Δεν είχαν λυθεί οι γλώσσες και η γνώση που τις προκαλεί, απουσίαζε.
"Βάζω στοίχημα, πως δεν θυμάσαι το καλύτερο πράγμα που σου έτυχε ποτέ στη ζωή σου!" μου είπε ο ένας.
"Κι όμως", του απάντησα. "Το θυμάμαι, ακριβώς επειδή ήταν το καλύτερο".
Και μίλησα. Τους είπα για σένα. Σε περιέγραψα. Τους είπα την ιστορία μας. Έβλεπα την έκπληξη στα μάτια τους ανάμικτη με το θαυμασμό, την αγωνία αλλά και την κατανόηση. Δεν είχαν ποτέ φανταστεί πόσα μπορεί να κρύβει μέσα της η καρδιά ενός ανθρώπου.

Ο πέμπτος γύρος ήταν στην μέση, όταν όλες οι ιστορίες για τα "καλύτερα" είχαν τελειώσει.
"Εγώ πάλι, βάζω στοίχημα, πως δεν θυμάσαι το χειρότερο πράγμα που σου έτυχε ποτέ στη ζωή σου!" είπε ο άλλος.
"Κι όμως", του απάντησα. "Το θυμάμαι, ακριβώς επειδή ήταν το χειρότερο".
Και ξαναμίλησα. Και τους είπα πάλι για σένα. Και τους είπα και την υπόλοιπη ιστορία μας. Αυτή που είχα κρύψει προηγουμένως. Έβλεπα πάλι την έκπληξη στα μάτια τους, αλλά αυτή τη φορά ανάμικτη με την απογοήτευση, την πίκρα αλλά ευτυχώς και την κατανόηση. Τώρα ήξεραν πόσα μπορεί να κρύβει μέσα της η καρδιά ενός ανθρώπου.

Νύχτα τραγική κι αστεία

"...παίζεις το ρόλο σου καλά, χαμογελάς ευτυχισμένη..." (στιχάκι)

Τη δυσκολία, ήρθε να σπάσει το απρόσμενο σχόλιο ενός πιτσιρικά πανκ με πορτοκαλί λοφίο, ο οποίος επειδή έμοιαζε με κάποιον ηθοποιό που είχε παίξει σε ένα κωμικό σίριαλ, αποφασίσαμε να τον "υιοθετήσουμε" για το βράδι. Είχε δεχτεί την προσφορά να κάτσει μαζί μας, καταλαβαίνοντας ότι θα έπινε πολύ περισσότερο απ' όσο είχε σχεδιάσει απόψε.
"Τρελλό πιθήκι η γκόμενα, δικέ μου"...είπε.
"Πιθήκι;;; Τι είναι αυτό πάλι;"
Με στοϊκότητα καθηγητή που απευθύνεται σε αδαείς μαθητές, ο νέος ανέλαβε να εξηγήσει: "Πιθήκι: Η γκόμενα που πριν τελειώσει μια σχέση, έχει ήδη βρει το επόμενο θύμα. Ακριβώς δηλαδή όπως κάνουν τα πιθήκια... Πριν αφήσουν το ένα κλαδί έχουν ήδη γατζωθεί από το άλλο. Η γκόμενα δηλαδή που δεν έχει μείνει ποτέ χωρίς σχέση και συνήθως χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια και έλλειψη προσωπικότητας."
Με πλήγωσαν τα λόγια του. Αλλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο γέλιο που παρέσυρε την παρέα σ' ένα άλλο επίπεδο ευθυμίας εκείνη τη στιγμή.

Νύχτα προκλήσεων

"...έκανα τη νύχτα μέρα..." (στιχάκι)

Δε νομίζω ότι ήταν τα ποτά, γιατί από την αρχή είχαμε συμφωνήσει πως η μία μπαργούμαν αλλά και μία από τις γκαρσόνες, ξυπνούσαν μέσα μας διάφορα συναισθήματα. Δεν διέκρινα βία στην παρέα, αλλά ήμουν σίγουρος πως δεν είμασταν και η πιο αθώα παρέα μέσα στο μαγαζί.
"Θα μιλήσει κανείς, ή θα χαζεύουμε όλη νύχτα;" ρώτησε ο ένας.
"Τι θέλεις να μάθεις;" τον ρώτησα.
"Ο,τι να 'ναι. Ονόματα, κάτι τέλος πάντων..", μου απάντησε, και συνέχισε."Μην πας εσύ όμως να μιλήσεις. Εσύ είσαι αλλού και φαίνεται."
"Για να δούμε αν θα το καταλάβουν", είπα και σηκώθηκα από τη θέση μου.
"Ωπα"..Τα ποτά είχαν αρχίσει να ενεργούν. Βήμα ένα, βήμα δύο, να 'μαστε.
"Παρατηρητικότητα και ειλικρίνεια" πρέπει να δείξεις, σκέφτηκα. Άντε και λίγο παίνεμα ματαιοδοξίας. Μην ξεχνάμε ότι οι γυναίκες εκείνη τη στιγμή δούλευαν και φυσικά δεν είχαν ανάγκη κανέναν ημιμεθυσμένο βλάκα να τους την πέφτει.
Αλλά πάλι, ήταν κι αυτό από τις γοητείες του επαγγέλματος.
Τα έμαθα. Όλα. Κι όχι μόνο ονόματα. Κι όταν σε λίγο αρχίσανε να μας κερνάνε, απλώς κατάλαβα ότι τα πάντα λετουργούν με απλούς νόμους. Εμείς τα κάνουμε περίπλοκα και τα "σκατώνουμε" πάντα.

Νύχτα ευθύνης

"...όταν σκοτεινιάζει η νύχτα, το κακό είναι πιο κοντά..." (στιχάκι)

Ξημέρωνε Σάββατο. Η πόλη ερήμωνε, όταν η πραγματικότητα μας χτύπησε την πόρτα. Το νεύμα του αστυνομικού στο μπλόκο του αλκοτέστ ήταν σαφές. Είχε ήδη τσακίσει κάμποσους οδηγούς. Μπορούσα να δω το ύφος του νικητή στο πρόσωπό του. Είχε έρθει η ώρα να τσακίσει και μένα. "Τι το ήθελα το αμάξι;" σκέφτηκα, αλλά μάλλον ήταν αργά για δάκρυα.
"Καλησπέρα σας" είπε όλος ευγένεια. Πήρε τα χαρτιά κι αφού τα έλεγξε μου είπε να βγώ από το αυτοκίνητο. Είχαμε σαλτάρει με την ατυχία μας και ήδη οι άλλοι είχαν αρχίσει να λένε διάφορα περί μοιρασιάς του προστίμου κλπ. Εγώ σκεφτόμουν άλλα, όμως. Σοβαρότερα. Τι ξεφτύλα κι αυτή; Τελικά η ζωή, σου συμπεριφέρεται, όπως συμπεριφέρεσαι εσύ στον εαυτό σου.
Ο αστυνομικός με κοίταξε και μου είπε: "Το ότι έχετε πιει φαίνεται" . Ρίχνει μια μικρή συνομωτική ματιά γύρω του και μου λέει το αμίμητο. "Αν μου πείτε έναν καλό λόγο, ίσως κάνω τα στραβά μάτια. Φαίνεστε εντάξει άνθρωπος"
"Τι άνθρωπος ρε φίλε...." σκέφτηκα μέσα μου. "Πίτα είμαι, όχι άνθρωπος"...
Πήρα μια βαθειά αναπνοή και του λέω: "Άκου λοιπόν ο εντάξει άνθρωπος, τι κάνει στη ζωή του".
Και του μίλησα. Του είπα για σένα. Λίγα λόγια και καλά. Όλη μας η ιστορία που δεν χωράει πουθενά, έγινε περίληψη για τ' αυτιά ενός ξένου. Κάποια άλλη φορά θα είχα δείξει θάρρος, κι από το να λεώ στους ξενους τον πόνο μου, απλώς θα έτρωγα το πρόστιμο. Ετσι όπως είχα γίνει όμως, δεν θα είχε μόνο πρόστιμο. Αιχμάλωτο θα με έπαιρναν.
Δεν ξέρω πως μίλησα, κι ούτε θυμάμαι τι είπα. Τον θυμάμαι όμως να με στέλνει "στο καλό". και μου φώναξε να "προσέχω".. Άκου κάτι πράγματα τώρα.

Νύχτα βλακείας

"...Θεε μου άφησέ με να κάνω λάθος..." (στιχάκι)

Ευτυχώς που όλοι οι υπόλοιποι μένουν σχετικά κοντά, γιατί δεν θα την έβγαζα καθαρή. Χαλάρωσα όταν είδα την γκαραζόπορτα να ανοίγει. Καθώς όμως έκανα όπισθεν, άφησα το μισό φτερό του αυτοκινήτου πάνω της.
Πως είπατε; Ας πρόσεχα;
Εγώ πάλι είπα περισσότερα... Η αυτοεκτίμησή μου πρέπει να έπαψε να υφίσταται.
Τουλάχιστον, ακόμα κι αν δεν πρόσεχα, μάλλον έμεινα ζωντανός κι απόψε.

Νύχτα ξοδεμένη

"...να 'ξερες μόνο..." (στιχάκι)

Εδώ και μέρες, έχανα το χρόνο μου στο να κοιτάζω όλα μας τα παλιά λόγια. Τα ταξινομούσα, τα καθαρόγραφα, τα απομάκρυνα από τα κινητά. Έφτιαξα μια εγκυκλοπαίδεια γεμάτη αγάπη, πόνο, χαρά και δυστυχία.
Κάθησα στον καναπέ που αγκαλιαστήκαμε για τελευταία φορά κι έκλεισα τα μάτια. Σε ονειρεύτηκα. Όπως ήσουν όμως, κι όχι όπως είχες καταντήσει. Ξαφνιάστηκα. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα αρνιόμουν μέσα μου στιγμές που έζησα μαζί σου.
Άνοιξα το βιβλίο μου. Οι πρώτες αράδες με έκαναν να μη μπορώ να συνεχίσω. Σαν την ψυχή που δεν χάνεται ποτέ, δεν μπορεί κι αυτή η αγάπη που περιέγραφαν αυτά τα λόγια, να έχει άλλη τύχη. Μπορεί να χαθεί;

Νύχτα χωρίς τέλος


"...και τις αναμνήσεις μου τις πέταξα..." (στιχάκι)

Την ώρα που ρύθμιζα το ξυπνητήρι, θυμήθηκα πόσα έζησα απόψε. Δεν ήταν και λίγα. Δεν ήταν όμως και πολλά. Μέχρι την επόμενη φορά.
"Καληνύχτα" σκέφτηκα. Αύριο έτσι κι αλλιώς με περιμένει μια άλλη ζωή με περισσότερη ελπίδα μέσα της. Μια ψυχή αγνή και καθαρή. Δυο μάτια που ακόμα λάμπουν.
Μην παραδοθείς ποτέ. Και μην υποχωρήσεις. Μείνε τουλάχιστον εσύ ζωντανός μέσα σ' αυτό τον πόλεμο. Μακάρι να με θέλεις ακόμα κοντά σου όταν έρθει η ώρα. Να είμαι εκεί να σε διδάξω.
Καληνύχτα.

- Καληνύχτα, γιατρέ. Δεν σε κούρασα έτσι;
- Έχει πάει ήδη 6.30. Καλημέρα να λές. Μην παραδοθείς ποτέ. Και μην υποχωρήσεις. Μπορεί να σε πρόλαβε άλλος ποιητής και να το έκανε τραγούδι, αλλά εσύ μπορείς να το κάνεις πράξη. Καλημέρα και σε όποιον αντέχει να ακούει.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 25, 2008

Σκόρπιες αγάπες

- Γιατρέ, έλεος πια!
- Τι έγινε πάλι και φωνάζεις;
- Μου κλέψανε ένα κομμάτι της ζωής μου απόψε. Μου κλέψανε το χαρτί που έγραφα κάθε ξημέρωμα τον πόνο μου. Αλλά πιο πάνω απ' όλα, μου κλέψανε ένα μεγάλο κομμάτι της αγάπης μου. Γιατί δικά της ήταν όλα εκεί μέσα. Αν εξαιρέσεις κάποιες μακρινές δικές μου σκέψεις, ήταν ο τρόπος να της μιλάω και να με ακούει, όταν τα λόγια στέρευαν ή γίνονταν πολύ σκληρά για να τα αντέξουμε.
Πέρασα νύχτες με κρύο, μεσημέρια με κάυσωνα, γλυκά δειλινά και ξημερώματα με ελπίδα πάνω από το κορμί και την καρδιά της και το μυαλό μου ανακατευόταν, θόλωνε και συλλάβιζε. Οι σκέψεις έμπαιναν σε λογαρισμό κι ο πόνος μου ξαλάφρωνε.
Μου άρεσε που τα διάβαζε και τα έπαιρνε όλα στα σοβαρά. Ζήλευε, στενοχωριόταν, χαιρόταν. Μπορεί και να γέλασε κρυφά καμιά φορά, αλλά εγώ πάντως δεν το έμαθα ποτέ.
Γιατρέ, πονάω τώρα. Πονάω πολύ και δεν υπάρχει κάποιος να το καταλάβει.
- Η αλήθεια είναι ότι ο κάθε άνθρωπος τον πόνο του τον περνάει μόνος του. Πολύ λίγοι είναι οι τυχεροί που βρίσκουν συμπαράσταση. Έτσι όμως ωριμάζεις και δυναμώνεις. Δε νομίζεις;
- Ρώτα με αργότερα. Τώρα, το μόνο που βλέπω είναι η απώλεια. Βλέπω το τεράστιο κενό που αφήνει η έλλειψη. Κια δεν είμαι εγώ το παιδάκι που θα σπεύσει να γεμίσει με άμμο το μέρος που κάποτε ανθίζαν τα λουλούδια της ψυχής μου. Ό,τι πεθαίνει αφήνει πίσω του ένα καμμένο κομμάτι. Ένα κομμάτι που τίποτε πια δεν θα ξαναφυτρώσει.
Πως θα ακούσουν τα αυτιά μου τα τραγούδια της; Ή τη φωνή της; Και τι να μου λέει καινούριο που δεν το έχω ξαναζήσει;
Ήταν πολύ και ατελείωτο. "Πολύ" στην αγάπη, "πολύ" και στο μίσος που σπιθίζει στην άκρη της ψυχής μου.
Δεν καταλαβαίνω κάποια πράγματα. Δεν καταλαβάινω γιατί ο άλλος δεν μιλάει όταν τον ρωτάς. Δεν καταλαβαίνω γιατί κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του.
Πονάει λέει γιατί δεν ξέρει αν οι επιλογές που έκανε είναι οι σωστές.
Κι εγώ λυπάμαι που δεν θα είμαι εκεί όταν το καταλάβει. Και τότε δύο επιλογές θα έχει πάλι. Να δούμε όμως αν το κουράγιο που θα έχει απομείνει μέσα της θα την κάνει να τις δει.
Πρέπει να έχεις ένα τεράστιο χαλί για να προσπαθείς να κρύψεις από κάτω όλα σου τα σκουπίδια. Κάποια στιγμή ο τόπος θα βρωμίσει και θα χρειαστεί καθάρισμα. Και τότε θα ζωντανέψουν όλα τα σκουπίδια σου. Παλιά και καινούρια θα σου ζητάνε το λόγο που τα κράτησες να αποσυντεθούν και να χολεριάσουν.
- Παλιά πληγή...
- Και ανίατη.
- Τραγούδησέ μου κάτι να σου φύγει λίγο η λύπη.
- Μόνο δυο στιχάκια γιατρέ... κι αυτά όχι δικά μου. Ξύλινα σπαθιά: "η Ωραία Ελένη θα'ναι τώρα γριά"... και ".. η ρόδα της ζωής γυρνάει αιώνια, και μόλις λιώσουνε τα χιόνια να'ρθεις να με βρείς"
- Μη φοβάσαι. Εγώ πάντως δεν πάω πουθενά ακόμα.
- Καλό βράδυ, γιατρέ.
- Καλή της νύχτα να λες.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 21, 2008

Πες μου, τι σκέφτεσαι;

- Καλώς τον.
- Άσε την πλάκα, γιατρέ.
- Μόνο η πλάκα μας σώζει σε τέτοιες στιγμές.
- Δίκιο έχεις. Τα έμαθες φαντάζομαι.
- Κάτι άκουσα.
- Τώρα που όλα τέλειωσαν, μπορώ να σου πω κάποια μυστικά που κρατούσα για μένα.
- Έχουν σημασία πια;
- Όχι μεγάλη. Έχουν ακριβώς αυτή τη σημασία που έχει η σταγόνα που ξεχειλίζει ένα ποτήρι.
- Μια ακόμα σταγόνα λοιπόν.
- Στο πικρό αυτό ποτήρι.
- Σε ακούω.
- Μέσα στη βδομάδα μου έστειλε μήνυμα. Χάθηκα λέει, κι ήθελε να ξέρει τι σκέφτομαι.
- Και;
- Μα είχε πει "αντίο". Τι σκατά σημασία έχει το τι σκέφτομαι;
- Τι σκεφτόσουν λοιπόν;
- Σκεφτόμουν να τη δω κάποια στιγμή.
- Για να ξαναπέσεις στη δυστυχία;
- Όχι. Δεν θα της έλεγα τι σκεφτόμουν. Θα της έλεγα αυτά που είδα και ήξερα. Και δεν είχα ιδέα βέβαια το πόσο ρόλο θα έπαιζαν. Δεν με ένοιαζε. Ήταν όμως το προϊόν αυτής της θείας δίκης που δεν αφήνει τίποτα κρυφό.
- Τι είδες;
- Τα πάντα. Με δυο ερωτήσεις και δυό κουβέντες.
- Για λέγε.
- Είχα μόλις μάθει ποιός κρυβόταν πίσω από το ονοματάκι με το οποίο με είχε αποκαλέσει η γυναίκα την τελευταία μας φορά. Δίσταζα, αλλά ήταν τόσο εύκολο που έβαλα τα γέλια.
- Και;
- Και τον βλέπω να περπατάει νωχελικά στο διάδρομο του τεράστιου κτιρίου. Παρέα με έναν συνάδελφό του. Οι άνθρωποι παραμέριζαν με σεβασμό για να περάσουν οι ανερχόμενοι θεοί της επιστήμης. Κάποια στιγμή, μπροστά μου ακριβώς, βάζει το χέρι στην τσέπη του και βγάζει το κινητό του. Το κοιτάζει και χαμογελάει. "Μήνυμα" λέει στον άλλο που τεντώθηκε να δει. "Από αυτήν πάλι, ρε;" ρώτησε ο συνάδελφος. "Ναι, μωρέ", απάντησε ο νεαρός μας με ένα χαμόγελο. Χαμόγελο μεταξύ αυταρέσκειας και φτιαχτής αδιαφορίας.
"Πάλι, ρε;" αναρωτήθηκα. Ώστε αυτό συνέβαινε τόσο συχνά και αυτός τους έδινε λογαριασμό ώστε να το χαρακτηρίζουνε "πάλι;"
Και η "αυτή"; Ποιά ήταν η "αυτή" που οι συνάδελφοί του μιλούσαν γι αυτήν στους διαδρόμους; Δεν είχε όνομα άξιο αναφοράς; Μήπως η "αυτή" ήταν η γυναίκα που τρεις μερες πιο πριν πλάγιαζε μαζί μου;
Γαμώτο! Εγώ ένα όνομα ήρθα να μάθω μόνο και τα είδα όλα. Ας πρόσεχα θα μου πεις, αλλά και τέτοια ξεφτύλα;
- Τι σκέφτηκες;
- Τι να σκεφτώ; Υπήρχε κάτι άξιο λόγου σε αυτό που έβλεπα;
- Και;
- Και, αργότερα που χτύπησε το τηλέφωνό του, σχηματίστηκε το ίδιο αυτάρεσκο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Την κάλεσα αμέσως να δω αν μιλούσε. Και μιλούσε. Τι άλλο να ήθελα να δω λοιπόν; Μόνο το ότι μου έλεγε ψέματα τόσον καιρό με απογοήτευσε. Μπορούσε να φερθεί πιο τίμια. Τι με ήθελε μέσα της και πάνω της για μια ακόμα φορά; Τι αποδείκνυε και σε ποιόν;
- Μείνε όρθιος και όλα θα αλλάξουν. Τίποτα άλλο;
- Είναι και κάτι άλλο. Στήθηκα και περίμενα να βγει όταν τελείωνε η δουλειά του. Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Για μια τελευταία αποχαιρετιστήρια ματιά. Η καρδιά μου σκίρτησε όταν τον είδα να βγαίνει με μια καστανομάλλα τσαχπίνα που ήταν όλο διαχύσεις. Κόλλησα. Όταν μάλιστα χώρισαν, το φιλί που αντάλλαξαν και ο τρόπος που αγκαλιάστηκαν έδειχνε μεγάλη οικειότητα. Δεν κρύβω ότι μέσα μου χάρηκα λίγο γιατί πίστεψα ότι ο τύπος ήταν αλλού κι ότι όλοι οι φόβοι μου ήταν ανόητοι. Αλλά που τέτοια τύχη...
- Πως άντεξες όλο αυτό το σκηνικό ρε παιδάκι μου;
- Και ποιός σου είπε ότι το άντεξα; Εγώ ένα όνομα είχα πάει να μάθω ο βλάκας.. Και τώρα είχα αρχίσει να πονάω. Και πόνεσα πολύ. Πόνεσα γι αυτήν περισσότερο παρά για μένα. Εγώ απλώς διαπίστωσα το χαμένο μου παιχνίδι. "Αυτή" όμως, δεν ξέρω πόσα ακόμα θα διαπιστώσει στη διαδρομή. Άσε που θυμάμαι τώρα το πρόσωπό του να χαμογελάει αυτάρεσκα. Πόσο ακόμα άραγε θα χαμογελούσε αν ήξερε κι αυτός; "Χέστηκα" που λέει με έμφαση και μια γνωστή μου όταν θέλει να λύσει συνοπτικά τα προβλήματά της.
- Και λειτουργεί;
- Ποιό; το "χέσιμο" ή η "επίλυση"; Δεν ξέρω να σου πω, γιατί όλο "χεσμένη" την ακούω τώρα τελευταία.
- Τίποτα άλλο;
- Είναι και κάτι άλλο. Σήμερα που με πήρε τηλέφωνο και κατάλαβε ότι ήξερα περισσότερα απ' όσα νόμιζε, μου είπε ένα μέρος της αλήθειας. Μου είπε επιτέλους ότι είναι με τον άλλον.
- Και τι σου έκρυψε;
- Το από πότε είναι μαζί του. Μου είπε μια ημερομηνία έτσι για να με ξεφορτωθεί, αλλά δεν δένει με την υπόλοιπη ιστορία. Τέλος πάντων. "Χέστηκα" και πάλι. Ας ξέρει αυτή μονάχα, που πελαγοδρομεί και που πηγαίνει τώρα. Είναι δύσκολο να έχεις "καλό ταξίδι" μέσα στην τρικυμία.
- Πήγαινε τώρα. Πολλά είπαμε πάλι. Και σκέψου και πόσο ασήμαντα είναι πια.
- Ναι. Γυρνάω σπίτι. Έχω να καθαρίσω κάτι λεκέδες και να πετάξω κάτι σκουπίδια. Νοικοκυριό. Ξέρεις εσύ.
- Καλή δουλειά λοιπόν.
- Καλημέρα, γιατρέ.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 11, 2008

Οργή, ανοησία κι αποχαιρετισμός

- Ωχ!
- Τι είναι γιατρέ; Δεν χάρηκες που με είδες;
- Πως αμέ..Απλώς δεν σε περίμενα τόσο νωρίς.
- Εννοείς τέτοια ώρα;
- Όχι.. εννοώ τέτοια εποχή. Τι τρέχει;
- Πολλά. Έχουμε καιρό να μιλήσουμε. Νομίζω πως σήμερα θα σου μιλήσω πολύ. Θα σου πω διάφορες ιστορίες και βγάλε μόνος σου συμπέρασμα.
- Εσύ το έβγαλες;
- Εγώ; Εγώ διαλύθηκα πια γιατρέ. Έγινα σκόνη και καπνός. Ακόμα και κουφάρι που ήμουν, είχα μια οντότητα. Ποιός όμως ενδιαφέρεται για το άπιαστο και το φευγάτο. Το αυτοκαταστροφικό;
- Αφού είναι δύσκολο και ακατανόητο, νομίζω πως δύσκολα θα βρεις οπαδούς πια.
- Ακριβώς.


Μυστικά και ψέματα

- Κάποια στιγμή, εκεί που χαζεύαμε στην τηλεόραση πέφτει μια διαφήμιση για καλλυντική κρέμα ανδρών. "Για τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια" έλεγε η διαφήμιση. Ξέσπασε τότε σε γέλιο και φώναξε: "Να δω άντρα να βάζει τέτοιο πράγμα μόνο. Χα χα."
- Καλά ρε συ, της αντιμίλησα. Ο αδερφός σου δεν βάζει κρέμα προσώπου και είναι και μόνο 27 χρονών;
- Άλλο αυτό. Αυτή είναι ενυδατική.
- "Ωραία" σκέφτηκα. Μόλις την προηγούμενη μέρα, είχα κρύψει στο ντουλάπι μου κι εγώ μια αντιρυτιδική κρέμα. Όχι για τα μάτια, αλλά για το μέτωπο. Μου τη σύστησε ολόθερμα η δερμοτολόγος που είχα επισκεφθεί.
- Εσύ; Αντιρυτιδική; Σε δερματολόγο; Πλάκα μου κάνεις;
- Όχι..Θυμόμουν που όταν με αγκάλιαζε, αλλά και όταν δεν με αγκάλιαζε, με μάλωνε για τα σκληρά μου χέρια, τους αγκώνες, καμιά φορά και τις φτέρνες μου. Το πήρα κι εγώ απόφαση ότι πάσχω από κάτι σοβαρό και πήγα σε γιατρό. Γιατρίνα για την ακρίβεια γιατί στον κεντρικό δρόμο που πήγα ψάχνοντας, μπήκα στο πρώτο ιατρείο.
- Και;
- Τι και; Η γυναίκα έβαλε τα γέλια. Πάντως με εξέτασε ενδελεχώς. Και επειδή ειδικεύεται και στην αισθητική, μου ρίχνει και το παραμύθι.
"Ωραίο πρόσωπο. Με τι το περιποιείσαι;"
"Με κρύο νερό το πρωί" απάντησα.
"Ναι, αλλά μπορείς να βοηθηθείς ακόμα περισσότερο." Και μου γράφει τη συνταγή για την κρέμα.
Γέλασα από μέσα μου και θυμήθηκα τη γνώμη που είχα για τα αντρικά καλλυντικά μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και μια και η κουβέντα είχε πάει στην τέχνη, αντί για την επιστήμη, τη ρωτάω κι εγώ.
"Η αποτρίχωση με λέιζερ έχει αποτέλεσμα; Βλέπω ότι έχετε κοσμοσυρροή"
"Φυσικά και έχει. Και κάνουν άνδρες και γυναίκες. Αν δεν ντρεπόμουν μάλιστα θα σου έδειχνα."
"Ορίστε;" αναφώνησα. "Τι να μου δείξετε;"
"Κοιλιά και μπικίνι" μου λέει, και κάνει μια κίνηση των χεριών πάνω από την περιοχή.
- Κι εσύ; Τι έκανες; Τι είπες;
- Εγώ, γιατρέ, έριξα μια ματιά στην κορνίζα με το γιό της που είχε πάνω στη βιβλιοθήκη, την ευχαρίστησα και έφυγα.
- Αυτό ήθελα να ακούσω. Με ευχαρίστησες και μένα τώρα. Για λέγε παράκατω.


Παλιές και καινούριες ιστορίες

- Γιατρέ έχω μια μεγάλη απορία. Όταν παλιά ενδιαφερόμουν για μια γυναίκα, έκανα τα πάντα για να μάθω για το παρελθόν της. Με πόσους και ποιούς τα είχε πριν από μένα, αν της έλεγαν κάτι ακόμα κλπ. Μια ηλίθια διαδικασία η οποία φυσικά δεν οδηγούσε πουθενά παρά μόνο στη δημιουργία άχρηστων ενοχών και κακιάς διάθεσης.
Κάποια στιγμή λοιπόν, συνειδητοποίησα πόσο λάθος είναι να επιτίθεσαι σ' έναν άνθρωπο για τα παλιά, τη στιγμή που αυτός όχι μόνο έχει διαλέξει να είναι μαζί σου αλλά και όλη αυτή η ηλίθια γνώση και πληροφορία σου στερούσε τη μαγεία για τον ποιόν είχες απέναντί σου.
Αποφάσισα λοιπόν, ότι αυτό το λάθος δεν θα το ξαναέκανα ποτέ.
Όταν λοιπόν βρήκα τη εκπληκτική αυτή γυναίκα μπροστά μου και την ερωτεύτηκα, εκτός από το προφανές ότι εκείνο τον καιρό ήταν με κάποιον άλλον οπότε δεν γινόταν να μην το ξέρω, δεν της ζήτησα ποτέ να μου πεί τίποτα για το παρελθόν της. Την ήθελα αγνή και όμορφη όπως την γνώρισα εγώ.
Έλα όμως που αυτή με το ζόρι και ντε και καλά, ήθελε όχι μόνο να μου απαριθμεί τους πρώην της, αλλά και να μου τονίζει συνεχώς ότι με κάποιους από αυτούς παραμένει φίλη κι ότι βλέπονται και καλά θα κάνω να μην σχολιάζω και να αποδεχτώ και την κατάσταση.
Μέχρι ένα σημείο δεν έδινα σημασία. Έτσι είχε μάθει να οριοθετεί το χώρο της. Είχε τη δικιά της αυλή από θαυμαστές και ήθελε και να τη διατηρήσει ανέπαφη.
Πράγμα που αντιλήφθηκα πολύ αργότερα, όταν έμαθα ότι ενώ κάποιο λίγοι φίλοι της ήξεραν για την ύπαρξή μου, οι συγκεκριμένοι παλιοί έρωτες ουδέποτε ενημερώθηκαν. Ζούσαν με την αυταπάτη ότι αυτή τόσα χρόνια ήταν μόνη της και ψαχνόταν. Εγώ ήμουν το μικρό της μυστικό.
- Και ποιά είναι η απορία σου;
- Γιατί αυτή η ανάγκη;
- Τι να σου πω. Μυστήρια τρένα οι γυναίκες.


Ταξίδι

- Μυστήρια τρένα και με πολλά βαγόνια. Όπως σου έλεγα λοιπόν γιατρέ, αν και η σχέση μας δεν ήταν βούκινο, εγώ δε δίστασα ποτέ να κυκλοφορήσω μαζί της οπουδήποτε. Προκαλούσα την τύχη μου και δεν με ένοιαζε κιόλας.
Με τον καιρό όμως, κατάλαβα, ότι γι αυτήν ήταν το αντίστροφο. Ήμουν το ένοχο μυστικό που τελικά, παρά την αγάπη που μου είχε, της προκαλούσα αμηχανία και φόβο. Δεν με γνώρισε ποτέ και σε κανέναν.
- Παράξενο ταξίδι ρε φίλε.
- Ναι. Εγώ νόμιζα πως ταξιδέυω πρώτη θέση και τελικά ήμουν στριμωγμένος με τις αποσκευές στη σκευοφόρο.
- Και τώρα;
- Τώρα είμαι στην αποβάθρα του σταθμού.
- Και περιμένεις το επόμενο τρένο;
- Μάλλον αυτο με περιμένει. Για να ξεκινήσει δηλαδή.


Εφιάλτης με ονοματεπώνυμο

- Γιατρέ, σου έχω πει ότι έχω γεννηθεί Πέμπτη;
- Και;
- Να, πότε πότε σκέφτομαι ότι αν είναι να ξεκινήσω κάτι, προτιμώ να το κάνω Πέμπτη. Είναι και κοντά το Σαββατοκύριακο, οπότε ηρεμείς και λίγο αμέσως μετά το ξεκίνημα.
- Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι τώρα;
- Έλα ντε. Δε σκέφτομαι πια. Γιατί χθες ήταν Πέμπτη. Κι αντί να ξαναγεννηθώ, πέθανα τελείως.
- Τι έγινε δηλαδή;
- Προχθές που αγκαλιαστήκαμε για τελευταία φορά, κάποια στιγμή με αποκάλεσε με άλλο όνομα. Κανονικά θα έπρεπε να υποστώ κρίση φρίκης και πανικού, όπως τότε που την είχα δει αγκαλιασμένη στη συναυλία. Αλλά η επιθυμία μου γι αυτήν ήταν τόσο μεγάλη που έκανα πως δεν άκουσα.
Δεν μπόρεσα όμως να το ξεπεράσω. Κατά τύχη, είχε αρχίσει μέσα μου να σχηματίζεται η εικόνα του εφιάλτη μου. Ύψος, χρώμα ματιών, υφάκι. Τώρα πια η εικόνα είχε αποκτήσει και όνομα. Αυτό που ποτέ δεν ήθελα να ξέρω και να μάθω ήταν εκεί μπροστά μου και με χλεύαζε.
Τη μια νύχτα μαζί μου και την επόμενη μαζί του.
Και την επόμενη, διαλυμένη από τα δύο ξενύχτια, σπίτι να σιδερώνει και να σκέφτεται.
- Το αντέχεις τώρα αυτό;
- Τι να αντέξω; Δεν σου είπα; Καπνός και σκόνη έγινα.


Στίχοι

Ποιός είναι αυτός
που σε κοιτάει στα ματιά;
Μοιάζει με μένα όταν ήμουνα παιδί.

Ποιός τη ζωή του
έκανε χίλια κομμάτια;
Τώρα δεν τον βλέπεις γιατί δεν είσαι πια εκεί.

Τώρα όμως μεγάλωσα
Ερήμωσα και πάλιωσα
Και έφυγε από μέσα μου η πιο γλυκιά ζωή
Αυτή που ονειρεύτηκα μέσα σου πως υπήρχε
Κι αφέθηκα, αφέθηκα να πέσω στο κενό
που έχεις κρύψει πιο βαθιά κι από τον εαυτό σου
Λαβύρινθο είχες για ψυχή και άδεια φυλακή


Αντίο και γρήγορα

- Γιατρέ, χάνομαι. Δεν τα πιστεύω αυτά που ξέρω και βλέπω. Προχθές μου έκανε παράπονα γιατί πληρώνει πολλά στο κινητό. Ξέχασε πως ήταν όταν πρωτοερωτευτήκαμε. Εμένα ο λογαριασμός μου από 25 ευρώ είχε πάει 250. Και δεν κατέβηκε και ποτέ πια. Μηνύματα, τηλέφωνα, ο,τιδήποτε για να είσαι κοντά στον άνθρωπο που σε ενδιαφέρει. Μια μέρα είχα μετρήσει 34 μηνύματα.
Τώρα την φαντάζομαι να ξεφυλλίζει το λογαριασμό της και να βλέπει που πάνε τα λεφτά της. Να βλέπει τις καλημέρες, τις καληνύχτες, τα "μου λείπεις", τα αποχαιρετηστήρια μετά από τους καφέδες και τις εξόδους, αλλά κι αυτά τα ανόητα τηλέφωνα των 15 δευτερολέπτων αμέσως πριν συναντηθείς με τον άλλον. "Έλα! που είσαι; που πάρκαρες;" κλπ
Και μέρα με τη μέρα αυτά θα γιγαντώνονται και θα γεμίζουν τις σελίδες. Μέχρι... ποιός ξέρει πια...
- Θα ξαναρωτήσω. Αντέχεις;
- Καπνός και σκόνη γιατρέ. Προχθές μου ψιθύρησε "αντίο". "Αντίο για σήμερα"
- Κι εσύ;
- Δεν το άκουσα για να σου πω την αλήθεια. Αλλά για να το λέει, έτσι θα είναι. Ή μήπως όχι;
- Μια στιγμή είναι μονάχα.
- Μια στιγμή και μια ζωή. "Αντίο και γρήγορα". Σαν μαχαιριά χωρίς επιστροφή.

Τρίτη, Ιανουαρίου 01, 2008

Ας είναι...

- Άργησες λίγο.
- Για ποιό πράγμα;
- Άλλαξε ο χρόνος.
-Αλήθεια; Εμένα ακόμα όλα ίδια μου φαίνονται.
- Όλα;
- Δίκιο έχεις πάλι. Όχι όλα.
- Και;
- Τίποτα. Το μόνο που άλλαξε είναι ότι αποφάσισα να τα αφήσω όλα όπως είναι.
- Όλα;
- Όλα.
- Ας είναι, λοιπόν.
- Ας είναι, γιατρέ.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 26, 2007

Θυμάσαι;

- Καλημέρα γιατρέ.
- Είναι;
- Ξέρω γω; έτσι δεν λένε όταν είναι πρωί;
- Μεσημέρι είναι, αλλά τέλος πάντων.
- Σωστά. Τέλος των πάντων.
- Νομίζεις;
- Ναι. Νομίζω μόνο. Δεν ξέρω.
- Τι ξέρεις;
- Ξέρω ότι εγώ συλλέγω και ταξινομώ τις πολύτιμες στιγμές της ζωής μου και κάποιος άλλος κάθε βράδυ τις διαγράφει με επιμέλεια.
- Ο καθένας κρατάει όσα μπορεί να αντέξει.
- Ακριβώς. Τι κρίμα...

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2007

Γλυκά για σένα - Γλυκό για μένα

- Χθες βράδυ, εκεί που καθόμουν και μετρούσα τις ώρες, ξαφνικά αισθάνθηκα την ανάγκη να φάω κάτι γλυκό.
- Καλή ιδέα. Εμένα μου έφερες τίποτα;
- Μπα..δεν είχα και πολλά γιατρέ. Μόνο ένα. Ένα και μοναδικό.
- Το λες σα να είχε ιδιαίτερη αξία.
- Είχε. Μου το έφερε την πρώτη φορά που με επισκέφθηκε. Το έβγαλε από την τσέπη της και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
- Δεν το μοιραστήκατε;
- Δεν ήθελε.
- Τουλάχιστον εσύ το απόλαυσες;
- Σαν γλυκό ναι. Σαν ανάμνηση δεν είμαι σίγουρος.
- Ανάμνηση;
- Ναι...ξέρεις όταν την πρωτογνώρισα και αισθάνθηκα κάτι περισσότερο γι αυτήν, μέσα μου είχα μια αγωνία. Ήταν τόσο όμορφη, γλυκιά και περιζήτητη. Όλοι την κοιτούσαν. Και της μιλούσαν και την πολιορκούσαν. Για μένα όμως δεν υπήρχε αφορμή να την πλησιάσω. Έτσι σκέφτηκα ότι αυτή την αφορμή έπρεπε να την φτιάξω μόνος μου. Και μου ήρθε πολύ απλά η ιδέα. Γλυκά...θα της πρόσφερα γλυκά που ήξερα ότι της άρεσαν. Όχι μόνο γι αυτήν βέβαια αλλά και για τις φίλες της. Για να μην φανεί αμέσως τι σκεφτόμουν..
- Σύμβολο λοιπόν το συγκεκριμένο γλύκισμα.
- Παντοτινό κι αξέχαστο. Αυτό ήταν η αρχή για όλα, κι ας φαίνεται λιγάκι αστείο τώρα που το θυμάμαι.
- Και τώρα;
- Τώρα έγινε κι αυτό κάτι λυπητερό. Ένα αφημένο γλύκισμα πάνω στο τραπέζι. Ένα ακόμα ίχνος από το πέρασμά της.
- Ναι αλλά σου άφησε κάτι.
- Ναι...μια γλυκιά γεύση στο στόμα κι ένα άδειο περιτύλιγμα στο χέρι.
- Ξέχνα το περιτύλιγμα ανόητε και απόλαυσέ τη γεύση. Νοιώσε την που σε πλημμυρίζει. Έτσι κι αλλοιώς απ' όλα τα πράγματα και τους ανθρώπους, μόνο η ουσία μένει στο τέλος.
- Γλυκιά ουσία λοιπόν.. όμορφη και γλυκιά.. σαν αυθόρμητο χαμόγελο..