Παρασκευή, Νοεμβρίου 30, 2007

Φεγγάρι (Ανάμνηση)

- Καλησπέρα γιατρέ.
- Καλησπέρα. Είπες περασμένα μεσάνυχτα, αλλά δεν είπες ποιά μεσάνυχτα.
- Αν ερχόμουν χθες, θα ήταν ξημερώματα οπότε το άφησα. Όταν έξω είναι σκοτάδι, νομίζω πως μιλάω καλύτερα. Νομίζω πως έχει περισσότερη ησυχία και τα λόγια μου δεν πέφτουν στο κενό.
- Τώρα, έξω είναι σκοτάδι.
- Και ήρθε η ώρα να λογαριαστώ με τα φαντάσματά μου.
- Ξεκίνα και θα σε προσέχω εγώ.
- Είμαι πολύ κουρασμένος απόψε. Γι αυτό είπα να σου πω μια ιστορία. Ένα γράμμα με το οποίο κάποτε ξεκίνησε μια μέρα..
.
"Θα σου πω μια ιστορία για το φεγγάρι που σου αρέσει.
Δεν είναι ακριβώς ιστορία, πιο πολύ μια εικόνα που είδα σήμερα γύρω στις 4.00 το πρωί.

Πριν πέσω να κοιμηθώ, άνοιξα το παράθυρο για να κοιτάξω τη θάλασσα που τόσο πολύ σου αρέσει κι αυτή.
Μέσα στη νύχτα, δεν μπορώ να πω ότι την είδα.
Κοίταζα απλώς προς τη μεριά της, με τα φώτα της πόλης να φαίνονται καθαρά.
Η ατμόσφαιρα ήταν κρυστάλλινη από το βοριαδάκι κι ο αέρας παγωμένος.
Έτσι όπως με χτύπησε στο πρόσωπο ήταν πολύ ανακουφιστικός.

Έκανα να πάρω μια δυο βαθειές ανάσες.
Σήκωσα το κεφάλι μου και τότε το είδα.
Ένα ολόφωτο ασημένιο φεγγάρι που σιγά σιγά γέμιζε.

Και ήταν μόνο του, ταξιδιάρικο ανάμεσα στα γκρίζα σύννεφα.
Τα γκρίζα σύννεφα που σχημάτιζαν μια τρύπα, ένα ξέφωτο σκέφτηκα....
Ένα ξέφωτο, που λές και για εκδίκηση, το φεγγάρι είχε γεμίσει με την παρουσία του.
Είχε εκμεταλλευτεί το μοναδικό κομμάτι καθαρού ουρανού κι έκανε την βόλτα του.

Όμως τα σύννεφα τα γκρίζα, ήταν περισσότερα και δεν άργησαν να θυμώσουν με την αλαζονεία του ανόητου φεγγαριού.
Σιγά σιγά το πλησίασαν και άρχισαν να το σκεπάζουν.
Αυτό αντιστάθηκε, ξαναβγήκε για λίγο αλλά στο τέλος υπέκυψε.

Στο τέλος φαινόταν μόνο μια υποψία λάμψης πίσω από το πέπλο που απλώθηκε μπροστά του. Ήταν πάντα εκεί, αλλά ήταν κρυμμένο, θλιμμένο, μα ποτέ νικημένο.
Η μοίρα του πάντα ίδια.
Να λάμπει ακόμα κι όταν δεν φαίνεται.
Να περιμένει την επόμενη καθαρή νύχτα για να φανεί. Και μόνο για όσους το κοιτάζουν.

Έτσι και το δικό σου το φεγγάρι.
Όσο είναι στο ξέφωτο μπορείς να το χαζεύεις, να του μιλάς και να ορκίζεσαι στο φως του. Μέχρι να το ξανασκεπάσουν τα γκρίζα σύννεφα μιας ανούσιας ζωής..."

- Ξεκίνησε η μέρα. Καλημέρα.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 29, 2007

Τι να κάνω;

- "Σε κοίταζα τώρα και μελαγχολούσα.
Μόνο να σε άγγιζα λίγο ήθελα.
Να εξαφανιστούν όλοι για δυό λεπτά, για να σε αγγίξω.
Αν η ματιά μου ήταν τα χέρια μου, τώρα θα σε είχα αγκαλιάσει και θα σε είχα σφίξει τόσο δυνατά...."
- Όμορφη σκέψη. Κράτησέ την κι αυτήν.

Υπόσχεση

- "Σου υπόσχομαι σήμερα να γίνω αόρατος. Να μην ακουστώ καθόλου. Δεν έχω ανάγκη να σε βλέπω και να σε ακούω πιά....είσαι ήδη τόσο πολύ μέσα μου που απλώς σε αισθάνομαι......"
Το θυμάσαι αυτό, γιατρέ;
- Χμμμ...εγώ το θυμάμαι. Οι άλλοι που θα έπρεπε όμως, το θυμούνται;

Μια ανάσα

- Έχεις αρχίσει να με εκνευρίζεις λιγάκι, το ξέρεις;
- Γιατί γιατρέ μου; Τι έκανα πάλι;
- Τι δεν έκανες να ρωτάς.
- Τι δεν έκανα;
- Δεν προστάτεψες την ηρεμία και τον εαυτό σου. Παραιτήθηκες πολύ εύκολα από τα προνόμια που τόσο δύσκολα απέκτησες.
- Μα εγώ...
- Άσε τα "μα" και τα "ξε-μα". Εσύ! Εσύ που βιάζεσαι. Εσύ ο ανυπόμονος.
- Τι να έκανα;
- Υπομονή. Τώρα δεν έχεις τίποτα πια, παρά μια σικέ κοροϊδία να σου κάνει παρέα. Έδωσες ευθύνη και πρωτοβουλία σε αυτούς που δεν άξιζαν. Κοίτα να ηρεμήσεις γιατί θα χάσεις και τον εαυτό σου στο τέλος. Δεν είσαι αγαθό για μοίρασμα. Άνθρωπος είσαι. Οι υπόλοιποι ας ζήσουν με τις ανεπάρκειές τους. Μη γίνεσαι εσύ το άλλοθι για τη σύγχιση που κουβαλάνε.
- Ανάσα θα πάρεις γιατρέ;
- Μία μόνο. Πάρε όμως κι εσύ άλλη μία και σκέψου. Πονάει στην αρχή αλλά υπάρχει ανταμοιβή.
- Προσπαθώ να ανασάνω.
- Είσαι κι εσύ σαν όλους τους άλλους ε; Προτιμάς τα παιχνίδια που ξεκινούν εντυπωσιακά. Στριμώχνεις τον αντίπαλο και χάνεις κάνα δυό καλές ευκαιρίες. Αλλά όταν τελειώνει το παιχνίδι έχεις χάσει. Πάρ' όλα αυτά συνεχίζεις να ζεις με τα "αν" και τα "μήπως". Με το όραμα μιας υποθετικής νίκης που ποτέ δεν ήρθε.
- Υπάρχει κι άλλο παιχνίδι, γιατρέ;
- Υπάρχει η αλήθεια. Είναι πικρή και δύσκολη στην αρχή, αλλά το τέλος πάντα σου ανήκει. Μην αφήνεις τους ψεύτες και τους διπρόσωπους να σου κάνουν παρέα. Μην τους αφήνεις να δικαιολογούν τις αδυναμίες τους με τις προστυχιές τους.
- Ουδείς αλάνθαστος.
- Άλλο "κάνω λάθος" κι άλλο "είμαι λάθος".
- Νομίζω πως υποψιάζομαι τι θέλεις να πεις.
- Μακάρι.
- Καλή σου νύχτα λοιπόν.
- Καλή ξεκούραση γιατρέ.

Τρίτη, Νοεμβρίου 27, 2007

- Γιατρέ, πιστεύεις ότι κατά βάθος όλοι οι έρωτες είναι ίδιοι;
- Δεν ξέρω. Εσύ πιστεύεις ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι;
- Ίδιοι δεν είναι. Αλλά μου φαίνεται ότι όλοι πάσχουν και υποφέρουν από τα ίδια πράγματα. Πόσο διαφορετικός όμως μπορεί να είσαι, όταν λες κάπου την ιστορία σου και την έχουν ξανακούσει όλοι εκατό φορές;
- Και; Που είναι το πρόβλημα; Έχεις ανάγκη να πάσχεις εσύ από κάτι πρωτότυπο; Σε σοκάρει που ο πόνος σου δεν είναι ο μοναδικός πάνω στον πλανήτη;
- Όχι. Με σοκάρει πως πιθανώς η αιτία που με κάνει να πονάω, είναι ανύπαρκτη.
- Υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό σου αν προσπαθείς να το περιορίσεις το θέμα.
- Πολύ στενή προοπτική για κάτι που με συγκλονίζει.
- Μα το πρώτο βήμα για να ηρεμήσεις, είναι να αντιληφθείς το πραγματικό μέγεθος του προβλήματός σου. Αμέσως μετά ανακαλύπτεις ότι και ο ίδιος σου ο εαυτός είναι μια σταγόνα μέσα στον ωκεανό της ανθρωπότητας, και ότι η ζωή που βασανίζεις με τη βλακεία σου δεν είναι παρά μια στιγμή μέσα στην αιωνιότητα.
- Ξεφτύλα δηλαδή. Πολύ μικρός, πολύ λίγος και πολύ σύντομος.
- Και πολύ ανόητος τελικά.
- Τώρα με βρίζεις;
- Μπα...σου υπενθυμίζω απλώς.
- Μια και είσαι τόσο ευγενικός μαζί μου, μήπως μπορείς επιτέλους να μου πεις τι να κάνω;
- Μα, αυτό που ήδη κάνεις. Απλώς πιο αποφασιστικά. Μην δίνεις δικαίωμα στους άλλους να ανακατεύονται και να συμμετέχουν στη ζωή σου. Ζήσε εσύ, και απλώς προσκάλεσε αυτούς που επιθυμείς. Όσοι ακολουθήσουν θα είναι εκεί. Για τους υπόλοιπους δεν θα σου περισσέψει ούτε μια στιγμή.
- Ούτε μια στιγμή.
- Πάω μια βόλτα να πάρω αέρα τώρα. Έρχεσαι;
- Μπα..αφού με ξέρεις γιατρέ. θα σου χτυπήσω πάλι την πόρτα περασμένα μεσάνυχτα.
- Μεγάλη νύχτα κι απόψε;
- Θα δείξει..Εσύ πρώτος θα τα ακούσεις.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2007

Τόσα πολλά και τόσα λίγα

- Είναι νωρίς ή μου φαίνεται;
- Δεν είχα ύπνο.
- Ναι, εντάξει. Θύμησέ μου φεύγοντας να σου δώσω τα αγαπημένα μου χάπια.
- Δε θέλω χάπια γιατρέ για να κοιμηθώ. Θέλω το φιλί της στο μέτωπο και το χάδι της στα μαλλιά μου.
- Λυπάμαι αλλά δεν έχω τέτοια δύναμη. Αυτά που ζητάς αγγίζουν άλλα όρια. Δε χωράνε σε μπουκαλάκια και συνταγές.
- Ούτε κι οι στιγμές χωράνε. Αλλά τις κάνουμε φωτογραφίες και τις φυλακίζουμε. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από περιουσίες για να υπάρχει. Έτσι δεν είναι;
- Κι η δικιά σου περιουσία; Που την έκρυψες τώρα;
- Θέλω τα λίγα στις τσέπες μου και τα πολλά στην καρδιά μου.
- Τόσα πολλά και τόσα λίγα λοιπόν.
- Όμορφο πράγμα η φροντίδα γιατρέ. Έρχομαι εδώ και με φροντίζεις. Μπορεί να με μαλώνεις και να θέλεις να με αλλάξεις, αλλά κατά βάθος σου αρέσω όπως είμαι, έτσι δεν είναι;
- Κι εσύ; Για ποιόν θα γίνεις γιατρός τώρα;
- Δεν ξέρω. Ακολούθησα την καρδιά μου τόσο πολύ που σοκαρίστηκα. Έζησα στιγμές που είχα φύγει από το σώμα μου και δεν σκεφτόμουν τίποτα. Έκανα μόνο. Από ένστικτο. Και ήταν υπέροχα. Δεν υπάρχει κίνδυνος σε τέτοια πράγματα. Ένα κενό υπάρχει μετά, όταν κάποιος τραβάει τις κουρτίνες και το φως σε τυφλώνει.
- Πως ήταν;
- Εξωπραγματικά. Βλέπεις κάποιον να υποφέρει και τα ξεχνάς όλα. Σκέφτεσαι ότι αυτός ο άνθρωπος δίπλα σου απλά υπάρχει, κι ότι αν κάνεις το καλύτερο που μπορείς γι αυτόν, θα έχεις φτιάξει μια υπέροχη στιγμή.
Δεν έχει σημασία αν είναι μπερδεμένος ή δυστυχισμένος. Δεν έχει σημασία αν δεν έχει σπίτι ή κανείς δεν τον καταλαβαίνει. Δεν έχει σημασία αν οι φίλοι του, του δίνουν λάθος συμβουλές. Δεν έχει σημασία αν κρέμεται από μια κλωστή κι αυτή η κλωστή είναι στα χέρια κάποιων άλλων. Είσαι εσύ εκεί και θα τον γλυτώσεις. Τις λίγες πολύτιμες στιγμές που θα στο επιτρέψει να είσαι κοντά του, θα δώσεις τα πάντα.
Δεν κράτησα τίποτα. Πρώτη και τελευταία φορά μαζί. Άδειασα την ψυχή και το σώμα μου για να δω ένα χαμόγελο να ανθίζει.
- Και; Το είδες τελικά αυτό το χαμόγελο;
- Πίσω από τα δάκρυα και τον πόνο ήταν δύσκολο. Θα σου πω μια άλλη φορά.

Τρεις νύχτες: Μια απώλεια, μια ελπίδα, μια ζωή.


Μια απώλεια
- Σταμάτα να σκέφτεσαι κι άρχισε να μιλάς.
- Και τι να πω γιατρέ; Χάνομαι νομίζω. Τόσο απλά και ήσυχα. Είναι πολύ ήρεμο αυτό το τέλος για τη φουρτούνα που με έφερε μέχρι εδώ.
- Κατά βάθος το ήξερες όμως;
- Από την πρώτη στιγμή νομίζω. Από τη στιγμή που ξαναμύρισα την ύπαρξή της δίπλα μου. Σαν χαμένο παιδί που έψαχνε το δρόμο του. Βρήκα τον προορισμό μου και μετά τον αποχαιρέτησα.
- Πως έγινε;
- Απλά. Ήσυχα. Ήρεμα. Ζούσα μόνος σε ένα σπίτι άδειο. Δεν είχε μέσα του ζωή, ούτε εικόνες, ούτε αναμνήσεις. Βουβαμάρα. Κρατούσα τα πράγματα σε μια τάξη για να έχει νόημα αυτό το κενό γύρω μου.
Δεν ήταν ξαφνικό, αλλά ήρθε και τα πήρε όλα αυτά μαζί της.
Τώρα κάθε γωνιά του έχει κάτι να μου θυμίζει. Αρώματα, βλέμματα, φωνές, δάκρυα...πολλά δάκρυα. Πολλή θλίψη και άπειρη αγάπη.

Μια ελπίδα
- Και τώρα;
- Τώρα φοβάμαι να γυρίσω πίσω. Δεν ήμουν όσο γενναίος έπρεπε. Τώρα η απώλεια, με οδηγεί στην ελπίδα.
- Τι ελπίζεις;
- Να ανοίξω τα μάτια μου και να έχω βγεί απ' το κακό όνειρο. Και η ανάσα της δίπλα μου να μου κρατάει το ρυθμό στα τραγούδια.

Μια ζωή
- Νομίζω φίλε μου πως αν συνεχίσεις έτσι, στο τέλος θα πεθάνεις.
- Όλοι μας δεν θα πεθάνουμε κάποια στιγμή, γιατρέ;
- Αντί να κάνεις πλάκα, κοίτα λιγάκι τη φάτσα σου στον καθρέφτη.
- Την κοίταξα. Το ξημέρωμα. Και τρόμαξα. Γι αυτό ήρθα απόψε.
- Δεν είναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου ευτυχισμένου που αγαπάει αυτό. Είναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου δυστυχισμένου που υποφέρει.
- Ή απλώς ενός ανθρώπου που έχει να κοιμηθεί τρεις μέρες.
- Και που ακόμα αντέχει;
- Όχι.. όχι πια.. τελείωσα..
- Πήγαινε να ησυχάσεις.
- Μια κουβέντα μόνο. Μια κουβέντα να σου πω πριν φύγω.
- Σε ακούω.
- Είναι κάτι νύχτες, της είπα, που έχουν σημαδέψει τη ζωή μου. Τις θυμάμαι λεπτό προς λεπτό. Και θα τις θυμάμαι για πάντα. Νομίζω πως χθες προστέθηκε άλλη μία.
- Λεπτό προς λεπτό.. Όπως θα έπρεπε να τα ζεις όλα αυτά για να τα αντέξεις.
- Λεπτό προς λεπτό, και θα έχει περάσει μια ζωή ολόκληρη.
- Πήγαινε τώρα. Ξάπλωσε στο ποτισμένο από τα δάκρυά της μαξιλάρι. Ανάσανε τη μυρωδιά της στις πετσέτες και τα σεντόνια. Κοίτα τα σημάδια που άφησε φεύγοντας. Ρούφηξέ την τη ζωή σου.
- Λεπτό προς λεπτό, λοιπόν. Καληνύχτα γιατρέ.

Σάββατο, Νοεμβρίου 24, 2007

Χίλια κομμάτια

- Για πες μου;
- Αρχή εβδομάδας. Τηλέφωνο ξαφνικό. Γνωστοί παλιοί που έγιναν φίλοι, ζήτησαν να με δούν. Θα είναι πολλοί κι εγώ μόνος μου δε θα βολεύομαι. Το σημειώνω σε μια άκρη του μυαλού μου.
Έφτασε η μέρα ή μάλλον η νύχτα να πώ καλύτερα.
- Δουλειές;
- Τελειώσανε αργά. Σακίδιο βαρύ και βήμα αργό. Δεν ξέρω που πάω.
- Καιρός;
- Χειμώνας, αλλά γλυκός. Κοιτάω ψηλά. Μια αναιδής πανσέληνος φλερτάρει με τα σύννεφα.
- Κίνηση;
- Πολλή. Ο μεγάλος δρόμος δίπλα στο ποτάμι είναι γεμάτος. Το παίρνω απόφαση. Όπως ανηφορίζω, κάνω αριστερά για το προάστιο της διασκέδασης.
- Εύκολα;
- Πολύ. Η παλιά μου γειτονιά ζωντανεύει.
- Μέρος;
- Μαγαζί καινούριο. Πολύς κόσμος. Κάπνα. Φασαρία. Μέτριο φαγητό. Ορχήστρα. Θεούλη μου, αν ξανακούσω έστω και μια φορά ακόμα ένα από αυτά τα "διασκεδαστικά" σουξέ-κλισέ, θα ξεράσω.
- Ατμόσφαιρα;
- Φιλική. Κόσμος από τα παλιά. "Που είσαι τώρα;", "Είσαι καλά;". Τα γνωστά. Πολλοί ρωτάνε, λίγοι καταλαβαίνουν. Το εκτιμώ. Χαλαρώνω. Νύχτα είναι, θα περάσει.
- Μετά;
- Αλλού. Άσχημα. Εκεί κι αν είχε φασαρία. Η μουσική έγινε εχθρός μου ξαφνικά. Το ίδιο κι οι πληρωμένοι φιγουρατζήδες που σουλατσάρουν στην πίστα και λικνίζονται σε ρυθμούς που δεν είναι δικοί τους, αλλά ξένοι.
- Τι βλέπεις;
- Τα παντα και τίποτα. Βλέπω αλλά δεν συγκρατώ. Αδειάζω αμέσως. Δεν χωράω τίποτα άλλο πια. Λυπηθείτε με κάποιος.
- Φευγιό;
- Ξημέρωνε. Κρύο πολύ. Αγγαρεία. Ταξίδι στα βόρεια. Εθνική οδός. Μωβ γράμματα που τραβάνε την προσοχή μου, αλλά δεν αξίζουν τη μνήμη μου. Στρίβω σωστά την τελευταία στιγμή. "Καληνύχτα" - "Καληνύχτα". Υγρασία στο δρόμο και το κρύο χειρότερο. Η πανσέληνος έχει κρυφτεί. Βαρέθηκε κι αυτή να περιμένει.
- Και τώρα;
- Τώρα έξω τα πουλιά άρχισαν να κελαηδάνε, αλλά εγώ θέλω να κοιμηθώ μια φορά ήρεμος και να ξυπνήσω στην αγκαλιά της. Απόψε ήταν παντού γύρω μου.
- Στο εύχομαι. Καλή ξεκούραση.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 23, 2007

Όνειρα (IV) - Πάντα είναι αργά

Κοιμόσουν δίπλα μου. Όπως παλιά. Εγώ πάλι ξενυχτούσα και σε χάζευα. Όπως παλιά.
Ήταν μαγικό, αλλά ποτέ δεν χόρταινα αυτή την αθωότητα και την ηρεμία που είχε η μορφή σου όταν ονειρευόσουν. Κι η αναπνοή σου, ένα απαλό δροσερό αεράκι μέσα στη νύχτα.
.
.
Με πήρε και μένα ο ύπνος.
Μια νύχτα από τις πολλές που ακολούθησαν, έσπασες τη σιωπή σου. Είπες πως σου έλειψαν όλα αυτά. Πως με θυμάσαι όταν πονάς και έγνεψες καληνύχτα.
.
.
Ξύπνησα. Έκανε κρύο και ήμουν μόνος μου. Στο τέλος του ονείρου, είχα βρεθεί στο τιμόνι του αυτοκινήτου μου που γκρεμιζόταν από έναν βράχο.
Έπρεπε να είχα ακούσει τον γέρο σοφό με τα χοντρά γυαλιά και το ατημέλητο μαλλί.
"Πάντα είναι αργά. Μην περιμένεις ούτε στιγμή για να αδράξεις τις λέξεις και να τις βάλεις στο χαρτί. Τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους."

Αγάπης αγώνας...

- Γιατί χτυπάς την πόρτα μου μεσάνυχτα;
- Πρώτον δεν είναι μεσάνυχτα. Είναι ξημερώματα. Και δεύτερον γιατρέ, τι ερώτηση είναι αυτή; Σαν στίχος από καψουροτράγουδο μου ακούστηκε.
- Ε, όχι και καψουροτράγουδο. Έχω κι εγώ τις επιρροές μου..
Λοιπόν; δεν μου είπες ακόμα τι σε φέρνει εδώ;
- Είχα μια απρόσμενη συνάντηση.
- Την ξαναείδες;
- Ποιάν;...α..όχι όχι...Κάποια άλλη είδα. Είχα μόλις μπει στο μετρό. Χάζευα τις φάτσες στο βαγόνι, και ξαφνικά είδα δυό μάτια να με κοιτάζουν με απορία και έκπληξη ταυτόχρονα.
"Εσύ είσαι;" με ρώτησε.
"Γιατί καλέ; ποιόν άλλον περίμενες;" είπα. Άκου ο αδιόρθωτος τι της είπα της κοπέλλας. Κρίση χιούμορ έπαθα.
- Ναι, αλλά δεν μου είπες ακόμα. Αυτή ποιά ήταν;
- Μεγάλη ιστορία γιατρέ.
- Πιο συγκεκριμένα;
- Μια παλιά αγάπη. Πολύ παλιά όμως...
- Πως ήταν;
- Ίδια. Όπως την θυμόμουν. Αν εξαιρέσεις το ντύσιμο φυσικά. Βλέπεις εγώ την ήξερα φοιτήτρια και τώρα είναι δικηγόρος.
- Αλήθεια; Και με τι ασχολείται;
- Εδώ είναι η πλάκα. Θυμάμαι που έλεγε πως της άρεσε το εμπορικό δίκαιο και της έλεγα να ασχοληθεί με τα πνευματικά δικαιώματα. Έπαιζα μουσική τότε, και είχα καταλάβει πως η φάση αυτή ήταν ανύπαρκτη στη χώρα μας.
- Μη μου πεις;
- Δε σου λέω, αλλά αυτή τη στιγμή με αυτό ασχολείται. Δεν την ξέχασε ποτέ την πρότασή μου.
- Εσένα; Σε ξέχασε;
- Φατσικώς, όχι. Συναισθηματικώς, φαντάζομαι ότι το τακτοποίησε το ζήτημα.
- Γιατί το λές έτσι;
- Γιατί όταν το διαλύσαμε, προσπάθησε να αυτοκτονήσει δυό φορές. Και μετά έμαθα ότι είχε περάσει έναν πολύ δύσκολο χρόνο με χάπια και αλκοόλ.
- Τι μου λές; Αυτά είναι πολύ σοβαρά πράγματα. Δεν κάνεις πλάκα; Για σένα προσπάθησε να αυτοκτονήσει;
- Έτσι μου είχε πει αργότερα. Εγώ όμως ήξερα ότι ήταν παιδί χωρισμένων γονιών. Η μάνα της ήταν μια κακιά στρίγγλα που την είχε γεμίσει με ενοχές και κόμπλεξ.
Είχε κάνει ένα ακόμα αγόρι με τον πατριό της και την είχε για άνθρωπο δεύτερης κατηγορίας. Το κακόμοιρο το κοριτσάκι ζούσε μια φρίκη. Την έτρωγαν οι ανασφάλειες.
Γι αυτό με είχε τρελλάνει και μένα. Δε με άφηνε σε χλωρό κλαρί. Καλό παιδί κι εγώ, τα ανεχόμουν όλα, αλλά κάποια στιγμή εγκατέλειψα. Της είπα "τέλος". Φυσικά δεν το πίστεψε. Αλλά όταν πια είχε πειστεί, άρχισε τα μελλοδραματικά.
Τώρα που τα σκέφτομαι βέβαια, δεν είναι αστεία. Με τη νεανική μου όμως αλαζονεία, μου είχαν φανεί πολύ υπερβολικά. Και η αλήθεια είναι, ότι όσο κι αν είχα υποφέρει για χάρη της, όσο κι αν την είχα στηρίξει, έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου.
Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου, ότι αν ποτέ κάνω παιδιά, να μην τα εγκαταλείψω. Να μην τα υποχρεώσω να αισθανθούν αυτόν τον πόνο και την ανασφάλεια που έβλεπα στα μάτια αυτής της νεαρής κοπέλλας. Βέβαια, με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβα ότι η φυγή του πατέρα της ήταν το ένα κομμάτι. Το χειρότερο ήταν η μετέπειτα συμπεριφορά της μάνας της. Πολύ αργότερα και κατά τύχη, έμαθα ότι και ο αδερφός της είχε μπλέξει με ναρκωτικά. Κρίμα.
- Θα μπορούσες να γράψεις ολόκληρο μυθιστόρημα με αυτά που μόλις μου είπες.
- Μπα...δεν το σκοπεύω.
- Και τι είπατε;
- Ένα σωρό πράγματα. Όμορφα ήταν. Είναι ακόμα μόνη της. Της αρέσει λέει, έτσι. Ζει σε ένα ωραίο σπίτι στα προάστια. Συζητώντας μάλιστα, ανακαλύψαμε ότι κυκλοφορούμε σε παρόμοια μέρη και για ένα διάστημα εργαζόμασταν και πολύ κοντά. Απορήσαμε πως δεν είχε τύχει να ξαναβρεθούμε.
- Χάρηκες που την είδες;
- Όχι ακριβώς. Ας πούμε πως κάτι τακτοποίησα μέσα μου.
- Και μετά;
- Μετά, το μετρό έκανε τη δουλειά του και πήγε ο καθένας στον προορισμό του. Κι ο δικός μου ήταν ο οδοντίατρος.
- Φρίκη;
- Μπα...η φρίκη ήταν όταν βγήκα.
.
.
- Ήταν ήδη έξι το απόγευμα και είχε σκοτεινιάσει. Υπολόγισα πως θα ήταν στο τρένο γυρνώντας από τη δουλειά. Μου έχει λείψει απίστευτα και την σκεφτόμουν συνέχεια. Έπιασα το κινητό και σχημάτισα γρήγορα ένα μήνυμα. Αλλά δεν το έστειλα ποτέ..
- Τι έλεγες;
- Έλεγα "Είμαι στο πεζοδρόμιο κάτω από τον οδοντίατρο και σε περιμένω. Έλα να σε δω λιγάκι. Έλα να σε ρωτήσω "τι τρέχει;" και αντί να απαντήσεις να χαμηλώσεις το βλέμμα σου. Έλα και σου έχω ένα δώρο. Ένα βιβλίο από τον αγαπημένο σου συγγραφέα: "Αγάπης αγώνας άγονος". Έλα να σου το δώσω, να το διαβάζεις χρόνια μετά και να με θυμάσαι όπως ήμουν. Και μακάρι να καταλάβεις πως δεν πέρασε λεπτό από εκείνο το απόγευμα του Φεβρουαρίου."
- Θα μπορούσες να γράψεις ολόκληρο μυθιστόρημα με αυτά που μόλις μου είπες.
- Το μυθιστόρημα το έγραψα, γιατρέ. Για τον ήρωα ψάχνω ακόμα.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 22, 2007

Διάλειμμα για διαφημίσεις

- Γιατρέ, χτυπάει το κινητό σου.
- Συγγνώμη. Έπρεπε να το είχα κλείσει. Ξεχάστηκα...
Λοιπόν; που είχαμε μείνει;
- Δεν είχαμε ξεκινήσει ακόμα, οπότε δεν μείναμε και πουθενά.
- Πουθενά...
- Πουθενά και τίποτα γιατρέ. Μου θύμισες τώρα κάτι που δεν ήθελα να σου πώ γιατί θα λές πάλι πως είμαι μίζερος και γκρινιάρης και πως όλα μου φταίνε.
- Άδικο έχω;
- Ναι..εδώ και πολύ καιρό έχεις άδικο πια. Άκου λοιπόν και κρίνε μόνος σου.
- Ακούω.
- Είμαι σε ραντεβού. Καινούρια γνωριμία σχετικά. Πρέπει να κάνω καλή εντύπωση. Ακούω. Δίνω προσοχή στα λόγια της. Μιλάει όμορφα. Μερικές φορές με συνεπαίρνει. Είναι συγγραφέας και ξέρει να χειρίζεται το λόγο. Και οι σκέψεις της βγαίνουν ξεκάθαρες. Και ειλικρινείς νομίζω. Είχα σχεδόν ξεχάσει πόσο χαλαρωτικό είναι τελικά να ακούς. Θέλει μια εγρήγορση, δε λέω...αλλά με το που καταπολέμησα την ανάγκη μου να σχολιάσω ή να προσθέσω ή να αλλάξω και θέμα, ξαφνικά έγιναν όλα πιο απλά. Ακούω, καταλαβαίνω και διασκεδάζω.
- Καλός ακροατής λοιπόν. Σπάνια τέχνη. Ξεχασμένη σχεδόν. Και κλειδί που ανοίγει πόρτες.
- Πράγματι. Ο άλλος αρχίζει και σε θεωρεί τον καλύτερο συνομιλητή που είχε ποτέ, κι ας μην έχεις αρθρώσει πάνω από τρεις λέξεις όλες κι όλες.
- Δεν χρειάζονται και περισσότερες.
- Ναι...κάπου τόσες αρκούν.
- Και; πως συνέχισε αυτή η κουβέντα;
- Να...αφού εξαντλήσαμε τα κοινού ενδιαφέροντος θέματα, εξαντλήσαμε και τα δικά της, ήρθε μάλλον κι η σειρά μου κάτι να πω. Κάτι περισσότερο από τα τυπικά. Κάτι για τον εαυτό μου...καταλαβαίνεις.
- Καταλαβαίνω.
- Και μάλιστα για να με διευκολύνει, μου έκανε και ερωτήσεις. Έτσι για να ξεκινήσει σαν διάλογος αυτή η πρόκληση.
- Απάντησες;
- Γιατί όχι; Μου άρεσε η ιδέα ότι κάποιος πιθανώς ενδιαφερόταν για μένα. Πάνω λοιπόν που έχω αρχίσει να μιλάω, χτυπάει το κινητό της.
"Φτού", σκέφτηκα αλλά δεν το έδειξα κιόλας.
Αυτή απάντησε αμέσως με ένα τεράστιο χαμόγελο στο στόμα. Δεν ήθελε πολύ να καταλάβω από τα συμφραζόμενα ότι στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν κάποιο αρσενικό που την πολιορκούσε. Πνιχτά γελάκια, υπερβολική έκπληξη σε τετριμμένες ατάκες, φανερή αποδοχή της κολακείας... παιχνίδι ολόκληρο.
- Κι εσύ;
- Εγώ συνέχισα τον καφέ μου και κοίταζα διακριτικά έξω από το παράθυρο. Μη λέει ότι είμαι κι αδιάκριτος.
- Μετά;
- Κάποια στιγμή λοιπόν, μετά από κάνα πεντάλεπτο, έκλεισε αφού πρώτα είχε κανονίσει δύο εναλλακτικά ραντεβού (αν δεν βρεθούμε στο ένα μέρος το Σάββατο τα λέμε στο άλλο το μεσημέρι Κυριακής - ξέρεις τώρα - κανονική ατζέντα). Οπότε, ήρθε και η σειρά μου. "Τι λέγαμε;" με ρωτάει. Για συνέχισε...
"Γαμώτο"...σκέφτηκα. "Αγένεια. Ούτε ένα συγνώμη για τη διακοπή ή κάτι άλλο που να φανερώνει λίγους τρόπους."
Με πιάνουν που λες τα διαόλια μου και ξεκινάω ξανά να μιλάω. Τώρα όμως μιλούσα για ένα τελείως διαφορετικό θέμα. Ούτε καν συνέχισα αυτά που έλεγα. Δυστυχώς επαληθεύτηκε και η πρόβλεψή μου. Χαμπάρι δεν πήρε. Όσο μιλούσα, άρχισα να σκέφτομαι ότι, ή δεν είναι παρατηρητική ή απλώς δεν έδινε καμιά σημασία σε αυτά που έλεγα προηγουμένως.
- Ή πραγματικά ξεχάστηκε. Συμβαίνει στους ανθρώπους καμμιά φορά.
- Μπορεί.
- Η συνέχεια;
- Η συνέχεια μου θύμισε κακό απόγευμα καθημερινής μπροστά στην τηλεόραση. Πάνω που η κουβέντα πήγαινε να αποκτήσει λίγο ενδιαφέρον, χτυπούσε το κινητό. "Διάλειμμα για διαφημίσεις και επιστρέφουμε". Το μόνο που δεν υπολόγισε ήταν το ζάπινγκ.
- Ζάπινγκ;
- Ναι. Εκνευρίστηκα και άλλαξα κανάλι. Απλά περίμενα να τελειώσει ένα ακόμα τηλεφώνημα και αφού πλήρωσα τους καφέδες, της πρότεινα να τη συνοδεύσω σπίτι. Ξενέρωσε φυσικά γιατί δεν είχε υπολογίσει να κάτσουμε τόσο λίγο στον καφέ. Σε καμιά ώρα είχε κανονίσει για αλλού και προφανώς θα την βόλευε να την πήγαινα προς τα εκεί. Είμαι πολύ παλιάνθρωπος που της την έσπασα γιατρέ; Είμαι μίζερος και γκρινιάρης;
- Δεν ξέρω. Είσαι;
- Είμαι και φαίνομαι. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα για διαφημίσεις. Ξέχασες ανοιχτό το κινητό σου και ξαναχτυπάει.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 19, 2007

Κλισεδάκια

- "Πρέπει να είσαι ο εαυτός σου" μου είπε. "Μη σε νοιάζει η γνώμη των άλλων για σένα. Όταν κλείνεις το φως κάθε νύχτα, εσύ μένεις μόνος με τον εαυτό σου. Σ' αυτόν λογοδοτείς. Κοίτα λοιπόν να έχεις να του λες καλά πράγματα".
- Κι εσύ τι απάντησες;
- Τι να απαντήσω, γιατρέ, σε τέτοια κλισεδάκια;
- Συγκρατήθηκες;
- Το κατά δύναμην..βλέπεις ήταν κι η παρέα που δεν ήθελα να τη χαλάσω.
- Μα αφού μόνο οι δυό σας είσασταν.
- Ακριβώς.
- Κατάλαβα..Προκειμένου να έχουμε όμορφη θέα, ρίχνουμε και λίγο το επίπεδο, ε;
- Ωχ..μη με μαλώνεις γιατρέ. Όλος ο κόσμος αυτό δεν κάνει; Άμα κυκλοφορώ συνέχεια με την ξυνίλα στη μούρη και τον κακό το λόγο, στο τέλος θα μιλάω μόνο με τον καθρέφτη.
- Μα και οι άλλοι, ξέρεις, καθρέφτες είναι. Τον εαυτό μας βλέπουμε μέσα από τα λόγια και τη διάθεσή τους. Γι αυτό λαχταράμε να είμαστε αποδεκτοί και αρεστοί.
- Καθρέφτες ε; Παραμορφωτικοί;
-Τις περισσότερες φορές. Ξέρεις, οι άνθρωποι δεν μπορούν εύκολα να είναι αντικειμενικοί. Θα σε κοιτάξουν με συμπάθεια. Θα σου πουν μερικές παρήγορες κουβέντες.
- Ειδικά άμα ενδιαφέρονται.
- Σωστά.
- Ή θα σε αποδοκιμάσουν και θα σε ματαιώσουν. Ειδικά άμα σε αντιπαθούν.
- Και πάλι σωστά.
- Και τι ρόλο παίζω εγώ τώρα;
- Εσύ αποφασίζεις. Αν θα δεχτείς αυτά που ακούς, αν θα τα φιλτράρεις, αν θα τα περιφρονήσεις.
- Τι σημασία έχει;
- Καμμιά αν ξέρεις ποιός είσαι. Μόνο που ο άλλος θα αντιληφθεί με τη σειρά του, τη γνώμη σου γι αυτόν.
- Στην οποία όμως δεν πρέπει να δίνει καμμία σημασία. Έτσι μου βροντοφώναζε.
- Άστη να φωνάζει.
- Γιατί το λές αυτό, γιατρέ;
- Γιατί ερωτεύονται οι άνθρωποι;
- Γιατί δίνει ο ένας υπερβολική σημασία στη γνώμη του άλλου;
- Και αντιστρόφως. Αμοιβαία καταστρατήγηση αρχών.
- Φτου...για ένα τόσο όμορφο συναίσθημα είναι άσχημη αυτή η εικόνα.
- Μπα...έτσι είναι. Καταργείς τον εαυτό σου και σιγά σιγά τον ξαναχτίζεις περιέχοντας όμως και τον άλλον. Εκεί συνήθως στραβώνει η δουλειά. Όταν ανακαλύπτεις τις παραχωρήσεις που πρέπει να κάνεις, μπορεί και να μη σου αρέσει.
- Μα αυτό δεν είναι έρωτας. Είναι ανούσιος ανταγωνισμός.
- Και οι άνθρωποι ανούσιοι παραμένουν λοιπόν. Αρνούνται τα συναισθήματά τους στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης ατομικότητας.
Κοίταξε γύρω σου και πές μου τι βλέπεις; Άνθρωποι χαρούμενοι και συντροφικοί;
- Ή μήπως άνθρωποι μόνοι και μελαγχολικοί;
- Εσύ το είπες.
- Κι εσύ δεν το αρνήθηκες.
- Πω πω..πέρασε η ώρα πάλι. Κι αύριο ξυπνάω νωρίς.
- Καλή ξεκούραση γιατρέ. Εγώ πάλι λέω να ξεκινήσω για ένα ταξίδι. Έχω 2 μέρες ελεύθερες και θέλω να φύγω.
- Τα λέμε όταν γυρίσεις. Καλό ταξίδι.
- Στο επανειδείν.

Κυριακή, Νοεμβρίου 18, 2007

Στο φως των κεριών

- Στην αρχή άστραψε ο ουρανός. Μέχρι να ακουστεί και η βροντή του κεραυνού, έγινε διακοπή στο φως. Τράβηξα την κουρτίνα και είδα την ηλεκτρική καταιγίδα να απομακρύνεται μέσα στην ξερή νυχτιά. Περίμενα έτσι ακίνητος, χωρίς να αναπνέω για να μην χαλάσω τίποτα από το πανδαιμόνιο που έβλεπα έξω από το παράθυρο. Κάποια στιγμή που αποφάσισα ότι είχα μείνει πολλή ώρα άπρακτος, άναψα μερικά κεριά. Οι μικρές φλογίτσες ζωντάνεψαν στις γωνιές του δωματίου καί σκόρπισαν μια υποψία φωτός.
Μαζί τους όμως ζωντάνεψαν και οι σκιές. Θεριέψανε στους τοίχους, μίκραιναν και μεγάλωναν κι άρχισαν να αποκτάνε δικιά τους ζωή.
"Ποιοί είστε εσείς;" ρώτησα, αλλά απάντηση δεν πήρα. Δεν ήθελε και πολύ να καταλάβω ότι δεν ήταν το σκοτάδι της νύχτας που φοβόμουν, αλλά το σκοτάδι του μυαλού μου. Αυτά τα φαντάσματα δεν είναι φίλοι μου. Κι εγώ δεν είμαι εκεί μαζί τους.
Ο ήχος από το εισερχόμενο μήνυμα ακούστηκε απόκοσμος αλλά και σωτήριος ταυτόχρονα. Κοίταξα το ρολόι..2 παρά..ποιός στέλενει ξημερώματα σημεία ζωής; και τι να θέλει από τη δικιά μου τη ζωή;
Ευτυχώς που οι αληθινοί φίλοι δεν χάνονται. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου ξεκινώντας για μια απροσδόκητη συνάντηση. Δεν ήμουν εκεί για να δω αν και πότε ξαναήρθε το φώς. Τα ξημερώματα απλώς μάζεψα τα υπολείμματα των τελειωμένων κεριών που άφησα πίσω μου να καίγονται και να παλεύουν με τις σκιές που έφτιαχναν.
Τι περίεργο σκέφτηκα. Για να εξαφανιστεί η κακιά σκιά, πρέπει να εξαφανιστεί και το καλό φως.
- Τι περίεργα πράγματα μου λες; Εσύ τη νύχτα την έχεις για σπίτι. Τι φοβήθηκες;
- Δεν φοβήθηκα τη νύχτα γιατρέ. Το σκοτάδι φοβήθηκα.

Σάββατο, Νοεμβρίου 17, 2007

Βουτιά

- "Δεν είναι που αργείς να 'ρθείς πάλι. Το ξέρω μ' αγαπάς και είναι αρκετό. Δεν είναι που η καρδιά φοβάται.. τρέμει.. έμαθε με σένα έτσι να χτυπά. Είναι το δάκρυ που δεν περιμένει και μέχρι να φανείς αργοκυλά..."
- Χμμμ...
- Δε λες τίποτα γιατρέ;
- Δεν έχω κάτι να πώ. Μένω κατάπληκτος από το σχήμα που παίρνουν τα λόγια κι οι εικόνες με το πέρασμα του χρόνου. Αν μόνο τους δίναμε σημασία τη στιγμή που τα λέμε, αντί να τα θυμόμαστε με τύψεις και ανημπόρια..
- Τότε;
- Τότε η ζωή θα είχε μόνο ένα νόημα. Το πραγματικό.
Τι σε κάνει τώρα να βουτάς έτσι στα βαθιά; Δεν έχεις τη δύναμη που πρέπει και θα χαθείς.
- Είναι δικός μου όμως ο θησαυρός στο βυθό. Καλύτερα να χαθώ προσπαθώντας να τον βρώ, παρά να προστατέψω την ανυπαρξία μου. Δε νομίζεις;
- Δεν έχω σωσίβιο για σένα. Κοίτα η καρδιά σου να είναι καθαρή. Κοίτα να αξίζεις το τέλος που διαλέγεις.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2007

Όνειρα (ΙΙΙ) - Άδεια οθόνη

Περπατάω μόνος στο σκοτάδι. Ανοίγω την πόρτα. Κόσμος πολύς, φώτα, καπνός και φασαρία. Μουσικές και φωνές. Όλοι χαίρονται για κάποιον λόγο που δεν μου φαίνεται και τόσο σπουδαίος. Κάθομαι λίγο. Έχω τη μεγαλύτερη παρέα της πόλης κι όμως είμαι μόνος μου. Χρειάστηκε να κλείσω την πόρτα φεύγοντας γιατί ήμουν ο τελευταίος..
.
Η νύχτα είχε προχωρήσει και το κρύο ήταν πιο τσουχτερό. Σε είδα στο απέναντι πεζοδρόμιο να με κοιτάζεις νοερά. Ένοιωσα πάνω μου τα μάτια σου. Ήταν άψυχα σαν την άδεια οθόνη που από χρόνια λες ότι σε στοιχειώνει. Κάθεσαι εκεί και αναρρωτιέσαι αν αξίζει να διασχίσεις το δρόμο. Τι κρίμα να μην υπάρχει κάποιος να σε βοηθήσει ή να σου πει τι να περιμένεις. Αυτό, είναι κάτι που θα μάθεις, μόνο αν τολμήσεις να το κάνεις.

Τρίτη, Νοεμβρίου 13, 2007

"Παιδιά" χωρίς όνομα (Μη με αγγίζεις)

- Που λες γιατρέ, είχε ξημερώσει Κυριακή. Ο ήλιος έλαμπε ασυνήθιστα. Ήταν μια πανέμορφη χειμωνιάτικη μέρα, από αυτές όμως που πάντα με μελαγχολούν λιγάκι.
- Γιατί;
- Γιατί βλέπω τον ήλιο και σκέφτομαι, τι ωραία που θα ήταν να βρίσκομαι κάπου στην εξοχή να την χαίρομαι. Να έχω καλούς φίλους για παρέα. Να πιούμε ξένοιαστοι αυτόν τον περιβόητο "καφέ" για τον οποίο όλοι ξεκινάνε, αλλά ελάχιστοι τον βρίσκουν πραγματικά.
- Και που είναι η μελαγχολία;
- Στο ότι πάντα έχω κάτι άλλο να κάνω. Ή πάντα υπάρχει ένα "πρέπει" πιο ισχυρό από την αγνή μου επιθυμία να την κοπανήσω και να εξαφανιστώ. Ή ακόμα κι όταν μπορώ να φύγω, δεν υπάρχουν φίλοι διαθέσιμοι.
- Αυτή την Κυριακή τί από τα τρία έγινε;
- Τίποτα! Στην αρχή βέβαια δεν υπήρχαν οι φίλοι, αλλά μου άρεσε τόσο πολύ η ιδέα ότι μπορούσα να πραγματοποιήσω έστω και μόνος μου την απόδρασή μου, που δε με ένοιαζε και πολύ. Ετοιμάστηκα λοιπόν, και πάνω που άνοιξα την πόρτα, χτύπησε το τηλέφωνο. Έκπληξη μεγάλη. Η εικόνα συμπληρωνόταν ιδανικά. Οι φίλοι που σου έλεγα, εμφανίστηκαν ως δια μαγείας και είχαν και την ίδια σκέψη με μένα. Καφέ εξοχικό, να χαζεύουμε τον ήλιο και να χαλαρώσουμε. Για όσο κρατήσει το φώς. Μετά φαγητό ή ό,τι προκύψει.
- Μια χαρά δηλαδή.
- Όντως. Έτσι και ξεκίνησα. Δώσαμε ραντεβού κατευθείαν στην εξοχή. Βουνό. Πανέμορφο τοπίο. Ηρεμία. Έφτασα όλος χαρά. Είχα αποφασίσει να μην αφήσω τίποτα να μου χαλάσει τη διάθεση. Η οποία διαθέση μάλιστα ανέβηκε και κατακόρυφα όταν είδα και τον καινούριο κόσμο που θα γνώριζα. Μια χαρά παιδιά ήταν όλοι τους.
- Ωραία ακούγεται.
- Για την ακρίβεια, μες την τρελλή χαρά ήταν όλοι τους. Εγώ γνώριζα μόνο δύο από τους δέκα που είχαν μαζευτεί. Μωρέ μπράβο ο κυριακάτικος καφές, σκέφτηκα. Πολλή πέραση έχει.
- Και;
- Στην αρχή, λόγω αμηχανίας ήμουν επιφυλακτικός. Τυπικές κουβέντες. Σιγά, σιγά που ο πάγος έσπασε, άρχισα να παρακολουθώ κι εγώ με άλλο ενδιαφέρον τα γεγονότα.
- Πω πω..σαν ριάλιτι το κάνεις και ακούγεται.
- Ναι ε; Και σκέψου ότι ακόμα δεν με είχαν πιάσει τα "περίεργα" μου. Μην στα πολυλογώ, το πρώτο πράγμα που παρατήρησα στα παιδιά αυτά, ήταν ότι ενώ επέλεξαν την έξοδο στη φύση, ήταν όλοι και όλες ντυμένοι σαν αστακοί. Ορειβατικά μποτάκια, χοντρές κάλτσες, μπουφάν, αντιανεμικά, σκουφιά, γάντια... Δηλαδή, όλη τους η εμφάνιση κραύγαζε: "Εγώ είμαι παιδί της πόλης. Η φύση είναι κι αυτή για κατανάλωση. Σιγά μην την αφήσω να με αγγίξει κιόλας".
- Λοιπόν;
- Λοιπόν, νομίζω πως αν δεν έπρεπε να αναπνέουν και συνεπώς να πρέπει να αφήσουν τις μύτες τους ακάλυπτες και εκτεθειμένες στον χειμωνιάτικο αέρα, θα φορούσαν και μάσκες για προστασία.
- Εικόνες;
- Πολλές. Κωμικοτραγικές. Σκύβει ο μπούλης να κόψει ένα λουλούδι για την καλή του, αλλά με τα χοντρά γάντια που φορούσε το έκανε κιμά. Σκύβω κι εγώ, το κόβω και της το προσφέρω. Γυρνάει αυτή η έξυπνη και του λέει του ανθοσυλλέκτη: "Είδες; Έτσι μαζεύουν τα λουλούδια" και απαντάει ο φυσιολάτρης: "Σιγά. Κοίτα τη μαυρίλα στο χέρι του. χα χα χα"
- Ετοιμόλογος έ;
- Ναι. Και παρατηρητικός. Τη μαυρίλα στο χέρι μου την είδε. Το ότι η δικιά του όλο το υπόλοιπο απόγευμα με τρέλλανε στα υπονοούμενα και τις ματιές, δεν το πρόσεξε. Μάλλον ο σκούφος στο κεφάλι, του είχε καλύψει και το μυαλό.
- Μάλλον. Μετά;
- Μετά ήρθε η ώρα για τον καφέ που λέγαμε. Αντί να ψάξουμε για κάτι στην εξοχή, έπρεπε να κατηφορίσουμε σε κυριλέ οργανωμένο μαγαζί. Χωρίς καπουτσίνο δεν υπάρχει ζωή σ' αυτόν τον πλανήτη. Α..και σοκολάτα κάστανο, μην ξεχνιόμαστε.
- Μήπως εννοείς φουντούκι;
- Ναι μωρέ...στα ξηροκάρπια θα τα χαλάσουμε τώρα;
- Λόγια;
- Πολλά..κενά..χωρίς στόχο.. ένα πράγμα στον αέρα γενικώς. Οι κοπέλλες νευρωτικές και αγχωμένες. Μιλούσαν μόνο για δουλειά αλλά ανησυχούσαν κιόλας που δεν βρίσκουν άντρες. Οι άντρες πάλι μιλούσαν μόνο για γκόμενες αλλά παραδόξως ούτε αυτοί έβρισκαν ταίρι. Το πιο αστείο βέβαια στην όλη υπόθεση, είναι ότι καθώς φανερώνονταν οι συσχετισμοί, ανακάλυπτα ότι λίγο πολύ, όλοι τους τα είχαν με κάποιον άλλον από την παρέα στο παρελθόν. Όλοι και όλες τους ήταν "πρώην" για κάποιον άλλον. Μόνο εγώ πρέπει να αποτελούσα εξαίρεση. Τώρα θα μου πεις τι έκαναν όλοι αυτοί οι "πρώην" μαζί, δεν μπορούσα να το καταλάβω. Μήπως προσπαθούσαν να "ξαναμοιράσουν" την τράπουλα; Πάρε εσύ το ρήγα και δως μου τον βαλέ;
- Μήπως αισθάνονταν πιο ασφαλείς ανάμεσα σε γνωστά πρόσωπα και ήδη διαμορφωμένες καταστάσεις;
- Μήπως όμως γιατρέ, ήταν απλώς όλοι τους ένα μάτσο βλαμμένα, που βασιζόμενοι στο "ας μείνουμε φίλοι", φοβόντουσαν να κοιτάξουν παρά πέρα να δουν μήπως η ζωή τους επιφυλάσσει καμιά πιο σοβαρή έκπληξη;
- Και οι εκπλήξεις όπως ξέρεις, δεν είναι πάντα ευχάριστες.
- Τι να πω;..Αυτοί οι "μη με αγγίζεις" άνθρωποι, μιλούσαν συνέχεια για ακίνδυνα πράγματα λες και τα υπόλοιπα δεν υπήρχαν.
- Έλα μωρέ. Κυριακή απόγευμα ήταν. Δεν θα λύνατε και το κυπριακό.
- Σωστά. Άλλωστε ο "καφές" δεν γίνεται να τελειώσει μέσα σε μια Κυριακή.
- Καλά μου τα είπες. Δεν ανέφερες όμως κανένα όνομα.
- Δε βαριέσαι γιατρέ. Έτσι θα τους λέω πάντα. "Τα παιδιά". Βγήκα με τα "παιδιά". Είδα τα "παιδιά". Πήγα για καφέ με "τα παιδιά". Είναι "τα παιδιά" χωρίς όνομα αυτά.
- Κι ο "καφές"; Ήταν καλός τουλάχιστον;
- Δε βαριέσαι γιατρέ. Δε θα λύσουμε και το κυπριακό κιόλας.

Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2007

Λίγα, μα δύσκολα.

- Άργησες απόψε.
- Ναι. Η αλήθεια είναι ότι όταν βγήκα από το σπίτι δεν σκόπευα να καταλήξω εδώ.
- Αλλά;
- Αλλά κατάλαβα πως σου έχω λείψει γιατρέ και πέρασα να πω ένα "γειά".
- Μόνο;
- Μόνο.
- Πέστο και φύγε τότε.
- Θα το πω όταν θέλω εγώ.
- Μέχρι να το πεις, θέλω να σκεφτείς κάτι. Σε λίγο, έξω, θα ζωντανέψει η νύχτα. Το σπίτι σου. Η συντροφιά σου. Κοίτα τουλάχιστον αυτή τη φορά να είσαι εκεί με την καρδιά σου. Μην αντιστέκεσαι. Άφησέ την να σε αγκαλιάσει και να σε παρηγορήσει. Κάνει κρύο κι η μοναξιά δεν αντέχεται.
- Θα την αφήσω. Αλλά θα προσέχω. Κι απόψε λίγα είναι αυτά που ζητάω.
- Λίγα, μα δύσκολα.
- Γειά σου γιατρέ. Καληνύχτα.
- Καληνύχτα κι απόψε.

Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007

Όνειρα (ΙΙ) - Ο Χειμώνας της ανάγκης

- Θυμάσαι που χιόνιζε στο βουνό; με ρώτησες
- Θυμάμαι. Και που χιόνιζε και που έβρεχε. Θυμάμαι και τα μεσημέρια, και τα απογεύματα και τα δειλινά και τις νύχτες και τα ξημερώματα. Θυμάμαι την ησυχία, όταν το "σ' αγαπώ" δεν ακουγόταν και έμενε το παράπονο κι η απορία. Μήπως ξεχάστηκε τόσο εύκολα; Μήπως δεν ήταν πια εδώ;
Θυμάμαι τα δάκρυά σου που ποτέ δεν είδα, κάθε φορά που έκλεινα την πόρτα πίσω μου τα ξημερώματα και γυρνούσα στο πουθενά. Θυμάμαι την έρημο της ζωής μου, χαμένος εκεί μέσα χωρίς πυξίδα και ελπίδα.
Φυσούσε μανιασμένα ο υγρός αέρας και έκανε τα πόδια σου να πονάνε. Περπατούσες όμως με το κεφάλι ψηλά και ανίχνευες με την καρδιά το δρόμο. Όμως το μυαλό σου δεν το άφησες ούτε μια μέρα σε αργία. Το είχες πάντα εκεί κοντά, να σε κατηγορεί και να σε δένει. Άφηνε την αγάπη σου να φτάσει στα μάτια, στα χείλια, στο κορμί σου, αλλά ποτέ στα λόγια σου. Αυτά ήταν μετρημένα και δύσκολα. Βρισιές και ειρωνίες. Ζήλιες και ανοησίες.
Κοίταξα το χάρτη μου και ανακάλυψα πως τον κρατούσα ανάποδα. Τόσος αγώνας για μια λάθος διαδρομή. Ήταν από χρόνια χαραγμένος μέσα μου ο δρόμος. Τα έσκισα όλα, ξεκούμπωσα τα ρούχα μου να με χτυπάει το κρύο κι η βροχή στο στήθος και ακολούθησα τα χνάρια που ποτέ δεν άφησες γιατί φοβόσουν να ανακατέψεις το χώμα.
Γιατί στη μνήμη μου να είναι μόνο οι συννεφιές και τα κρύα; Γιατί δεν έζησα στον ήλιο και τη ζεστασιά; Μάλλον, γιατί τις καλές μέρες, κανείς δεν έχει ανάγκη κανέναν. Είναι ο χειμώνας και το κρύο που φέρνει στην επιφάνεια την έλλειψη και το κενό. Είναι ο ήχος της βροχής που μου θυμίζει τη ζεστασιά και την παρουσία σου.
Και είναι ο ήχος της σιωπής που τώρα αμείλικτος με συντροφεύει.
Είναι δύσκολα εδώ έξω. Και άβολα και κρύα. Είναι όμως ελεύθερα. Και ξέρω πως όσο αναπνέω και περπατώ, θα είσαι το όνειρο που αναζητάω. Η όαση στην έρημο που ξέμεινα.
Τα θυμάμαι όλα. Μην ανησυχείς. Θυμάμαι που χιόνιζε στο βουνό. Γι αυτό και τώρα είμαι ακόμα εδώ. Κι οι εποχές θα περάσουν και ο άνεμος θα κοπάσει. Κι ο χαραγμένος δρόμος θα είναι εκεί να τον βαδίσω.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2007

Όλες οι νύχτες

- Ξενυχτάς;
- Ξημερώνω.
- Τι βλέπεις;
- Δυο μάτια αγαπημένα, γεμάτα δάκρυα.
- Τι αισθάνεσαι;
- Την αγκαλιά της. Είμαι κρυμένος εκεί μέσα. Την σφίγγω να της πω πως χάνομαι. Με σφίγγει να μου πει κουράγιο.
- Τι ακούς;
- Την καρδιά της να χτυπάει στο στήθος της. Επιτέλους, ένας ήχος για να καλύψει την τρέλλα μου. Αφήνομαι. Είναι το αρχέγονο ρολόι της αγάπης και της συμπόνοιας αυτό.
- Τι μυρίζεις;
- Τη ζωή μου όλη, χαμένη σ' ένα λακάκι του λαιμού της.
- Τι γεύεσαι;
- Φιλάω τα ακροδάχτυλά της. Τα ακουμπάω στις πληγές μου για να δει πως είναι αληθινές.
.
- Κοίτα. Κοίτα ψηλά.
- Ένα φεγγάρι. Πεντακάθαρο. Πάει για ύπνο κι έχει συντροφιά το αστέρι του. Το πρώτο της νύχτας. Το τελευταίο της αυγής.
.
- Τι λες;
- Όλα τ' αστέρια του ουρανού, δεν φτιάχνουν το δικό της βλέμμα.
Κι όλη η αύρα της θάλασσας δεν φτιάχνει το άρωμά της.
Κι όλες οι νύχτες του κόσμου φωνάζουν τ' όνομά της.

Και τώρα;

- Και τώρα γιατρέ;
- Τι τώρα;
- Τι κάνω; Πως συνεχίζω να ζω;
- Μέρα τη μέρα. Βήμα το βήμα. Ανάσα την ανάσα. Δεν γίνεται αλλοιώς.
.
- Πονάω. Πεθαίνω. Βλέπω όνειρα τρομακτικά και αγωνιώδη.
- Μα πάντα τα είχες αυτά. Απλώς είχες και μια ψευδαίσθηση ότι με κάποιον τα μοιραζόσουν.
.
- Την αγαπάω..για πάντα. Αυτή όμως είπε πως δεν είναι ερωτευμένη.
- Δεν αλλάζει η αλήθεια των όσων είπες. Ο χρόνος παίζει το ρόλο του. Ο έρωτας αλλάζει. Η αγάπη ποτέ.
.
- Θα μείνεις εσύ τουλάχιστον; Θα έχω κάποιον να τα λέω;
- Εγώ θα έλεγα να συνεχίσεις να μιλάς. Μη σταματάς μέχρι να ανοίξεις τα μάτια σου και να μην είμαι πια εγώ εδώ αλλά κάποιο άλλο πρόσωπο. Κάποιο που να αγαπάς. Να μην είναι μόνο για κουβέντα. Να σε θέλει γι αυτό που είσαι και που ξέρει ότι μπορείς να γίνεις.
- Αυτή γιατρέ;
- Αυτή λοιπόν.
- Καληνύχτα.
- Καλημέρα να λες.
.
- Καληνύχτα νύχτα μου, καλημέρα ζωή μου. Άπειρο το σημάδι σου. Δε σβήνει ποτέ. Δεν πιάνεται ποτέ και δε χωράει πουθενά. Τραυματίστηκα προσπαθώντας να σε καταλάβω. Σε περιμένω τώρα να με γιατρέψεις.

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007

Δεν έχω άλλο

- Να το πω;
- Ποιό; το συγνώμη;
- Ξέρω γω; Φαντάσματα έχουμε γίνει.
- Δε βαριέσαι. Διάβαζα κάτι καλό και είχα ξεχαστεί. Ξημερώνει Κυριακή ε;
- Ξημερώνει γιατρέ;
- Δεν σου άνοιξα την πόρτα; Γιατί γκρινιάζεις τώρα;... Τζιν έπινες κι απόψε;
- Ναι..νομίζω πως όλη μου η ζωή έχει αυτή την γλυκόπικρη γεύση. Φαρμάκι και φάρμακο.
- Δε σε πειράζει τόση θύμηση πια; Γιατί την προκαλείς με τόσο θράσος; Θα τσακιστείς στο τέλος και δε θα μείνει τίποτα όρθιο μέσα σου.
- Απόψε δεν είχε η νύχτα τη μυρωδιά της. Σα να κρύφτηκε για να ξεκουραστεί μου φάνηκε. Πόσο αντέχει ο άνθρωπος χωρίς φαγητό γιατρέ;
- Ξέρω γω; Βδομάδες;
- Χωρίς νερό;
- Μέρες;
- Χωρίς αέρα;
- Ούτε λεπτό.
- Έτσι ήταν σου λέω. Δεν είχε αέρα να ανασάνω. Δεν είχε τίποτα.
- Είχε. Αυτό το κάψιμο στο στομάχι, τον καπνό στα ρουθούνια και το θόρυβο στ' αυτιά. Κι αυτή την κούραση που σε παλεύει ασταμάτητα.
- Δεν έχω άλλο γιατρέ. Τέλος γι απόψε.
- Γι απόψε δεν έχεις. Είναι αλήθεια. Θα ανοίξω όμως τώρα το παράθυρο, για να χαζέψουμε μαζί την ανατολή.
- Κι άλλη καλημέρα;
- Καλημέρα λοιπόν.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007

Τι άλλαξε;

- Γιατρέ, νομίζω πως πρέπει να αλλάξεις κινητό.
- Μα αφού με πήρες στο σταθερό.
- Ακριβώς. Γιατί δεν μπορούσα να θυμηθώ το κινητό σου.
- NOKIA είναι...νομίζω.
- Α...καλά...να σε πάρω αργότερα;
- Όχι αργότερα. Θα σου έχει κοπεί η έμπνευση και μετά θα μου κλαίγεσαι. Για λέγε.
- Τι να πω;
- Γιατί πήρες;
- Α...ναι... πρέπει κάτι να πω τώρα...
Να μωρέ..σκεφτόμουν τις προάλλες... τη νύχτα την περίεργη...
- Μια νύχτα ήταν. Ακόμα τη σκέφτεσαι;
- Ξεχνιέται ποτέ γιατρέ;
- Βρε τη νύχτα λέω...όχι τη γυναίκα. Αυτή σου έχει γίνει δεύτερη ψυχή. Τι δεύτερη δηλαδή... Κλαίει αυτή και δακρύζεις εσύ από αντανακλαστικό.. Έχω αρχίσει να φοβάμαι σου λέω.
- Γιατρέ δεν είναι αστείο. Αισθάνομαι την ανάσα της πάνω από την πόλη. Την κούρασή της από τη δουλειά. Την ανακούφισή της όταν ξαπλώνει. Την αγωνία της όταν την στενοχωρούν. Δεν αντέχεται άλλο.
- Φίλε μου κάπως το λένε αυτό... Αγάπη νομίζω;
- Γιατρέ πονάει πολύ όμως..Δεν υπάρχει κάτι πιο ελαφρύ;
- Αφού εσύ είσαι βαρύ περιστατικό. Πως να σε ελαφρύνω; Δεν βγαίνει η ψυχή με εγχείρηση ξέρεις.
- Καλά θα ήταν.
.
.
- Η νύχτα;
- Η νύχτα γιατρέ... η ξελογιάστρα και η τρελλή.
- Τι άλλο έκανες; Θα πεις;
- Έζησα. Επιβίωσα. Δε φοβήθηκα το ξημέρωμα. Και δεν έτρεξα να ξεφύγω από τον εαυτό μου.
- Ναι...άσε με να λογαριάσω... Τράκαρες για να διαβάσεις ένα μήνυμα, κόντεψες να σκοτώσεις άνθρωπο, ήπιες σαν κροκόδειλος,... την είδες και την κοπάνησες σαν λαγός... Πως το είπες αυτό για το τρέξιμο;
- Τι ήθελα και σε πήρα; Δεν καθόμουν στα αυγά μου...
- Αυγά;..Ωραία ιδέα.. Μήπως να φτιάξω μια ομελλέτα;
- Κερνάς;
- Άντε...σε περιμένω.
.
.
- Γιατρέ μαγειρεύεις υπέροχα.
- Άσε τα ψόφια. Η φιλενάδα μου την έφτιαξε πριν φύγει και μας αφήσει στην παράνοιά μας.
.
.
- Περπατήσαμε. Μεγάλη παρέα. Πλάκα, γέλιο πολύ. Χαζέψαμε μια βιτρίνα με απίστευτες γραβάτες. Κακόγουστες. Ξεχασμένες από άλλη εποχή. Το οινόπνευμα τους έκανε όλους χαρούμενους και οξυδερκείς.
- Όλους...εκτός από σένα φαντάζομαι.
- Είναι κακό να είμαι αλλού;
- Εκεί ήσουν μωρέ. Μην κατηγορείς συνέχεια τον εαυτό σου. Απλώς τα βήματα αυτά, σου είναι τόσο οικεία. Είχες την αμηχανία κάποιου που επιστρέφει σπίτι του μετά από χρόνια. Ανησυχεί τι θα αντικρύσει, ξαφνιάζεται ευχάριστα που όλα φαίνονται τόσο ίδια καθώς πλησιάζει, αλλά στενοχωριέται ταυτόχρονα που τίποτα δεν έχει αλλάξει.
- Η νύχτα είναι το σπίτι μου...
- Όχι η νύχτα. Οι σκέψεις που κάνεις όταν σε αγκαλιάζει. Όλα είναι μέσα στο μυαλό σου.
- Κι η αγκαλιά της μια νύχτα είναι γιατρέ.
Από τις πιο μαγικές κι ονειρεμένες...
Μια νύχτα αξημέρωτη
Νύχτα που εσύ όλα τα ξέρεις...
- Ξύπνα ποιητή.. Περπάτησε λίγο ακόμα και πες μου τι βλέπεις.
- Βλέπω ταξί παρκαρισμένα.
Μισοφωτισμένα μαγαζιά με ταλαιπωρημένους από την κούραση θαμώνες.
.
Βλέπω τα μάτια της να γελάνε αλλά όχι πια για μένα.
.
Βλέπω βρωμιές και κάτουρα στο πλακόστρωτο.
Βλέπω μια κοπελίτσα που την μαλλιοτραβάει ο νταβατζής της και είμαι πολύ κότα για να κάνω το ό,τιδήποτε.
Βλέπω τις κυριλέ γκόμενες να καταβροχθίζουν με περισσή χάρη βρώμικα κεμπάπ.
Ένας σκύλος κοιμάται δίπλα σ' έναν άστεγο κι οι σκουπιδιάρηδες έχουν μόλις πιάσει δουλειά στις λεωφόρους.
.
Βλέπω τα μάτια της δακρυσμένα μόνο για μένα.
.
Βλέπω περιπτεράδες που έχουν μαζέψει τα πρωινά περιοδικά και έχουν απλώσει παράνομες βιντεοταινίες για τους περαστικούς της νύχτας. Χαζεύω εξώφυλλα. Μαύρες θεές αγκαλιασμένες με ζώα και αγοράκια που έχουν στο στόμα τους θεόρατα πέη.
Βλέπω τα αληθινά αγοράκια που κάνουν πιάτσα για τους έκφυλους.
Βλέπω αστυνομία να απειλεί και να προπηλακίζει.
Βλέπω δυό ξεχασμένους γέρους να ψάχνουν για ταξί.
.
Ακούω τα βήματά της στην ανηφόρα.
.
Ακούω κορναρίσματα, βρισιές, παράξενες διαλέκτους και το στομάχι μου να γουργουρίζει.
Βλέπω ένα τσούρμο καλοντυμένους και καλοντυμένες να περιφέρονται και αντιλαμβάνομαι πως είναι η παρέα μου.
Χαμπάρι μη μας πάρουν νύχτα μου.
Καιρός να την κάνω.
.
Δεν έβρισκα την κλειδαριά από το πιώμα, αλλά την άκουσα που ανάσαινε ήρεμα καθώς αποκοιμήθηκε.
.
Βρήκε το δρόμο μόνο του το αυτοκίνητο.
Δεν κατάλαβα ποτέ όμως, γιατί διάλεξε τον κύκλο κάτω από το σπίτι της.
Πόσο ύψος έχουν πέντε όροφοι γιατρέ;
Τόσο κοντά της ξαναβρέθηκα τη νύχτα εκείνη, αλλά πάτησα γκάζι κι εξαφανίστηκα πάλι.
Ο έρωτας αυτής της νύχτας δεν αντέχεται γιατρέ.
- Να 'ξερες τώρα πόσα μου θύμισες.
- Ας μην πούμε καλημέρα αυτή τη φορά. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα το αντέξω πάλι.
- Μια τελευταία ερώτηση έχω μόνο. Τι κάνει τώρα;
- Κλαίει στο μαξιλάρι της και με ξεχνάει. Κάθε λεπτό που περνάει, ακόμα περισσότερο.
- Το νούμερο μου το έχεις. Ξέρεις ότι όλη νύχτα θα είμαι εδώ.
- Καληνύχτα γιατρέ.

Λαθος συγχρονισμός

- Έλα ρε δόκτωρ. Μας κοροϊδεύεις; Ξέρω ότι σε πρήζω μερικές φορές, αλλά να σκηνοθετήσεις και ολόκληρο ταξίδι για να σταματήσω να σε παίρνω;
- Άσε το δούλεμα σε παρακαλώ. Έχασα την πτήση μου.
- Μα πως γίνεται αυτό; Εσύ ξύπνησες άγρια χαράματα.
- Δε λέω. Η ώρα σωστή ήταν. Η μέρα όμως, δεν ήταν..
- Άργησες; Μια ολόκληρη μέρα; Σαν τη ζωή ένα πράγμα;
- Ακριβώς. Δεν γίνονται όλα στο χρόνο που τα θέλουμε. Δεν σου έχει τύχει π.χ. να ερωτευθείς μια γυναίκα κι αυτή να κοιτάζει αλλού;
- Καταλαβαίνω γιατρέ.. Λάθος συγχρονισμός.
- Εσύ τελικά θα γίνεις καλύτερος από μένα μου φαίνεται.
- Μπα..ακόμα σουρωμένος είμαι. Και νομίζω πως θα καταρρεύσω σε λίγο. Τόσες ώρες ξύπνιος..
- Άντε καλή ξεκούραση. Καληνύχτα.
- Καλημέρα να λες.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007

Τόσο κοντά και τόσο μακριά.

- Εμπρός;
- Έλα γιατρέ..δεν σε ξύπνησα ε;
- Τι να σου πω τώρα; Εσύ έχεις ξεφύγει πια.
- Έλα μωρέ. Μην κάνεις έτσι. Θυμήθηκα που έφευγες ταξίδι και φαντάστηκα ότι όπου να'ναι θα ξεκινάς για αεροδρόμιο. Κι είπα να πάρω.
- Ναι, αλλά εγώ θυμήθηκα πως άυριο είναι η πρώτη σου μέρα στην καινούρια σου δουλειά. Κι η ώρα είναι χαράματα κι εσύ μου ακούγεσαι και πιωμένος.
- Δε βαριέσαι. Αφού έφτασα σπίτι, αυτά παραγράφονται.
- Μέχρι την επόμενη φαντάζομαι, ε; Τέλος πάντων. Για λέγε..
- Κενό γιατρέ. Μεγάλο, άχρωμο και επώδυνο.
- Μιλήσατε;
- Α, ναι. Απλώς θα πρέπει μάλλον να καταλάβω ότι κάτι τέτοιο δεν σημαίνει τίποτα απολύτως πια.
- Λεπτομέρειες;
- Δεν έχουν και πολλή σημασία. Ας πούμε γενικά ότι κάτι που κανονίζαμε τσάκισε λόγω δουλειάς,...αλλά ως δια μαγείας, μέσα σε μισή ώρα είχε βρεθεί κάτι άλλο πιο εύκαιρο και ευχάριστο.
- Δεν χάθηκε κι ο κόσμος.
- Άλλα πράγματα χαθήκανε αλλά ποιός μετράει πια;
- Και;
- Και η νύχτα ήταν ακόμα πολύ φρέσκια και κάπου με περίμεναν και μένα. Αλλά σχεδόν ποτέ δεν είναι η ζωή όπως τη φαντάζεσαι. Έτσι δεν είναι;
- Ειδικά άμα φαντάζεσαι παράξενα και σπάνια πράγματα.
- Η νύχτα φρέσκια και το μυαλό μου ταξίδευε. Κάποια στιγμή, ήρθε ένα μήνυμα. Δεν το περίμενα γιατί δεν χρειάζονται πια μηνύματα για να καταλάβω. Παρ' όλα αυτά, και ενώ οδηγούσα, έπιασα το κινητό. Η δύναμη της συνήθειας, βλέπεις. Και καθώς έσκυψα για να διαβάσω την οθόνη, τράκαρα. Έτσι απλά. Σχεδόν για την ίδια αιτία που έχω χτυπήσει και τις τρείς τελευταίες φορές. Απροσεξία λόγω κινητού.
- Καλός πελάτης του ΚΟΚ θα ήσουν αν σε πιάνανε ποτέ.
- Ναι. Και των φαναρτζήδων, επίσης.
- Χτύπησε κανείς;
- Ναι...το κεφάλι μου στον τοίχο όταν τελείωσε η ανταλλαγή στοιχείων. Ευτυχώς ο παππούς πάνω στη βέσπα τη γλυτωσε πολύ φθηνά.
- Συμπέρασμα;
- Δεν ξέρω ακόμα. Το παλεύω από την ώρα που έγινε μέχρι τώρα. Σκεφτόμουν ένα σωρό ηλίθια "γιατί" και "πως", όπως ηλίθια είναι τα "γιατί" και τα "πως" όταν σε αφορούν, αλλά εσύ κοιτάς αλλού και δεν βλέπεις την αλήθεια.
- Τι βλέπεις λοιπόν;
- Τίποτα. Κενό. Απέραντο και άχρωμο.
- Εκνευρίζεσαι;
- Ναι. Ξέρεις, η πόλη τελικά είναι πολύ μικρή και αφού κι οι δυό βρεθήκαμε στο κέντρο, το έφερε η τύχη να την δω κιόλας.
- Με παρέα;
- Δεν έδωσα σημασία ξέρεις. Σκέφτηκα την πιθανή αμηχανία μιας συνάντησης και έκανα μεταβολή. Έτσι κι αλλοιώς αλλού πήγαινα. Απλώς είπα να ηρεμήσω λιγάκι από το τρακάρισμα και έκανα ένα περίπατο. Χάζευα μαγαζιά.
Ξαφνικά βρεθήκαμε τόσο κοντά και τόσο μακριά...
- Εσύ τουλάχιστον; Πέρασες καλα;
- Καλύτερα απ' ό,τι φανταζόμουν. Ωραίος κόσμος. Καινούριος. Με καλή συμπεριφορά και ενδιαφέρον.
- Τι αποκόμισες;
- Δύο τηλέφωνα και μια υπόσχεση.
- Μεγάλε...δεν χάνεις βλέπω τον χρόνο σου.
- Αντιθέτως..ο χρόνος μου είναι ήδη χαμένος. Μάλλον όμως θα έδειχνα ενδιαφέρων με το προβληματισμένο βλέμμα μου και το γεμάτο ποτήρι στο χέρι. Καλή περίπτωση για ψάξιμο.
- Και ψάχτηκες;
- Ναι. Όταν σταμάτησε να εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μου ο παππούς ξάπλα με τη βέσπα από πάνω του, πήρα τα πάνω μου.Ίσως βέβαια βοήθησαν κι οι βοτκίτσες που είχα κατεβάσει.
- Ακου με λίγο. Φεύγω τώρα. Δεν ξέρω πόσο θα λείψω. Τηλέφωνο έχεις. Θυμήσου μόνο σε παρακαλώ τη διαφορά ώρας και μην παίρνεις όποτε να' ναι.
- Στο καλό. Δε θα σε ενοχλήσω.
- Μην υπόσχεσαι σε μένα. Στον εαυτό σου κοίτα τι χρωστάς και ξεκίνα να πληρώνεις. Των υπολοίπων τα θέματα δεν σου ανήκουν για να τα λύσεις. Όσο τρακαράς και βγαίνεις ζωντανός, αυτό να θυμάσαι. Οι στραβοτιμονιές είναι πολύ εύκολες να γίνουν αλλά αδύνατον να σβήσουν.
- Καλό ταξίδι γιατρέ.
- Καλημέρα.