Τρίτη, Νοεμβρίου 13, 2007

"Παιδιά" χωρίς όνομα (Μη με αγγίζεις)

- Που λες γιατρέ, είχε ξημερώσει Κυριακή. Ο ήλιος έλαμπε ασυνήθιστα. Ήταν μια πανέμορφη χειμωνιάτικη μέρα, από αυτές όμως που πάντα με μελαγχολούν λιγάκι.
- Γιατί;
- Γιατί βλέπω τον ήλιο και σκέφτομαι, τι ωραία που θα ήταν να βρίσκομαι κάπου στην εξοχή να την χαίρομαι. Να έχω καλούς φίλους για παρέα. Να πιούμε ξένοιαστοι αυτόν τον περιβόητο "καφέ" για τον οποίο όλοι ξεκινάνε, αλλά ελάχιστοι τον βρίσκουν πραγματικά.
- Και που είναι η μελαγχολία;
- Στο ότι πάντα έχω κάτι άλλο να κάνω. Ή πάντα υπάρχει ένα "πρέπει" πιο ισχυρό από την αγνή μου επιθυμία να την κοπανήσω και να εξαφανιστώ. Ή ακόμα κι όταν μπορώ να φύγω, δεν υπάρχουν φίλοι διαθέσιμοι.
- Αυτή την Κυριακή τί από τα τρία έγινε;
- Τίποτα! Στην αρχή βέβαια δεν υπήρχαν οι φίλοι, αλλά μου άρεσε τόσο πολύ η ιδέα ότι μπορούσα να πραγματοποιήσω έστω και μόνος μου την απόδρασή μου, που δε με ένοιαζε και πολύ. Ετοιμάστηκα λοιπόν, και πάνω που άνοιξα την πόρτα, χτύπησε το τηλέφωνο. Έκπληξη μεγάλη. Η εικόνα συμπληρωνόταν ιδανικά. Οι φίλοι που σου έλεγα, εμφανίστηκαν ως δια μαγείας και είχαν και την ίδια σκέψη με μένα. Καφέ εξοχικό, να χαζεύουμε τον ήλιο και να χαλαρώσουμε. Για όσο κρατήσει το φώς. Μετά φαγητό ή ό,τι προκύψει.
- Μια χαρά δηλαδή.
- Όντως. Έτσι και ξεκίνησα. Δώσαμε ραντεβού κατευθείαν στην εξοχή. Βουνό. Πανέμορφο τοπίο. Ηρεμία. Έφτασα όλος χαρά. Είχα αποφασίσει να μην αφήσω τίποτα να μου χαλάσει τη διάθεση. Η οποία διαθέση μάλιστα ανέβηκε και κατακόρυφα όταν είδα και τον καινούριο κόσμο που θα γνώριζα. Μια χαρά παιδιά ήταν όλοι τους.
- Ωραία ακούγεται.
- Για την ακρίβεια, μες την τρελλή χαρά ήταν όλοι τους. Εγώ γνώριζα μόνο δύο από τους δέκα που είχαν μαζευτεί. Μωρέ μπράβο ο κυριακάτικος καφές, σκέφτηκα. Πολλή πέραση έχει.
- Και;
- Στην αρχή, λόγω αμηχανίας ήμουν επιφυλακτικός. Τυπικές κουβέντες. Σιγά, σιγά που ο πάγος έσπασε, άρχισα να παρακολουθώ κι εγώ με άλλο ενδιαφέρον τα γεγονότα.
- Πω πω..σαν ριάλιτι το κάνεις και ακούγεται.
- Ναι ε; Και σκέψου ότι ακόμα δεν με είχαν πιάσει τα "περίεργα" μου. Μην στα πολυλογώ, το πρώτο πράγμα που παρατήρησα στα παιδιά αυτά, ήταν ότι ενώ επέλεξαν την έξοδο στη φύση, ήταν όλοι και όλες ντυμένοι σαν αστακοί. Ορειβατικά μποτάκια, χοντρές κάλτσες, μπουφάν, αντιανεμικά, σκουφιά, γάντια... Δηλαδή, όλη τους η εμφάνιση κραύγαζε: "Εγώ είμαι παιδί της πόλης. Η φύση είναι κι αυτή για κατανάλωση. Σιγά μην την αφήσω να με αγγίξει κιόλας".
- Λοιπόν;
- Λοιπόν, νομίζω πως αν δεν έπρεπε να αναπνέουν και συνεπώς να πρέπει να αφήσουν τις μύτες τους ακάλυπτες και εκτεθειμένες στον χειμωνιάτικο αέρα, θα φορούσαν και μάσκες για προστασία.
- Εικόνες;
- Πολλές. Κωμικοτραγικές. Σκύβει ο μπούλης να κόψει ένα λουλούδι για την καλή του, αλλά με τα χοντρά γάντια που φορούσε το έκανε κιμά. Σκύβω κι εγώ, το κόβω και της το προσφέρω. Γυρνάει αυτή η έξυπνη και του λέει του ανθοσυλλέκτη: "Είδες; Έτσι μαζεύουν τα λουλούδια" και απαντάει ο φυσιολάτρης: "Σιγά. Κοίτα τη μαυρίλα στο χέρι του. χα χα χα"
- Ετοιμόλογος έ;
- Ναι. Και παρατηρητικός. Τη μαυρίλα στο χέρι μου την είδε. Το ότι η δικιά του όλο το υπόλοιπο απόγευμα με τρέλλανε στα υπονοούμενα και τις ματιές, δεν το πρόσεξε. Μάλλον ο σκούφος στο κεφάλι, του είχε καλύψει και το μυαλό.
- Μάλλον. Μετά;
- Μετά ήρθε η ώρα για τον καφέ που λέγαμε. Αντί να ψάξουμε για κάτι στην εξοχή, έπρεπε να κατηφορίσουμε σε κυριλέ οργανωμένο μαγαζί. Χωρίς καπουτσίνο δεν υπάρχει ζωή σ' αυτόν τον πλανήτη. Α..και σοκολάτα κάστανο, μην ξεχνιόμαστε.
- Μήπως εννοείς φουντούκι;
- Ναι μωρέ...στα ξηροκάρπια θα τα χαλάσουμε τώρα;
- Λόγια;
- Πολλά..κενά..χωρίς στόχο.. ένα πράγμα στον αέρα γενικώς. Οι κοπέλλες νευρωτικές και αγχωμένες. Μιλούσαν μόνο για δουλειά αλλά ανησυχούσαν κιόλας που δεν βρίσκουν άντρες. Οι άντρες πάλι μιλούσαν μόνο για γκόμενες αλλά παραδόξως ούτε αυτοί έβρισκαν ταίρι. Το πιο αστείο βέβαια στην όλη υπόθεση, είναι ότι καθώς φανερώνονταν οι συσχετισμοί, ανακάλυπτα ότι λίγο πολύ, όλοι τους τα είχαν με κάποιον άλλον από την παρέα στο παρελθόν. Όλοι και όλες τους ήταν "πρώην" για κάποιον άλλον. Μόνο εγώ πρέπει να αποτελούσα εξαίρεση. Τώρα θα μου πεις τι έκαναν όλοι αυτοί οι "πρώην" μαζί, δεν μπορούσα να το καταλάβω. Μήπως προσπαθούσαν να "ξαναμοιράσουν" την τράπουλα; Πάρε εσύ το ρήγα και δως μου τον βαλέ;
- Μήπως αισθάνονταν πιο ασφαλείς ανάμεσα σε γνωστά πρόσωπα και ήδη διαμορφωμένες καταστάσεις;
- Μήπως όμως γιατρέ, ήταν απλώς όλοι τους ένα μάτσο βλαμμένα, που βασιζόμενοι στο "ας μείνουμε φίλοι", φοβόντουσαν να κοιτάξουν παρά πέρα να δουν μήπως η ζωή τους επιφυλάσσει καμιά πιο σοβαρή έκπληξη;
- Και οι εκπλήξεις όπως ξέρεις, δεν είναι πάντα ευχάριστες.
- Τι να πω;..Αυτοί οι "μη με αγγίζεις" άνθρωποι, μιλούσαν συνέχεια για ακίνδυνα πράγματα λες και τα υπόλοιπα δεν υπήρχαν.
- Έλα μωρέ. Κυριακή απόγευμα ήταν. Δεν θα λύνατε και το κυπριακό.
- Σωστά. Άλλωστε ο "καφές" δεν γίνεται να τελειώσει μέσα σε μια Κυριακή.
- Καλά μου τα είπες. Δεν ανέφερες όμως κανένα όνομα.
- Δε βαριέσαι γιατρέ. Έτσι θα τους λέω πάντα. "Τα παιδιά". Βγήκα με τα "παιδιά". Είδα τα "παιδιά". Πήγα για καφέ με "τα παιδιά". Είναι "τα παιδιά" χωρίς όνομα αυτά.
- Κι ο "καφές"; Ήταν καλός τουλάχιστον;
- Δε βαριέσαι γιατρέ. Δε θα λύσουμε και το κυπριακό κιόλας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: