Τετάρτη, Δεκεμβρίου 26, 2007

Θυμάσαι;

- Καλημέρα γιατρέ.
- Είναι;
- Ξέρω γω; έτσι δεν λένε όταν είναι πρωί;
- Μεσημέρι είναι, αλλά τέλος πάντων.
- Σωστά. Τέλος των πάντων.
- Νομίζεις;
- Ναι. Νομίζω μόνο. Δεν ξέρω.
- Τι ξέρεις;
- Ξέρω ότι εγώ συλλέγω και ταξινομώ τις πολύτιμες στιγμές της ζωής μου και κάποιος άλλος κάθε βράδυ τις διαγράφει με επιμέλεια.
- Ο καθένας κρατάει όσα μπορεί να αντέξει.
- Ακριβώς. Τι κρίμα...

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2007

Γλυκά για σένα - Γλυκό για μένα

- Χθες βράδυ, εκεί που καθόμουν και μετρούσα τις ώρες, ξαφνικά αισθάνθηκα την ανάγκη να φάω κάτι γλυκό.
- Καλή ιδέα. Εμένα μου έφερες τίποτα;
- Μπα..δεν είχα και πολλά γιατρέ. Μόνο ένα. Ένα και μοναδικό.
- Το λες σα να είχε ιδιαίτερη αξία.
- Είχε. Μου το έφερε την πρώτη φορά που με επισκέφθηκε. Το έβγαλε από την τσέπη της και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
- Δεν το μοιραστήκατε;
- Δεν ήθελε.
- Τουλάχιστον εσύ το απόλαυσες;
- Σαν γλυκό ναι. Σαν ανάμνηση δεν είμαι σίγουρος.
- Ανάμνηση;
- Ναι...ξέρεις όταν την πρωτογνώρισα και αισθάνθηκα κάτι περισσότερο γι αυτήν, μέσα μου είχα μια αγωνία. Ήταν τόσο όμορφη, γλυκιά και περιζήτητη. Όλοι την κοιτούσαν. Και της μιλούσαν και την πολιορκούσαν. Για μένα όμως δεν υπήρχε αφορμή να την πλησιάσω. Έτσι σκέφτηκα ότι αυτή την αφορμή έπρεπε να την φτιάξω μόνος μου. Και μου ήρθε πολύ απλά η ιδέα. Γλυκά...θα της πρόσφερα γλυκά που ήξερα ότι της άρεσαν. Όχι μόνο γι αυτήν βέβαια αλλά και για τις φίλες της. Για να μην φανεί αμέσως τι σκεφτόμουν..
- Σύμβολο λοιπόν το συγκεκριμένο γλύκισμα.
- Παντοτινό κι αξέχαστο. Αυτό ήταν η αρχή για όλα, κι ας φαίνεται λιγάκι αστείο τώρα που το θυμάμαι.
- Και τώρα;
- Τώρα έγινε κι αυτό κάτι λυπητερό. Ένα αφημένο γλύκισμα πάνω στο τραπέζι. Ένα ακόμα ίχνος από το πέρασμά της.
- Ναι αλλά σου άφησε κάτι.
- Ναι...μια γλυκιά γεύση στο στόμα κι ένα άδειο περιτύλιγμα στο χέρι.
- Ξέχνα το περιτύλιγμα ανόητε και απόλαυσέ τη γεύση. Νοιώσε την που σε πλημμυρίζει. Έτσι κι αλλοιώς απ' όλα τα πράγματα και τους ανθρώπους, μόνο η ουσία μένει στο τέλος.
- Γλυκιά ουσία λοιπόν.. όμορφη και γλυκιά.. σαν αυθόρμητο χαμόγελο..

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 17, 2007

Σε βλέπω

- Δεν μιλάς πια γιατρέ;
- Τι να σου πω;
- Δεν ξέρω πια. Ο,τιδήποτε όμως κι αν ακούσω μια τέτοια παγωμένη νύχτα, νομίζω πως θα μου αλλάξει τη διάθεση.
- Και δεν σου φτάνει τόση μαυρίλα; Θέλεις ακόμα περισσότερη;
- Δηλαδή θα με στενοχωρήσεις κι εσύ;
- Είναι μέρος του τελετουργικού μας κι αυτό. Πρώτα σε "ρίχνω" και μετά που το σκέφτεσαι, καταλαβαίνεις ότι εφ' όσον υπάρχουν και χειρότερα, είσαι καλύτερα απ' όσο νομίζεις.
- Δοκίμασέ με λοιπόν κι απόψε.
- Σε βλέπω...
- Φυσικά..
- Σε βλέπω να χάνεσαι... Βλέπω τη νύχτα να σε τυλίγει όλο και πιο βαθειά στην αγκαλιά της. Το φως κι η λογική έχουν γίνει εχθροί σου. Κοιτάς με αγωνία τις αποβάθρες των σταθμών αναζητώντας πρόσωπα ξεχασμένα και βρώμικα. Οδηγείς με μάτια θολωμένα. Δεν τρως και δεν κοιμάσαι.
- Υπάρχω όμως ακόμα. Αυτή είναι η σφραγίδα μου.
- Σε βλέπω να διαβάζεις ποιήματα και γράμματα στο φως ενός κεριού που τρεμοσβήνει. Φυσάει ο βορριάς, κι εσύ αντί να κρύβεσαι, τον κοροϊδεύεις κι ανοίγεις κι άλλο το πουκάμισό σου. Σε βλέπω να χτυπάς και να αυτοτραυματίζεσαι. Δεν προσέχεις.
- Όχι πια...δεν προσέχω...
- Όλοι περιμένουν να ξημερώσει αλλά εσύ περιμένεις να νυχτώσει. Κρύβεις με κόπο το αγρίμι που κουβαλάς μέσα σου γιατί φοβάσαι πως αν αρχίσεις να ουρλιάζεις, τότε αυτά που θα ακούσεις δεν θα τα αντέξεις.
- Προς το παρόν μουρμουρίζω.
- Μουρμουρίζεις μελωδίες ακατάληπτες και λέξεις απόκοσμες. Πατάς τα κουμπιά ενός σβηστού τηλεκοντρόλ κι αναρωτιέσαι που έχει κρυφτεί η εικόνα. Κάνει κρύο εκεί έξω κι απόψε, αλλά εσύ είσαι ξύπνιος και μελετάς τα σημάδια.
- Μόνο όταν ησυχάζει η νύχτα κάνουν την εμφάνισή τους, γιατρέ. Μόνο τότε οι χαρακιές πονάνε και μένουν για πάντα στη θέση τους.
- Φύγε. Δε θέλω να σε βλέπω έτσι. Δεν το μπορώ. Δεν έχω τίποτα να ελπίζω πια από σένα. Είσαι μια δυσκολία που ακόμα κι εγώ δεν έχω τρόπο να την κοιτάξω στα μάτια.
- Μην υποτιμάς τον εαυτό σου γιατρέ. Σε λίγο που θα ξημερώσει, θα τρέξουν όλοι να κρυφτούν στο φως. Θα αφαιρέσουν το μακιγιάζ, θα πιουν καφέ για να διώξουν το αλκοόλ, θα ξυριστούν και θα πλυθούν, θα βγάλουν τα σκουλαρίκια και τα φανταχτερά κοσμήματα που τους κάνουν να αισθάνονται κάτι το διαφορετικό. Αυτοί θα φύγουν, αλλά εσύ κι εγώ θα είμαστε ακόμα εδώ.
- Σβήσε το φώς τότε γιατί μου πληγώνει τα μάτια η ψευτιά του. Άσε τη νύχτα στην ησυχία της και πιάσε εκείνο το τραγούδι που μιλάει για τη βροχή.
- Τη βροχή και την αγάπη. Τους δυό μεγάλους μου έρωτες.
- Ας είναι. Ας μην αφήσουμε κι αυτή τη στιγμή να δραπετεύσει. Ξεκίνα λοιπόν...

Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007

Ραγισμένη εικόνα

- Τι κοιτάζεις αυτή τη στιγμή;
- Μια ραγισμένη εικόνα.
- Και τι αισθάνεσαι;
- Φοβάμαι, γιατρέ.
- Γιατί;
- Γιατί της μοιάζει τόσο πολύ που μου κόβεται η ανάσα. Κι έχει κάτσει κι η άτιμη η χαρακιά του γυαλιού, σαν δάκρυ μέσα στα μάτια της.
- Αυτή τη συντροφιά διάλεξες γι απόψε;
- Αυτήν.
- Δεν είναι κι ό,τι καλύτερο πάντως. Πρόσεχε τώρα μέσα στη νύχτα που γυρνάς. Πρόσεχε.
- Αυτό το έχω υποσχεθεί αλλού, γιατρέ. Κι ας μην ακούν κουβέντα απ' όσα λέω.
- Μην ραγίσεις και το δικό σου εαυτό. Δεν υπάρχει φάρμακο για κάτι τέτοιο.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 08, 2007

Άρωμα

- Το άρωμά της γιατρέ. Με έχει σακατέψει.
- Ναι, αλλά το αντέχεις ακόμα, ε;
- Είναι ο λόγος μου. Είναι η θύμησή της όταν μου λύπει. Είναι η ύπαρξή της μέσα στο κενό που με τυλίγει, κάθε φορά που φεύγει.
- Δεν ξεθυμαίνει ποτέ; Δεν αλλάζει;
- Αλλάζει. Περνάει από τα ρούχα και την αγκαλιά μου, στο μέσα μέρος των χεριών μου, κοιμάται για λίγο στα ακροδάχτυλά μου. Κι όταν ο αέρας και το νερό το έχουν κυνηγήσει από πάνω μου, φωλιάζει στην ανάσα και τον ουρανίσκο μου. Η μυστική γεύση του κορμιού της. Η αναπνοή κι ο πόνος της μαζεμένα μέσα μου για πάντα.
- Ζει μέσα σου λοιπόν.
- Δε νομίζω ότι υπήρξε στιγμή που να έφυγε. Ούτε μια στιγμή.

Αλήθεια

- Τέτοια ώρα πάλι;
- Δεν έχει ώρες πια η μέρα μου, γιατρέ. Έχει λειώσει ο χρόνος και κυλάει ανάμεσα στις στιγμές που διαλέγω να ζω και να θυμάμαι.
- Κύλησε πολύς από τότε;
- Μια στιγμή, μια ζωή..
- Θυμάσαι ή προσμένεις τώρα;
- Την κοιτάζω. Βλέπω τα πάντα, αλλά κρατάω μόνο αυτά που μπορώ να αντέξω. Τα υπόλοιπα δεν υπάρχουν. Δεν έχουν γίνει ποτέ.
- Μίλα μου γι αυτήν. Πως είναι;
- Αγαπημένη όπως πάντα. Μια οπτασία εξωπραγματική και καθημερινή μαζί. Τα μαλλιά της χυτά στους ώμους της, κουβαλάνε όλες τις μυρωδιές του κόσμου. Ο λαιμός της λευκός. Και ταιριάζει τόσο πολύ στο χέρι μου όταν την χαϊδεύω. Το πρόσωπό της κουρασμένο αλλά αληθινό. Ανησυχεί πως έχει ασχημήνει, αλλά καθαρίζει αμέσως όταν τα μάτια της χαμογελάνε.
Αυτά τα μάτια. Αυτά που ποτέ της δεν πίστεψε πόσο τα λάτρεψα. Αμήχανη, έκανε πως δεν άκουγε τα τραγούδια που έγραψα γι αυτά. "Το φεγγάρι κι η νύχτα, στων ματιών σου τα χρώματα"
Το κορμί της διψασμένο και σκληρό μαζί. Γέρνει με φόβο πάνω μου, παραδίδεται και αποσύρεται.
Πόση αλήθεια μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος, γιατρέ; Γιατί κοιτάζει αλλού όταν καταλαβαίνει;
- Είναι δύσκολο το ταξίδι που έχεις διαλέξει να κάνεις.
- Και όμορφο μαζί. Γνωρίζει η αγάπη κούραση και αποστάσεις;
- Τα μετράει πάντα το ίδιο. Και μετά τα ξεχνάει αμέσως.
- Τώρα πως είσαι;
- Μάτια ματωμένα από τους καπνούς, αυτιά πονεμένα από το θόρυβο, στομάχι διαλυμένο, και πόνους παντού.
- Δεν είμαι εδώ για να σε νταντεύω ξέρεις.
- Ξέρω. Αλλά εσύ με ρώτησες πως είμαι.
- Τι θέλεις να μάθεις;
- Τα ξέρω όλα και τίποτα, γιατρέ. Αν ήξερα όμως την αλήθεια ίσως να ήταν λίγο καλύτερα.
- Την αλήθεια; Πόση αλήθεια μπορείς εσύ να αντέξεις;
- Όση χωράει σε μια στιγμή. Όση χωράει σε μια ζωή.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2007

Όνειρα (V) - Κύκλος

Το πλήθος όρθιο ζητωκραύγασε τη νίκη. Ήταν ένα μάθημα αυτό. Η υπομονή είχε για μια ακόμα φορά νικήσει. Πριν χαμηλώσουν τα φώτα απομακρυνθήκαμε με γρήγορα βήματα. Το σκοτεινό βουνό περίμενε στη θέση του. Δεν το περίμενα να ξαναπαίξει ρόλο σε όλη αυτή την αγωνία. Ένα απλό άγγιγμα, ένα χάδι, μια αγκαλιά.
Με ρώτησες "γιατί να είναι έτσι;" και σου απάντησα "γιατί έτσι είναι η αγάπη".
Μου ζήτησες συγγνώμη που δεν μπορούσες να μείνεις.
Σου ζήτησα συγγνώμη που δεν μπορούσα να φύγω.
Μετά μας κατάπιε η νύχτα. Εσένα κουρασμένη σε παρέδωσε στη λήθη. Εμένα μεθυσμένο με άφησε στο δρόμο.
Αφουγκράστηκα τον παγωμένο αέρα και σε άκουσα που ψιθύρισες μια καληνύχτα.
Απάντησα πως θα κάνω αυτό που μπορώ μόνο, για να είναι καλή.
Μη μου ζητάς τίποτα λιγότερο.
Καληνύχτα.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2007

Γνωστοί και φίλοι

- Προς τι η έκπληξη;
- Γιατρέ, ποτέ δεν πίστευα ότι αξίζω τόσο ώστε να γίνονται και να λέγονται τόσα πολλά πίσω από την πλάτη μου. Νόμιζα ότι όσα βλέπω και ακούω εγώ ο ίδιος ισχύουν. Που να ΄ξερα όμως;
- Ορίστε. Τώρα άκουσες και έμαθες. Τι αλλάζει;
- Τίποτα. Παραμένω ο ίδιος ανόητος αθώος βλάκας.
- Θα κάνεις κάτι;
- Ξέρεις, έχω μια σκέψη που πάει κι έρχεται.
- Θέλεις να την μοιραστούμε;
- Να, όταν λές ότι στη ζωή σου θέλεις να κάνεις κάποια πράγματα, είναι πολλοί αυτοί που θα τρέξουν να σε ενθαρρύνουν. "Ναι. Ξεκίνα. Μπράβο σου. Το πήρες απόφαση. Πάρε τη ζωή σου στα χέρια σου."
- Και; είναι κακό αυτό;
- Το κακό είναι όταν ανακαλύπτεις πως σου τα λέγανε από περιέργεια "Για να δούμε τι θα κάνει;", από δυσπιστία "Σιγά μην το κάνει", αλλά και από την ελπίδα να σε δουν να σπάς τα μούτρα σου "Κάντο βλαμμένε να γελάσουμε και λίγο. Να 'χουμε και κάτι να ασχολούμαστε όταν κουτσομπολεύουμε δηλαδή"
- Ξεχνάς όμως, ότι εσύ κάνεις τις ανακοινώσεις. Οπότε θα πρέπει να συνυπολογίσεις στο κόστος κι αυτές τις γνώμες.
- Μα εδώ λέμε ότι οι γνώμες των άλλων δεν πρέπει να παίζουν ρόλο. Όχι στην αυτοεκτίμησή μας τουλάχιστον.
- Ναι. Το λέμε. Τι κάνουμε όμως;
- Ξέρω, ξέρω. Παίρνουμε τηλέφωνο τους φίλους και τις φίλες και παρακαλάμε. "Πες μου ότι δεν είμαι λάθος. Πες μου ότι είμαι καλά. Πες μου τι να κάνω; Και τώρα και αύριο και για πάντα; Πες μου πόσο προβλέψιμη με θέλεις για να παραμείνεις φίλη μου;"
Κι αυτή ουρλιάζει: "Μην ξεχνάς! Μη μου φεύγεις τώρα που σε έχω κουμαντάρει. Τώρα που κάνεις όλα όσα συμφωνήσαμε. Τώρα που έπεσες στη δυστυχία και έγινες η δικιά μου η χαρά. Δεν μπορείς να μου φύγεις έτσι. Μην ξεχνάς τις μέρες που μου έπρηζες τα συκώτια με τα προβλήματά σου κι εγώ σε άκουγα. Κι όχι μόνο σε άκουγα, αλλά σου έλεγα και τι να κάνεις! Τόσες ώρες χαμένες; Τόσες συμβουλές στο βρόντο; Τι θα απογίνω εγώ αν δεν έρχεσαι εδώ με τη μιζέρια σου; Τι θα απογίνω αν αρχίσεις πάλι να χαμογελάς; Τι θα απογίνω αν προσπαθήσεις να μη γίνεις σαν και μένα; Πως θα μπορώ να σε κοιτάζω στα μάτια, όταν εσύ πας και κάνεις όσα σου λέει η καρδιά σου και βάζεις στην άκρη το μυαλό που με τόσο κόπο προσπάθησα να σου ξυπνήσω;"
- Και αυτό το λές φιλία;
- Εγώ; Εγώ δεν έχω πια φίλους γιατρέ. Γνωστούς έχω. Φίλοι θα ξαναγίνουν όσοι ακούνε χωρίς να μιλάνε. Η σιωπή είναι πολύ δυνατή. Ένα βλέμμα. Μια κίνηση. Μια παρουσία που δεν μιλάει, αλλά ταυτόχρονα φωνάζει "ΣΕ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΒΑΜΜΕΝΕ! ΔΩΣΤΑ ΟΛΑ ΚΑΙ ΜΗ ΣΕ ΝΟΙΑΖΕΙ Η ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ. Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΙΑ ΣΟΥ. ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΟΥ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΟΤΑΝ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΤΩΡΑ ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ."
- Συννέφιασε έξω. Λες να βρέξει τώρα;
- Μακάρι γιατρέ. Πάνε μέρες τώρα που αφήνω την ομπρέλλα μου στο σπίτι.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 04, 2007

Παράξενη κουζίνα

- Γιατρέ έχω γίνει τελείως ανώμαλος.
- Πές μου κάτι που δεν ξέρω.
- Τι εννοείς; Είναι τόσο φανερό;
- Φανερό δεν είναι. Αλλά έχεις τα θεμέλια μιας αρρωστημένης ιδιοφυίας. Για να την μετατρέψεις σε ανωμαλία, θέλει απλώς τα κόστσια να κάνεις τη σκέψη σου πράξη. Μου λες ότι κατάφερες και το έκανες δηλαδή;
- Το κάνεις και ακούγεται σαν κατόρθωμα, γιατρέ. Εγώ όμως ανησυχώ.
- Για να δούμε. Θα ανησυχήσω κι εγώ;
- Όπως σου έχω πει καμμιά φορά μαγειρεύω. Προχθές, με το που έφυγε, της έφτιαξα πρασσόπιτα. Ανωμαλία πρώτη λοιπόν. Φτιάχνεις φαγητό για κάποιον που δεν είναι παρών να το φάει.
- Συνηθίζεται ξέρεις. Κάτι σαν τιμή στους απόντες, νεκρούς ή όχι. Κι οι αρχαίοι έβαζαν μια άδεια καρέκλα στο τραπέζι τους.
- Φάε τη γλώσσα σου γιατρέ. Είπαμε...απλώς δεν ήταν εκεί.
- Παρακάτω.
- Ανωμαλία δεύτερη, έφτιαξα ένα φαγητό που ούτε το ξέρω ούτε και μου αρέσει. Αλλά κάπου το είχα δει σημειωμένο μια φορά στα γραπτά της και μου έμεινε. Είπα να την ευχαριστήσω έστω και αν αυτό που έγραφε ήταν αστείο.
- Δεν ήταν;
- Έτσι ξεκίνησε και μέχρι εδώ οι ανωμαλιές μου ήταν προβλέψιμες. Αλλά καθώς έστρωνα το φύλλο πάνω στην πίτα, σκέφτηκα ότι ήταν πολύ άδειο και επίπεδο. Πήρα λοπόν μια οδοντογλυφίδα κι έγραψα πάνω του το όνομά της. Δικιά της ήταν η πίτα άλλωστε. Το ξανακοίταξα και πάλι δεν μου άρεσε. Της ζωγράφισα κι ένα λουλούδι. Και πριν το πολυσκεφτώ, κάθισα και της έγραψα πάνω σ' συτό το αταίριαστο φύλλο, ένα σωρό πράγματα. Γράμμα κανονικό. Τα είχε όλα. Μέχρι που πρόσθεσα κι ένα δάκρυ στη συνταγή.
- Τελικά; Βγήκε νόστιμη;
- Δεν είχα ξαναφάει για να ξέρω. Ξέρω όμως ότι παρόμοια πρασσόπιτα δεν πρέπει να έχει ξαναδοκιμάσει κανείς. Μία και μοναδική. Σαν κι αυτή την ίδια.
- Χμμμ...μου άρεσε η μαγειρική σου εμπειρία. Μου άνοιξε και την όρεξη. Πάμε να τσιμπήσουμε τίποτα;
- Που όρεξη γιατρέ;...Ξέχασες πως προσπαθώ να πεθάνω;
- Α...ναι. Συγγνώμη...

Παράπονο

- Γιατρέ, έχω ένα παράπονο.
- Από μένα;
- Όχι από σένα.
- Τι παράπονο;
- Ξέρω ότι με σκέφτεται. Μου το λέει. Λέει ότι με αγαπάει κιόλας. Λέει ότι δεν θέλει να με χάσει. Ό,τι κι αν συμβεί, θέλει να το μαθαίνω. Τα καθημερινά, τα αστεία, τα σοβαρά, τα δύσκολα, τα προβλήματα με το σπίτι, με την υγεία με τη δουλειά. Θέλει να με βλέπει για βόλτα πότε πότε...Έτσι για να ησυχάζει μέσα της ότι "υπάρχω" ακόμα. Μόνο μαζί μου μπορεί να δακρύζει και να λέει τον πόνο της.
- Μια ζωή είναι αυτή.
- Ναι..αλλά για τους άλλους κρατάει το χαμόγελο. Κρατάει το κέφι και δέχεται να της κάνουν δώρα "εκπλήξεις". Κάνει αυτό που έκανε όταν την είχα γνωρίσει. Χαμογελούσε απ' έξω κι από μέσα έκλαιγε. Εγώ το είδα. Θα το βλέπουν κι οι άλλοι τώρα. Και θα της πουν αυτά που θέλει να ακούσει.
Ενώ εγώ πια μιλάω στον αέρα. Κάποτε την κοίταζα στα μάτια και τα καταλάβαινε όλα. Τώρα απλώς κουνάει το κεφάλι. Εγώ που ξέρω ακόμα κι από τον τρόπο που αναπνέει ή περπατάει τι σκέφτεται και που πονάει.
Πότε θα τα μάθουν οι άλλοι όλα αυτά; Πότε θα προλάβουν; Και ως πότε θα ανεχτούν να είναι μαζί τους και να σκέφτεται εμένα;
Κάθεται απέναντί μου στο ημίφως και ψιθυρίζει. Με προσκαλεί και με διώχνει. Με παρακαλάει και με αρνείται. Με αγγίζει και καταστρέφεται.
- Άκου τι πληρώνεις κι εσύ κι αυτή λοιπόν.
Ένα όνειρο διαστρεβλωμένο από μια ζωή που σας έμαθαν να ζείτε και να περιμένετε τα λιγότερα. Σοκαριστήκατε από το μέγεθος αυτής της αγάπης και δεν πιστέψατε ότι τη ζούσατε. Γιατί τα μεγάλα πράγματα έχουν και μεγάλο κόστος.
Μαθαίνεις να εγκαταλείπεις. Μαθαίνεις ότι ο πρώτος μεγάλος έρωτας θα σε πληγώσει. Μετά θα βρείς κάτι πιο ήρεμο. Θα αγαπάς λιγότερο και θα φροντίζεις περισσότερο. Και κάθε επόμενη φορά, το μυαλό σου θα είναι πιο πολύ εκεί απ' ότι η καρδιά σου. Για να σε προσγειώνει. Για να σε "προστατεύει" από τη ζωή. Στο τέλος, θα βρίσκεις ευχαρίστηση στη δουλειά, στα ψώνια, στη διασκέδαση. Και θα ζεις ένα άνοστο πράγμα που θα του λείπει το μεράκι. Δεν θα ανησυχείς αν θα σε αγαπάει ακόμα το πρωί. Δεν θα φοράς το καλύτερο χαμόγελό σου για να της μιλήσεις. Απλώς θα είσαι ήρεμος ότι την έχεις δίπλα σου άμα τη χρειαστείς. Και κάθε τόσο μια σελίδα θα γυρνάει. Αλλά αντί για έκπληξη, το κείμενο θα είναι πάντα το ίδιο. Τόσο κουραστικά προβλεπόμενο. Τόσο αδιάφορα γνωστό.
- Κι έχω κι εγώ το παράπονό μου τώρα...
- Αυτό σε κρατάει ζωντανό. Ζήτα. Απαίτησε. Να παραπονιέσαι μέχρι να σε ακούσει. Αν δεν σ' ακούσει, δεν σ' αγαπάει. Απλό δεν είναι;
- Είναι;
- Μην παραδίνεσαι. Αν πολεμήσεις, κερδίζεις τουλάχιστον την αυτοεκτίμησή σου. Αν παραιτηθείς, τα χάνεις όλα με τη μία. Αδιάφορες "συνυπάρξεις " μπορείς να βρεις όσες θέλεις. Τα μάτια της να σε κοιτάζουν όμως, πότε θα τα ξαναβρείς;

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2007

Άνοιξε τα μάτια σου

- Γιατρέ;
- Έλα. Σε περίμενα.
- Τι κάνεις καλέ; Λαχανιασμένο σε ακούω.
- Τρέχω.
- Νυχτιάτικα;
- Εμ...πότε να προλάβω; Άλλωστε ήξερα ότι θα πάρεις μες τα μαύρα μεσάνυχτα και θα είχα και παρέα.
- Γιατρέ; εγώ παρέα σου; Με κολακεύεις.
- Καλά, καλά. Άρχισε να μιλάς και τα λέμε.
- Γιατρέ ανησυχώ. Είμαι τρελλός;
- Εσύ; Φυσικά και είσαι!
- Επ! Για συγγνώμη. Και μου το λες έτσι απότομα ;
- Είπα μήπως θεραπευθείς από το σοκ, αλλά που τέτοια τύχη;
- Δηλαδή; όντως είμαι;
- Για να δούμε...έχεις παρατήσει σπίτι και δουλειά. Δεν προσέχεις τον εαυτό σου, δεν τρως, δεν κοιμάσαι, άρχισες τα παυσίπονα και τα χάπια.. Απο την άλλη βέβαια είσαι ολοκληρωτικά ερωτευμένος με μια γυναίκα η οποία είναι "αόρατη". Χαζεύεις το φεγγάρι, ξενυχτάς, γράφεις τραγούδια κι όταν μιλάς μπερδεύεις τα λόγια σου. Μπα... τελικά δεν είσαι τρελλός. Οι τρελλοί έχουν ελπίδες. Εσύ δεν έχεις καμμία.
- Τι να κάνω;
- Άνοιξε τα μάτια σου. Κοίτα απλώς τι συμβαίνει γύρω σου και ερμήνευσέ το ψύχραιμα. Τι απ΄όλα αυτά έχεις ανάγκη;
- Τον πόνο μάλλον. Με κρατάει ζωντανό και μου δίνει έμπνευση.
- Ο υπερβολικός πόνος όμως, έρχεται στιγμή που φέρνει την απάθεια και την αναισθησία. Πρόσεξε γιατί σε λίγο θα είναι αργά. Μπορεί να καταφέρεις αυτό για το οποίο πάλευες και να μην το θέλεις πια.
- Για λαχανιασμένος και ξενύχτης, μια χαρά μου τα "έχωσες" τώρα.
- Καλύτερα να στα "χώσω" εγώ, παρά να σε χώσουνε σε κάνα ίδρυμα.
- Τόσο χάλια είμαι ε;
- Κι ακόμα περισσότερο.
- Μα εγώ είπα την αλήθεια. Δεν κράτησα τίποτα κρυφό. Γιατί είμαι τόσο άσχημα;
- Μήπως γιατί κανείς δεν σε ακούει;
- Ακούει, αλλά δεν κάνει.
- Κάνε εσύ τότε. Κοιμήσου για αρχή. Βρες δουλειά να απασχολήσεις το μυαλό σου. Γίνε καλά. Αυτοί που σε αγαπάνε θα χαρούν πραγματικά.
- Δεν στο υπόσχομαι πάντως.
- Δεν σου ζήτησα υπόσχεση. Να είσαι καλά την αυριανή μέρα σου ζήτησα μόνο. Μπορείς;
- Θέλεις να σου πω ψέμματα;
- Τότε καλή σου νύχτα. Όταν ξαναβρεθούμε, κοίτα να έχεις να μου πεις κάτι πιο όμορφο.
- Όμορφη είναι και η νύχτα γιατρέ. Λέω να την ζήσω λιγάκι ακόμα.. Λιγάκι.. Όσο την αντέχω.. Μια ζωή είναι. Θα περάσει.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 02, 2007

Από Παρασκευή σε Παρασκευή

- Έλα γιατρέ. Καλημέρα.
- Σου 'λειψα; Το ξημέρωμα δεν τα λέγαμε;
- Ναι. Αλλά δεν είπαμε και τίποτα σπουδαίο.
- Τελικά έχεις μια απίστευτη ευκολία να μηδενίζεις τα πάντα ε; Αν όσα λέμε δεν είναι σπουδαία, τότε γιατί κάνουμε τον κόπο να μιλάμε; Μήπως θέλεις να γυρίσεις στο κρεββάτι σου τώρα να συνεχίσεις κάτι πραγματικά σπουδαίο;
- Να γυρίσω; Μα δεν πήγα και καθόλου. Ξέρεις, οι καλύτερες ώρες της νύχτας είναι αυτές πριν το ξημέρωμα. Είναι που αρχίζει η κούραση να σε καταβάλλει, αλλά θέλεις να δώσεις και τα τελευταία σου αποθέματα. Έτσι κι αλλοιώς η καινούρια μέρα όταν θα έρθει, θα είναι ήδη παλιά για σένα.
- Τότε ας συνεχίσουμε τη ματαιότητά μας. Σε ακούω.
- Ξέρεις τις δύο τελευταίες αυτές βδομάδες, συμβαίνουν πράγματα που με έχουν ξεσηκώσει. Και ιδιαίτερα τις νύχτες της Παρασκευής.
- Χθες ήταν Σάββατο.
- Ναι..το Σάββατο έρχεται σαν θεραπεία. Ίσα να καταλάβω τι γίνεται και να συνεχίσω να περιμένω την επόμενη Παρασκευή.
- Για πάμε με την σειρά.
- Πιστεύεις στη μαγεία του χώρου; Πιστεύεις ότι σε ένα μέρος μπορεί τελικά να λειτουργεί η τύχη σου καλύτερα.
- Το είπες και μόνος σου. Τύχη. Βρίσκεις ένα μέρος που σου αρέσει και συχνάζεις εκεί. Λειτουργείς καλύτερα και άρα εκπέμπεις θετικά. Σκέψου όμως ότι το ίδιο συμβαίνει και στους υπόλοιπους εκεί μέσα. Με θετική διάθεση λοιπόν, όλα γίνονται.
- Χμμμ...δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι, αλλά με κάλυψες.
- Λοιπόν;
- Θα στα πω με τη σειρά. Πριν ξεκινήσω όμως, να σου ζητήσω συγγνώμη γιατί στα έκρυψα όλα αυτά τόσον καιρό. Τα κράτησα για μένα.
- Μη ζητάς ανόητες συγγνώμες. Προφανώς δεν ήσουν έτοιμος να τα πεις. Τώρα που τα επεξεργάστηκες μέσα σου, αυτό άλλαξε. Σ' ακούω.
- Παρασκευή λοιπόν. Νύχτα, τι άλλο. Στο δρόμο για το σπίτι χτύπησε το τηλέφωνο. Αναπάντεχη πρόταση, όπως όλες μέχρι τώρα. Ήταν από έναν φίλο που είναι πολύ κοινωνικό και δημοφιλές άτομο. Δεν μένει ποτέ μόνος του, κι έτσι η έκπληξη ήταν ακόμα μεγαλύτερη.
"Ραντεβού εκεί" μου είπε κι έκλεισε.
Σκέφτηκα να πάω σπίτι να φρεσκαριστώ, αλλά τελικά ήταν πιο βολικό να συνεχίσω για το κέντρο. Δεν ήμουν και τόσο χάλια. Μόνο 4 μέρες αξύριστος. Φυσιολογικός δηλαδή αν σκεφτείς την ιδιαίτερή μου σχέση με τα ξυράφια.
Είχα ξαναβρεθεί εκεί, αλλά υπό άλλες συνθήκες. Το μέρος αλλαγμένο. Άλλη ατμόσφαιρα. Πρωτοφανές για μένα αλλά προσαρμόστηκα αμέσως. Η σκηνοθεσία του χώρου μου άρεσε. Μπορούσες το ίδιο εύκολα να είσαι απομονωμένος ή στριμωγμένος με ένα σωρό άλλους.
Διαλέξαμε μια ωραία γωνίτσα και κάτσαμε σε κάτι παλιές πολυθρόνες.
Πάνω που είχα αρχίσει να χαλαρώνω και θα με έπαιρνε κι ο ύπνος - μην ξεχνάς πόσο μου λείπει ο άτιμος - προστέθηκαν καινούρια άτομα στην παρέα. Κάποιος ξάδερφος γιός πολιτικού, η συνοδός του - κανονικό φωτομοντέλλο - και μια φίλη της, ελαφρώς χαμηλότερων προδιαγραφών αυτή.
Μην στα πολυλογώ, αρχίσαμε να μιλάμε και να που ο πλούσιος ξάδερφος ήταν αρκετά ενδιαφέρων τύπος. Απογοητευμένος χρηματιστής, ήθελε να ανοίξει εστιατόριο και βλαστιμούσε που δεν συνέχισε να παίζει μουσική όπως όταν ήταν μικρότερος.
"Για στάσου" σκέφτηκα. Κι άλλος παραστρατημένος ποιητής μας βρήκε εδώ πέρα.
Κουβέντα στην κουβέντα, είπαμε να συνεχίσουμε σπίτι του. Είχαμε μαζευτεί οκτώ εννιά άτομα ακόμα. Ξέχασα να σου πω, ότι ο φίλος που με κάλεσε, όπου και να πάει κάνει μίνι πάρτι. Έτσι κι εδώ. Είχε καλέσει άλλους δέκα, εμφανίστηκαν κάμποσοι και η παρέα έγινε μεγάλη.
- Ωραίος τύπος.
- Ναι..καλός είναι, αρκεί να μην τον θέλεις αποκλειστικότητα να πείτε καμμιά κουβέντα. Εκεί την πάτησες. Θα έχεις κι άλλους δέκα στο ακροατήριο. Ένα πράγμα σαν τις γκόμενες που ενώ προσπαθείς να τις ξεμοναχιάσεις, πιάνουν το κινητό να δουν μήπως του έστειλε κανείς μήνυμα, έτσι για να σου δείξουν ότι δεν είσαι και το πρώτο πράγμα που τις απασχολεί.
Τέλος πάντων, το σπίτι του νέου απίστευτο. Ρετιρέ στο κέντρο με θέα το Λυκαβηττό. Καλά, υπάρχουν τέτοια άτομα που μένουν σε τέτοια σπίτια;..υπάρχουν μάλλον. Και μέσα στο σπίτι όπου το πλήθος ξεχύθηκε και άρχισε να περιεργάζεται το χώρο, να'σου κι ένα μικρό στούντιο. Καλά που ο τύπος είχε παρατήσει τη μουσική. Δηλαδή άμα τό εξασκούσε το άθλημα τι περισσότερο θα είχε στημένο εκεί μέσα;
Κουβέντα στην κουβέντα και ποτό στο ποτό, έπεσε φυσικά και η πρόταση. Δεν παίζετε τίποτα να ακούσουμε;
Ναι, φυσικά. Θα πιάσω κιθάρα μετά από διακόσια χρόνια και όλοι θα πέσετε λιπόθυμοι. Τι λέτε ρε όρνια;
Μέχρι όμως να τα σκεφτώ όλα αυτά, παίζαμε ήδη. Κάτι το χαλάρωμα, κάτι οι τελευταίες ώρες της νύχτας που λέγαμε, έγινε κανονικός χαβαλές. Ούτε που με ένοιαζε πιά. Βαράγαμε σαν χαζά και το πλήθος αποθέωνε.
"Ρε, λες να παίζουμε καλά;" σκέφτηκα προς στιγμήν. Γιατί σε τρία δευτερόλεπτα το έβγαλα από το μυαλό μου για να μην αγχωθώ. "Σκάσε και τραγούδα" λοιπόν.
Ξέχασα όμως να σου πω το κυριότερο. Για τις γυναίκες της παρέας. Γι αυτές δε γίνονται όλα σ' αυτή τη ζωή; Είχαν προστεθεί άλλες δύο, σκέτος θάνατος. Κορμάρες και με έναν αέρα που σου έκοβε τα πόδια. Τι κάνεις λοιπόν όταν η μία από αυτές, ασχέτως συνθηκών δεν έχει ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω σου; Προχωράς; Υποκύπτεις; Λές καμμιά βλακεία να περάσει η ώρα; ή απλώς σκέφτεσαι ότι "μπόρα είναι θα περάσει"; Σε λίγο ξημέρωνε και όλα αυτά θα γίνονταν μια ακόμα εικόνα του μυαλού. Ποιός ο λόγος να την κάνουμε πιο περίπλοκη;
Έλα όμως που οι γυναίκες γουστάρουν τα περίπλοκα.
- Εσύ το είπες. Όλα γι αυτές γίνονται σ' αυτή τη ζωή.
- Έτσι ακριβώς. Και έχουν έναν τρόπο να σε οδηγούν αλλού.
Χωρίς λοιπόν να το πολυκαταλάβω, αλλά και χωρίς να αντισταθώ ιδιαίτερα, βρέθηκα μόνος μαζί της στο μπαλκόνι. Τι μπαλκόνι δηλαδή, γήπεδο κανονικό. Έξω βρισκόταν ήδη ένα ζευγάρι από την παρέα σε πολύ προχωρημένη σεξουαλική διάθεση. Μα καλά. Τόσα δωμάτια στο σπίτι, εδώ βρήκανε;
Η θέα της πόλης μου προκαλούσε ανυπομονησία. Σα να είχε αρχίσει να ζωντανεύει ήδη η κίνηση. Ή σα να μη σταμάτησε και ποτέ.
Αρχίσαμε να μιλάμε. Τελικά μπορεί να πεις πάρα πολλά σε πολύ λίγο χρόνο αν έχεις τη διάθεση. Τα υπόλοιπα τα λέει η σιωπή. Και υπήρξε αρκετή σιωπή. Σαν σεβασμός. Σαν φόρος τιμής στους απόντες.
Ήταν όμορφες οι στιγμές μετά. Χωρίς προσδοκίες και δυσκολίες. Όλα αυθόρμητα.
Όπως κι η τελευταία κουβέντα που της είπα εκείνο το βράδυ.
"Θέλεις να είναι όλο αυτό μια όμορφη ανάμνηση ή μια ακόμα τύψη;"
'Εσκυψε το κεφάλι της και ένα μικρό δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.
"Σ' ευχαριστώ" ψιθύρισε και ξαναβρήκε το δρόμο της προς το σπίτι.
Η πρωινή αύρα με ανατρίχιασε. Που να ήταν άραγε η δικιά μου ζωή τώρα; Ποιός της μιλούσε και τι της έλεγε; Την προστάτεψε ή την εκμεταλλεύτηκε;
Ένα τελευταίο τραγούδι θα έλεγα πριν φύγω από το υπέροχο αυτό σπίτι. Κι η θέα της πόλης μία θύμηση να με πληγώνει.
- Γύρνα σπίτι. Βρες το δρόμο σε παρακαλώ. Πήγαινε να ξεκουραστείς. Τα υπόλοιπα μια άλλη φορά.
- Μια άλλη φορά, γιατρέ. Μια άλλη ανάμνηση με περιμένει. Καλημέρα.

Κι εσύ, όπως κι εγώ

- Θρύψαλλα και σκουπίδια τώρα...
- Πως πέρασες;
- Περίεργα. Όλα όσα αγαπούσα ήταν εκεί, εκτός απ' την αγάπη την ίδια..
- Ξενύχτησες πάλι.
- Μη σε νοιάζει για μένα, γιατρέ. Τόσο μπορώ, τόσο κάνω.
- Για να μπορείς και να κάνεις όμως, θέλει και λίγο μυαλό.
- Αυτό πάει..Ζήτα μου τώρα κάτι άλλο.
- Σου ζητάω να ξεκουραστείς. Να ηρεμήσεις. Να ξαναγίνεις άνθρωπος.
- Για να γίνω και πιο εύκολος ε; Μπα... Μου ζητάς να ξεχάσω. Μου ζητάς να πεθάνω δηλαδή.
- Ας είναι. Καλό ξημέρωμα λοιπόν.
- Καπνός θα γίνω, χώμα και νερό.