Κυριακή, Δεκεμβρίου 02, 2007

Από Παρασκευή σε Παρασκευή

- Έλα γιατρέ. Καλημέρα.
- Σου 'λειψα; Το ξημέρωμα δεν τα λέγαμε;
- Ναι. Αλλά δεν είπαμε και τίποτα σπουδαίο.
- Τελικά έχεις μια απίστευτη ευκολία να μηδενίζεις τα πάντα ε; Αν όσα λέμε δεν είναι σπουδαία, τότε γιατί κάνουμε τον κόπο να μιλάμε; Μήπως θέλεις να γυρίσεις στο κρεββάτι σου τώρα να συνεχίσεις κάτι πραγματικά σπουδαίο;
- Να γυρίσω; Μα δεν πήγα και καθόλου. Ξέρεις, οι καλύτερες ώρες της νύχτας είναι αυτές πριν το ξημέρωμα. Είναι που αρχίζει η κούραση να σε καταβάλλει, αλλά θέλεις να δώσεις και τα τελευταία σου αποθέματα. Έτσι κι αλλοιώς η καινούρια μέρα όταν θα έρθει, θα είναι ήδη παλιά για σένα.
- Τότε ας συνεχίσουμε τη ματαιότητά μας. Σε ακούω.
- Ξέρεις τις δύο τελευταίες αυτές βδομάδες, συμβαίνουν πράγματα που με έχουν ξεσηκώσει. Και ιδιαίτερα τις νύχτες της Παρασκευής.
- Χθες ήταν Σάββατο.
- Ναι..το Σάββατο έρχεται σαν θεραπεία. Ίσα να καταλάβω τι γίνεται και να συνεχίσω να περιμένω την επόμενη Παρασκευή.
- Για πάμε με την σειρά.
- Πιστεύεις στη μαγεία του χώρου; Πιστεύεις ότι σε ένα μέρος μπορεί τελικά να λειτουργεί η τύχη σου καλύτερα.
- Το είπες και μόνος σου. Τύχη. Βρίσκεις ένα μέρος που σου αρέσει και συχνάζεις εκεί. Λειτουργείς καλύτερα και άρα εκπέμπεις θετικά. Σκέψου όμως ότι το ίδιο συμβαίνει και στους υπόλοιπους εκεί μέσα. Με θετική διάθεση λοιπόν, όλα γίνονται.
- Χμμμ...δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι, αλλά με κάλυψες.
- Λοιπόν;
- Θα στα πω με τη σειρά. Πριν ξεκινήσω όμως, να σου ζητήσω συγγνώμη γιατί στα έκρυψα όλα αυτά τόσον καιρό. Τα κράτησα για μένα.
- Μη ζητάς ανόητες συγγνώμες. Προφανώς δεν ήσουν έτοιμος να τα πεις. Τώρα που τα επεξεργάστηκες μέσα σου, αυτό άλλαξε. Σ' ακούω.
- Παρασκευή λοιπόν. Νύχτα, τι άλλο. Στο δρόμο για το σπίτι χτύπησε το τηλέφωνο. Αναπάντεχη πρόταση, όπως όλες μέχρι τώρα. Ήταν από έναν φίλο που είναι πολύ κοινωνικό και δημοφιλές άτομο. Δεν μένει ποτέ μόνος του, κι έτσι η έκπληξη ήταν ακόμα μεγαλύτερη.
"Ραντεβού εκεί" μου είπε κι έκλεισε.
Σκέφτηκα να πάω σπίτι να φρεσκαριστώ, αλλά τελικά ήταν πιο βολικό να συνεχίσω για το κέντρο. Δεν ήμουν και τόσο χάλια. Μόνο 4 μέρες αξύριστος. Φυσιολογικός δηλαδή αν σκεφτείς την ιδιαίτερή μου σχέση με τα ξυράφια.
Είχα ξαναβρεθεί εκεί, αλλά υπό άλλες συνθήκες. Το μέρος αλλαγμένο. Άλλη ατμόσφαιρα. Πρωτοφανές για μένα αλλά προσαρμόστηκα αμέσως. Η σκηνοθεσία του χώρου μου άρεσε. Μπορούσες το ίδιο εύκολα να είσαι απομονωμένος ή στριμωγμένος με ένα σωρό άλλους.
Διαλέξαμε μια ωραία γωνίτσα και κάτσαμε σε κάτι παλιές πολυθρόνες.
Πάνω που είχα αρχίσει να χαλαρώνω και θα με έπαιρνε κι ο ύπνος - μην ξεχνάς πόσο μου λείπει ο άτιμος - προστέθηκαν καινούρια άτομα στην παρέα. Κάποιος ξάδερφος γιός πολιτικού, η συνοδός του - κανονικό φωτομοντέλλο - και μια φίλη της, ελαφρώς χαμηλότερων προδιαγραφών αυτή.
Μην στα πολυλογώ, αρχίσαμε να μιλάμε και να που ο πλούσιος ξάδερφος ήταν αρκετά ενδιαφέρων τύπος. Απογοητευμένος χρηματιστής, ήθελε να ανοίξει εστιατόριο και βλαστιμούσε που δεν συνέχισε να παίζει μουσική όπως όταν ήταν μικρότερος.
"Για στάσου" σκέφτηκα. Κι άλλος παραστρατημένος ποιητής μας βρήκε εδώ πέρα.
Κουβέντα στην κουβέντα, είπαμε να συνεχίσουμε σπίτι του. Είχαμε μαζευτεί οκτώ εννιά άτομα ακόμα. Ξέχασα να σου πω, ότι ο φίλος που με κάλεσε, όπου και να πάει κάνει μίνι πάρτι. Έτσι κι εδώ. Είχε καλέσει άλλους δέκα, εμφανίστηκαν κάμποσοι και η παρέα έγινε μεγάλη.
- Ωραίος τύπος.
- Ναι..καλός είναι, αρκεί να μην τον θέλεις αποκλειστικότητα να πείτε καμμιά κουβέντα. Εκεί την πάτησες. Θα έχεις κι άλλους δέκα στο ακροατήριο. Ένα πράγμα σαν τις γκόμενες που ενώ προσπαθείς να τις ξεμοναχιάσεις, πιάνουν το κινητό να δουν μήπως του έστειλε κανείς μήνυμα, έτσι για να σου δείξουν ότι δεν είσαι και το πρώτο πράγμα που τις απασχολεί.
Τέλος πάντων, το σπίτι του νέου απίστευτο. Ρετιρέ στο κέντρο με θέα το Λυκαβηττό. Καλά, υπάρχουν τέτοια άτομα που μένουν σε τέτοια σπίτια;..υπάρχουν μάλλον. Και μέσα στο σπίτι όπου το πλήθος ξεχύθηκε και άρχισε να περιεργάζεται το χώρο, να'σου κι ένα μικρό στούντιο. Καλά που ο τύπος είχε παρατήσει τη μουσική. Δηλαδή άμα τό εξασκούσε το άθλημα τι περισσότερο θα είχε στημένο εκεί μέσα;
Κουβέντα στην κουβέντα και ποτό στο ποτό, έπεσε φυσικά και η πρόταση. Δεν παίζετε τίποτα να ακούσουμε;
Ναι, φυσικά. Θα πιάσω κιθάρα μετά από διακόσια χρόνια και όλοι θα πέσετε λιπόθυμοι. Τι λέτε ρε όρνια;
Μέχρι όμως να τα σκεφτώ όλα αυτά, παίζαμε ήδη. Κάτι το χαλάρωμα, κάτι οι τελευταίες ώρες της νύχτας που λέγαμε, έγινε κανονικός χαβαλές. Ούτε που με ένοιαζε πιά. Βαράγαμε σαν χαζά και το πλήθος αποθέωνε.
"Ρε, λες να παίζουμε καλά;" σκέφτηκα προς στιγμήν. Γιατί σε τρία δευτερόλεπτα το έβγαλα από το μυαλό μου για να μην αγχωθώ. "Σκάσε και τραγούδα" λοιπόν.
Ξέχασα όμως να σου πω το κυριότερο. Για τις γυναίκες της παρέας. Γι αυτές δε γίνονται όλα σ' αυτή τη ζωή; Είχαν προστεθεί άλλες δύο, σκέτος θάνατος. Κορμάρες και με έναν αέρα που σου έκοβε τα πόδια. Τι κάνεις λοιπόν όταν η μία από αυτές, ασχέτως συνθηκών δεν έχει ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω σου; Προχωράς; Υποκύπτεις; Λές καμμιά βλακεία να περάσει η ώρα; ή απλώς σκέφτεσαι ότι "μπόρα είναι θα περάσει"; Σε λίγο ξημέρωνε και όλα αυτά θα γίνονταν μια ακόμα εικόνα του μυαλού. Ποιός ο λόγος να την κάνουμε πιο περίπλοκη;
Έλα όμως που οι γυναίκες γουστάρουν τα περίπλοκα.
- Εσύ το είπες. Όλα γι αυτές γίνονται σ' αυτή τη ζωή.
- Έτσι ακριβώς. Και έχουν έναν τρόπο να σε οδηγούν αλλού.
Χωρίς λοιπόν να το πολυκαταλάβω, αλλά και χωρίς να αντισταθώ ιδιαίτερα, βρέθηκα μόνος μαζί της στο μπαλκόνι. Τι μπαλκόνι δηλαδή, γήπεδο κανονικό. Έξω βρισκόταν ήδη ένα ζευγάρι από την παρέα σε πολύ προχωρημένη σεξουαλική διάθεση. Μα καλά. Τόσα δωμάτια στο σπίτι, εδώ βρήκανε;
Η θέα της πόλης μου προκαλούσε ανυπομονησία. Σα να είχε αρχίσει να ζωντανεύει ήδη η κίνηση. Ή σα να μη σταμάτησε και ποτέ.
Αρχίσαμε να μιλάμε. Τελικά μπορεί να πεις πάρα πολλά σε πολύ λίγο χρόνο αν έχεις τη διάθεση. Τα υπόλοιπα τα λέει η σιωπή. Και υπήρξε αρκετή σιωπή. Σαν σεβασμός. Σαν φόρος τιμής στους απόντες.
Ήταν όμορφες οι στιγμές μετά. Χωρίς προσδοκίες και δυσκολίες. Όλα αυθόρμητα.
Όπως κι η τελευταία κουβέντα που της είπα εκείνο το βράδυ.
"Θέλεις να είναι όλο αυτό μια όμορφη ανάμνηση ή μια ακόμα τύψη;"
'Εσκυψε το κεφάλι της και ένα μικρό δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.
"Σ' ευχαριστώ" ψιθύρισε και ξαναβρήκε το δρόμο της προς το σπίτι.
Η πρωινή αύρα με ανατρίχιασε. Που να ήταν άραγε η δικιά μου ζωή τώρα; Ποιός της μιλούσε και τι της έλεγε; Την προστάτεψε ή την εκμεταλλεύτηκε;
Ένα τελευταίο τραγούδι θα έλεγα πριν φύγω από το υπέροχο αυτό σπίτι. Κι η θέα της πόλης μία θύμηση να με πληγώνει.
- Γύρνα σπίτι. Βρες το δρόμο σε παρακαλώ. Πήγαινε να ξεκουραστείς. Τα υπόλοιπα μια άλλη φορά.
- Μια άλλη φορά, γιατρέ. Μια άλλη ανάμνηση με περιμένει. Καλημέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: