Τετάρτη, Δεκεμβρίου 26, 2007

Θυμάσαι;

- Καλημέρα γιατρέ.
- Είναι;
- Ξέρω γω; έτσι δεν λένε όταν είναι πρωί;
- Μεσημέρι είναι, αλλά τέλος πάντων.
- Σωστά. Τέλος των πάντων.
- Νομίζεις;
- Ναι. Νομίζω μόνο. Δεν ξέρω.
- Τι ξέρεις;
- Ξέρω ότι εγώ συλλέγω και ταξινομώ τις πολύτιμες στιγμές της ζωής μου και κάποιος άλλος κάθε βράδυ τις διαγράφει με επιμέλεια.
- Ο καθένας κρατάει όσα μπορεί να αντέξει.
- Ακριβώς. Τι κρίμα...

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2007

Γλυκά για σένα - Γλυκό για μένα

- Χθες βράδυ, εκεί που καθόμουν και μετρούσα τις ώρες, ξαφνικά αισθάνθηκα την ανάγκη να φάω κάτι γλυκό.
- Καλή ιδέα. Εμένα μου έφερες τίποτα;
- Μπα..δεν είχα και πολλά γιατρέ. Μόνο ένα. Ένα και μοναδικό.
- Το λες σα να είχε ιδιαίτερη αξία.
- Είχε. Μου το έφερε την πρώτη φορά που με επισκέφθηκε. Το έβγαλε από την τσέπη της και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
- Δεν το μοιραστήκατε;
- Δεν ήθελε.
- Τουλάχιστον εσύ το απόλαυσες;
- Σαν γλυκό ναι. Σαν ανάμνηση δεν είμαι σίγουρος.
- Ανάμνηση;
- Ναι...ξέρεις όταν την πρωτογνώρισα και αισθάνθηκα κάτι περισσότερο γι αυτήν, μέσα μου είχα μια αγωνία. Ήταν τόσο όμορφη, γλυκιά και περιζήτητη. Όλοι την κοιτούσαν. Και της μιλούσαν και την πολιορκούσαν. Για μένα όμως δεν υπήρχε αφορμή να την πλησιάσω. Έτσι σκέφτηκα ότι αυτή την αφορμή έπρεπε να την φτιάξω μόνος μου. Και μου ήρθε πολύ απλά η ιδέα. Γλυκά...θα της πρόσφερα γλυκά που ήξερα ότι της άρεσαν. Όχι μόνο γι αυτήν βέβαια αλλά και για τις φίλες της. Για να μην φανεί αμέσως τι σκεφτόμουν..
- Σύμβολο λοιπόν το συγκεκριμένο γλύκισμα.
- Παντοτινό κι αξέχαστο. Αυτό ήταν η αρχή για όλα, κι ας φαίνεται λιγάκι αστείο τώρα που το θυμάμαι.
- Και τώρα;
- Τώρα έγινε κι αυτό κάτι λυπητερό. Ένα αφημένο γλύκισμα πάνω στο τραπέζι. Ένα ακόμα ίχνος από το πέρασμά της.
- Ναι αλλά σου άφησε κάτι.
- Ναι...μια γλυκιά γεύση στο στόμα κι ένα άδειο περιτύλιγμα στο χέρι.
- Ξέχνα το περιτύλιγμα ανόητε και απόλαυσέ τη γεύση. Νοιώσε την που σε πλημμυρίζει. Έτσι κι αλλοιώς απ' όλα τα πράγματα και τους ανθρώπους, μόνο η ουσία μένει στο τέλος.
- Γλυκιά ουσία λοιπόν.. όμορφη και γλυκιά.. σαν αυθόρμητο χαμόγελο..

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 17, 2007

Σε βλέπω

- Δεν μιλάς πια γιατρέ;
- Τι να σου πω;
- Δεν ξέρω πια. Ο,τιδήποτε όμως κι αν ακούσω μια τέτοια παγωμένη νύχτα, νομίζω πως θα μου αλλάξει τη διάθεση.
- Και δεν σου φτάνει τόση μαυρίλα; Θέλεις ακόμα περισσότερη;
- Δηλαδή θα με στενοχωρήσεις κι εσύ;
- Είναι μέρος του τελετουργικού μας κι αυτό. Πρώτα σε "ρίχνω" και μετά που το σκέφτεσαι, καταλαβαίνεις ότι εφ' όσον υπάρχουν και χειρότερα, είσαι καλύτερα απ' όσο νομίζεις.
- Δοκίμασέ με λοιπόν κι απόψε.
- Σε βλέπω...
- Φυσικά..
- Σε βλέπω να χάνεσαι... Βλέπω τη νύχτα να σε τυλίγει όλο και πιο βαθειά στην αγκαλιά της. Το φως κι η λογική έχουν γίνει εχθροί σου. Κοιτάς με αγωνία τις αποβάθρες των σταθμών αναζητώντας πρόσωπα ξεχασμένα και βρώμικα. Οδηγείς με μάτια θολωμένα. Δεν τρως και δεν κοιμάσαι.
- Υπάρχω όμως ακόμα. Αυτή είναι η σφραγίδα μου.
- Σε βλέπω να διαβάζεις ποιήματα και γράμματα στο φως ενός κεριού που τρεμοσβήνει. Φυσάει ο βορριάς, κι εσύ αντί να κρύβεσαι, τον κοροϊδεύεις κι ανοίγεις κι άλλο το πουκάμισό σου. Σε βλέπω να χτυπάς και να αυτοτραυματίζεσαι. Δεν προσέχεις.
- Όχι πια...δεν προσέχω...
- Όλοι περιμένουν να ξημερώσει αλλά εσύ περιμένεις να νυχτώσει. Κρύβεις με κόπο το αγρίμι που κουβαλάς μέσα σου γιατί φοβάσαι πως αν αρχίσεις να ουρλιάζεις, τότε αυτά που θα ακούσεις δεν θα τα αντέξεις.
- Προς το παρόν μουρμουρίζω.
- Μουρμουρίζεις μελωδίες ακατάληπτες και λέξεις απόκοσμες. Πατάς τα κουμπιά ενός σβηστού τηλεκοντρόλ κι αναρωτιέσαι που έχει κρυφτεί η εικόνα. Κάνει κρύο εκεί έξω κι απόψε, αλλά εσύ είσαι ξύπνιος και μελετάς τα σημάδια.
- Μόνο όταν ησυχάζει η νύχτα κάνουν την εμφάνισή τους, γιατρέ. Μόνο τότε οι χαρακιές πονάνε και μένουν για πάντα στη θέση τους.
- Φύγε. Δε θέλω να σε βλέπω έτσι. Δεν το μπορώ. Δεν έχω τίποτα να ελπίζω πια από σένα. Είσαι μια δυσκολία που ακόμα κι εγώ δεν έχω τρόπο να την κοιτάξω στα μάτια.
- Μην υποτιμάς τον εαυτό σου γιατρέ. Σε λίγο που θα ξημερώσει, θα τρέξουν όλοι να κρυφτούν στο φως. Θα αφαιρέσουν το μακιγιάζ, θα πιουν καφέ για να διώξουν το αλκοόλ, θα ξυριστούν και θα πλυθούν, θα βγάλουν τα σκουλαρίκια και τα φανταχτερά κοσμήματα που τους κάνουν να αισθάνονται κάτι το διαφορετικό. Αυτοί θα φύγουν, αλλά εσύ κι εγώ θα είμαστε ακόμα εδώ.
- Σβήσε το φώς τότε γιατί μου πληγώνει τα μάτια η ψευτιά του. Άσε τη νύχτα στην ησυχία της και πιάσε εκείνο το τραγούδι που μιλάει για τη βροχή.
- Τη βροχή και την αγάπη. Τους δυό μεγάλους μου έρωτες.
- Ας είναι. Ας μην αφήσουμε κι αυτή τη στιγμή να δραπετεύσει. Ξεκίνα λοιπόν...

Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007

Ραγισμένη εικόνα

- Τι κοιτάζεις αυτή τη στιγμή;
- Μια ραγισμένη εικόνα.
- Και τι αισθάνεσαι;
- Φοβάμαι, γιατρέ.
- Γιατί;
- Γιατί της μοιάζει τόσο πολύ που μου κόβεται η ανάσα. Κι έχει κάτσει κι η άτιμη η χαρακιά του γυαλιού, σαν δάκρυ μέσα στα μάτια της.
- Αυτή τη συντροφιά διάλεξες γι απόψε;
- Αυτήν.
- Δεν είναι κι ό,τι καλύτερο πάντως. Πρόσεχε τώρα μέσα στη νύχτα που γυρνάς. Πρόσεχε.
- Αυτό το έχω υποσχεθεί αλλού, γιατρέ. Κι ας μην ακούν κουβέντα απ' όσα λέω.
- Μην ραγίσεις και το δικό σου εαυτό. Δεν υπάρχει φάρμακο για κάτι τέτοιο.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 08, 2007

Άρωμα

- Το άρωμά της γιατρέ. Με έχει σακατέψει.
- Ναι, αλλά το αντέχεις ακόμα, ε;
- Είναι ο λόγος μου. Είναι η θύμησή της όταν μου λύπει. Είναι η ύπαρξή της μέσα στο κενό που με τυλίγει, κάθε φορά που φεύγει.
- Δεν ξεθυμαίνει ποτέ; Δεν αλλάζει;
- Αλλάζει. Περνάει από τα ρούχα και την αγκαλιά μου, στο μέσα μέρος των χεριών μου, κοιμάται για λίγο στα ακροδάχτυλά μου. Κι όταν ο αέρας και το νερό το έχουν κυνηγήσει από πάνω μου, φωλιάζει στην ανάσα και τον ουρανίσκο μου. Η μυστική γεύση του κορμιού της. Η αναπνοή κι ο πόνος της μαζεμένα μέσα μου για πάντα.
- Ζει μέσα σου λοιπόν.
- Δε νομίζω ότι υπήρξε στιγμή που να έφυγε. Ούτε μια στιγμή.

Αλήθεια

- Τέτοια ώρα πάλι;
- Δεν έχει ώρες πια η μέρα μου, γιατρέ. Έχει λειώσει ο χρόνος και κυλάει ανάμεσα στις στιγμές που διαλέγω να ζω και να θυμάμαι.
- Κύλησε πολύς από τότε;
- Μια στιγμή, μια ζωή..
- Θυμάσαι ή προσμένεις τώρα;
- Την κοιτάζω. Βλέπω τα πάντα, αλλά κρατάω μόνο αυτά που μπορώ να αντέξω. Τα υπόλοιπα δεν υπάρχουν. Δεν έχουν γίνει ποτέ.
- Μίλα μου γι αυτήν. Πως είναι;
- Αγαπημένη όπως πάντα. Μια οπτασία εξωπραγματική και καθημερινή μαζί. Τα μαλλιά της χυτά στους ώμους της, κουβαλάνε όλες τις μυρωδιές του κόσμου. Ο λαιμός της λευκός. Και ταιριάζει τόσο πολύ στο χέρι μου όταν την χαϊδεύω. Το πρόσωπό της κουρασμένο αλλά αληθινό. Ανησυχεί πως έχει ασχημήνει, αλλά καθαρίζει αμέσως όταν τα μάτια της χαμογελάνε.
Αυτά τα μάτια. Αυτά που ποτέ της δεν πίστεψε πόσο τα λάτρεψα. Αμήχανη, έκανε πως δεν άκουγε τα τραγούδια που έγραψα γι αυτά. "Το φεγγάρι κι η νύχτα, στων ματιών σου τα χρώματα"
Το κορμί της διψασμένο και σκληρό μαζί. Γέρνει με φόβο πάνω μου, παραδίδεται και αποσύρεται.
Πόση αλήθεια μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος, γιατρέ; Γιατί κοιτάζει αλλού όταν καταλαβαίνει;
- Είναι δύσκολο το ταξίδι που έχεις διαλέξει να κάνεις.
- Και όμορφο μαζί. Γνωρίζει η αγάπη κούραση και αποστάσεις;
- Τα μετράει πάντα το ίδιο. Και μετά τα ξεχνάει αμέσως.
- Τώρα πως είσαι;
- Μάτια ματωμένα από τους καπνούς, αυτιά πονεμένα από το θόρυβο, στομάχι διαλυμένο, και πόνους παντού.
- Δεν είμαι εδώ για να σε νταντεύω ξέρεις.
- Ξέρω. Αλλά εσύ με ρώτησες πως είμαι.
- Τι θέλεις να μάθεις;
- Τα ξέρω όλα και τίποτα, γιατρέ. Αν ήξερα όμως την αλήθεια ίσως να ήταν λίγο καλύτερα.
- Την αλήθεια; Πόση αλήθεια μπορείς εσύ να αντέξεις;
- Όση χωράει σε μια στιγμή. Όση χωράει σε μια ζωή.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2007

Όνειρα (V) - Κύκλος

Το πλήθος όρθιο ζητωκραύγασε τη νίκη. Ήταν ένα μάθημα αυτό. Η υπομονή είχε για μια ακόμα φορά νικήσει. Πριν χαμηλώσουν τα φώτα απομακρυνθήκαμε με γρήγορα βήματα. Το σκοτεινό βουνό περίμενε στη θέση του. Δεν το περίμενα να ξαναπαίξει ρόλο σε όλη αυτή την αγωνία. Ένα απλό άγγιγμα, ένα χάδι, μια αγκαλιά.
Με ρώτησες "γιατί να είναι έτσι;" και σου απάντησα "γιατί έτσι είναι η αγάπη".
Μου ζήτησες συγγνώμη που δεν μπορούσες να μείνεις.
Σου ζήτησα συγγνώμη που δεν μπορούσα να φύγω.
Μετά μας κατάπιε η νύχτα. Εσένα κουρασμένη σε παρέδωσε στη λήθη. Εμένα μεθυσμένο με άφησε στο δρόμο.
Αφουγκράστηκα τον παγωμένο αέρα και σε άκουσα που ψιθύρισες μια καληνύχτα.
Απάντησα πως θα κάνω αυτό που μπορώ μόνο, για να είναι καλή.
Μη μου ζητάς τίποτα λιγότερο.
Καληνύχτα.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2007

Γνωστοί και φίλοι

- Προς τι η έκπληξη;
- Γιατρέ, ποτέ δεν πίστευα ότι αξίζω τόσο ώστε να γίνονται και να λέγονται τόσα πολλά πίσω από την πλάτη μου. Νόμιζα ότι όσα βλέπω και ακούω εγώ ο ίδιος ισχύουν. Που να ΄ξερα όμως;
- Ορίστε. Τώρα άκουσες και έμαθες. Τι αλλάζει;
- Τίποτα. Παραμένω ο ίδιος ανόητος αθώος βλάκας.
- Θα κάνεις κάτι;
- Ξέρεις, έχω μια σκέψη που πάει κι έρχεται.
- Θέλεις να την μοιραστούμε;
- Να, όταν λές ότι στη ζωή σου θέλεις να κάνεις κάποια πράγματα, είναι πολλοί αυτοί που θα τρέξουν να σε ενθαρρύνουν. "Ναι. Ξεκίνα. Μπράβο σου. Το πήρες απόφαση. Πάρε τη ζωή σου στα χέρια σου."
- Και; είναι κακό αυτό;
- Το κακό είναι όταν ανακαλύπτεις πως σου τα λέγανε από περιέργεια "Για να δούμε τι θα κάνει;", από δυσπιστία "Σιγά μην το κάνει", αλλά και από την ελπίδα να σε δουν να σπάς τα μούτρα σου "Κάντο βλαμμένε να γελάσουμε και λίγο. Να 'χουμε και κάτι να ασχολούμαστε όταν κουτσομπολεύουμε δηλαδή"
- Ξεχνάς όμως, ότι εσύ κάνεις τις ανακοινώσεις. Οπότε θα πρέπει να συνυπολογίσεις στο κόστος κι αυτές τις γνώμες.
- Μα εδώ λέμε ότι οι γνώμες των άλλων δεν πρέπει να παίζουν ρόλο. Όχι στην αυτοεκτίμησή μας τουλάχιστον.
- Ναι. Το λέμε. Τι κάνουμε όμως;
- Ξέρω, ξέρω. Παίρνουμε τηλέφωνο τους φίλους και τις φίλες και παρακαλάμε. "Πες μου ότι δεν είμαι λάθος. Πες μου ότι είμαι καλά. Πες μου τι να κάνω; Και τώρα και αύριο και για πάντα; Πες μου πόσο προβλέψιμη με θέλεις για να παραμείνεις φίλη μου;"
Κι αυτή ουρλιάζει: "Μην ξεχνάς! Μη μου φεύγεις τώρα που σε έχω κουμαντάρει. Τώρα που κάνεις όλα όσα συμφωνήσαμε. Τώρα που έπεσες στη δυστυχία και έγινες η δικιά μου η χαρά. Δεν μπορείς να μου φύγεις έτσι. Μην ξεχνάς τις μέρες που μου έπρηζες τα συκώτια με τα προβλήματά σου κι εγώ σε άκουγα. Κι όχι μόνο σε άκουγα, αλλά σου έλεγα και τι να κάνεις! Τόσες ώρες χαμένες; Τόσες συμβουλές στο βρόντο; Τι θα απογίνω εγώ αν δεν έρχεσαι εδώ με τη μιζέρια σου; Τι θα απογίνω αν αρχίσεις πάλι να χαμογελάς; Τι θα απογίνω αν προσπαθήσεις να μη γίνεις σαν και μένα; Πως θα μπορώ να σε κοιτάζω στα μάτια, όταν εσύ πας και κάνεις όσα σου λέει η καρδιά σου και βάζεις στην άκρη το μυαλό που με τόσο κόπο προσπάθησα να σου ξυπνήσω;"
- Και αυτό το λές φιλία;
- Εγώ; Εγώ δεν έχω πια φίλους γιατρέ. Γνωστούς έχω. Φίλοι θα ξαναγίνουν όσοι ακούνε χωρίς να μιλάνε. Η σιωπή είναι πολύ δυνατή. Ένα βλέμμα. Μια κίνηση. Μια παρουσία που δεν μιλάει, αλλά ταυτόχρονα φωνάζει "ΣΕ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΒΑΜΜΕΝΕ! ΔΩΣΤΑ ΟΛΑ ΚΑΙ ΜΗ ΣΕ ΝΟΙΑΖΕΙ Η ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ. Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΙΑ ΣΟΥ. ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΟΥ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΟΤΑΝ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΤΩΡΑ ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ."
- Συννέφιασε έξω. Λες να βρέξει τώρα;
- Μακάρι γιατρέ. Πάνε μέρες τώρα που αφήνω την ομπρέλλα μου στο σπίτι.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 04, 2007

Παράξενη κουζίνα

- Γιατρέ έχω γίνει τελείως ανώμαλος.
- Πές μου κάτι που δεν ξέρω.
- Τι εννοείς; Είναι τόσο φανερό;
- Φανερό δεν είναι. Αλλά έχεις τα θεμέλια μιας αρρωστημένης ιδιοφυίας. Για να την μετατρέψεις σε ανωμαλία, θέλει απλώς τα κόστσια να κάνεις τη σκέψη σου πράξη. Μου λες ότι κατάφερες και το έκανες δηλαδή;
- Το κάνεις και ακούγεται σαν κατόρθωμα, γιατρέ. Εγώ όμως ανησυχώ.
- Για να δούμε. Θα ανησυχήσω κι εγώ;
- Όπως σου έχω πει καμμιά φορά μαγειρεύω. Προχθές, με το που έφυγε, της έφτιαξα πρασσόπιτα. Ανωμαλία πρώτη λοιπόν. Φτιάχνεις φαγητό για κάποιον που δεν είναι παρών να το φάει.
- Συνηθίζεται ξέρεις. Κάτι σαν τιμή στους απόντες, νεκρούς ή όχι. Κι οι αρχαίοι έβαζαν μια άδεια καρέκλα στο τραπέζι τους.
- Φάε τη γλώσσα σου γιατρέ. Είπαμε...απλώς δεν ήταν εκεί.
- Παρακάτω.
- Ανωμαλία δεύτερη, έφτιαξα ένα φαγητό που ούτε το ξέρω ούτε και μου αρέσει. Αλλά κάπου το είχα δει σημειωμένο μια φορά στα γραπτά της και μου έμεινε. Είπα να την ευχαριστήσω έστω και αν αυτό που έγραφε ήταν αστείο.
- Δεν ήταν;
- Έτσι ξεκίνησε και μέχρι εδώ οι ανωμαλιές μου ήταν προβλέψιμες. Αλλά καθώς έστρωνα το φύλλο πάνω στην πίτα, σκέφτηκα ότι ήταν πολύ άδειο και επίπεδο. Πήρα λοπόν μια οδοντογλυφίδα κι έγραψα πάνω του το όνομά της. Δικιά της ήταν η πίτα άλλωστε. Το ξανακοίταξα και πάλι δεν μου άρεσε. Της ζωγράφισα κι ένα λουλούδι. Και πριν το πολυσκεφτώ, κάθισα και της έγραψα πάνω σ' συτό το αταίριαστο φύλλο, ένα σωρό πράγματα. Γράμμα κανονικό. Τα είχε όλα. Μέχρι που πρόσθεσα κι ένα δάκρυ στη συνταγή.
- Τελικά; Βγήκε νόστιμη;
- Δεν είχα ξαναφάει για να ξέρω. Ξέρω όμως ότι παρόμοια πρασσόπιτα δεν πρέπει να έχει ξαναδοκιμάσει κανείς. Μία και μοναδική. Σαν κι αυτή την ίδια.
- Χμμμ...μου άρεσε η μαγειρική σου εμπειρία. Μου άνοιξε και την όρεξη. Πάμε να τσιμπήσουμε τίποτα;
- Που όρεξη γιατρέ;...Ξέχασες πως προσπαθώ να πεθάνω;
- Α...ναι. Συγγνώμη...

Παράπονο

- Γιατρέ, έχω ένα παράπονο.
- Από μένα;
- Όχι από σένα.
- Τι παράπονο;
- Ξέρω ότι με σκέφτεται. Μου το λέει. Λέει ότι με αγαπάει κιόλας. Λέει ότι δεν θέλει να με χάσει. Ό,τι κι αν συμβεί, θέλει να το μαθαίνω. Τα καθημερινά, τα αστεία, τα σοβαρά, τα δύσκολα, τα προβλήματα με το σπίτι, με την υγεία με τη δουλειά. Θέλει να με βλέπει για βόλτα πότε πότε...Έτσι για να ησυχάζει μέσα της ότι "υπάρχω" ακόμα. Μόνο μαζί μου μπορεί να δακρύζει και να λέει τον πόνο της.
- Μια ζωή είναι αυτή.
- Ναι..αλλά για τους άλλους κρατάει το χαμόγελο. Κρατάει το κέφι και δέχεται να της κάνουν δώρα "εκπλήξεις". Κάνει αυτό που έκανε όταν την είχα γνωρίσει. Χαμογελούσε απ' έξω κι από μέσα έκλαιγε. Εγώ το είδα. Θα το βλέπουν κι οι άλλοι τώρα. Και θα της πουν αυτά που θέλει να ακούσει.
Ενώ εγώ πια μιλάω στον αέρα. Κάποτε την κοίταζα στα μάτια και τα καταλάβαινε όλα. Τώρα απλώς κουνάει το κεφάλι. Εγώ που ξέρω ακόμα κι από τον τρόπο που αναπνέει ή περπατάει τι σκέφτεται και που πονάει.
Πότε θα τα μάθουν οι άλλοι όλα αυτά; Πότε θα προλάβουν; Και ως πότε θα ανεχτούν να είναι μαζί τους και να σκέφτεται εμένα;
Κάθεται απέναντί μου στο ημίφως και ψιθυρίζει. Με προσκαλεί και με διώχνει. Με παρακαλάει και με αρνείται. Με αγγίζει και καταστρέφεται.
- Άκου τι πληρώνεις κι εσύ κι αυτή λοιπόν.
Ένα όνειρο διαστρεβλωμένο από μια ζωή που σας έμαθαν να ζείτε και να περιμένετε τα λιγότερα. Σοκαριστήκατε από το μέγεθος αυτής της αγάπης και δεν πιστέψατε ότι τη ζούσατε. Γιατί τα μεγάλα πράγματα έχουν και μεγάλο κόστος.
Μαθαίνεις να εγκαταλείπεις. Μαθαίνεις ότι ο πρώτος μεγάλος έρωτας θα σε πληγώσει. Μετά θα βρείς κάτι πιο ήρεμο. Θα αγαπάς λιγότερο και θα φροντίζεις περισσότερο. Και κάθε επόμενη φορά, το μυαλό σου θα είναι πιο πολύ εκεί απ' ότι η καρδιά σου. Για να σε προσγειώνει. Για να σε "προστατεύει" από τη ζωή. Στο τέλος, θα βρίσκεις ευχαρίστηση στη δουλειά, στα ψώνια, στη διασκέδαση. Και θα ζεις ένα άνοστο πράγμα που θα του λείπει το μεράκι. Δεν θα ανησυχείς αν θα σε αγαπάει ακόμα το πρωί. Δεν θα φοράς το καλύτερο χαμόγελό σου για να της μιλήσεις. Απλώς θα είσαι ήρεμος ότι την έχεις δίπλα σου άμα τη χρειαστείς. Και κάθε τόσο μια σελίδα θα γυρνάει. Αλλά αντί για έκπληξη, το κείμενο θα είναι πάντα το ίδιο. Τόσο κουραστικά προβλεπόμενο. Τόσο αδιάφορα γνωστό.
- Κι έχω κι εγώ το παράπονό μου τώρα...
- Αυτό σε κρατάει ζωντανό. Ζήτα. Απαίτησε. Να παραπονιέσαι μέχρι να σε ακούσει. Αν δεν σ' ακούσει, δεν σ' αγαπάει. Απλό δεν είναι;
- Είναι;
- Μην παραδίνεσαι. Αν πολεμήσεις, κερδίζεις τουλάχιστον την αυτοεκτίμησή σου. Αν παραιτηθείς, τα χάνεις όλα με τη μία. Αδιάφορες "συνυπάρξεις " μπορείς να βρεις όσες θέλεις. Τα μάτια της να σε κοιτάζουν όμως, πότε θα τα ξαναβρείς;

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2007

Άνοιξε τα μάτια σου

- Γιατρέ;
- Έλα. Σε περίμενα.
- Τι κάνεις καλέ; Λαχανιασμένο σε ακούω.
- Τρέχω.
- Νυχτιάτικα;
- Εμ...πότε να προλάβω; Άλλωστε ήξερα ότι θα πάρεις μες τα μαύρα μεσάνυχτα και θα είχα και παρέα.
- Γιατρέ; εγώ παρέα σου; Με κολακεύεις.
- Καλά, καλά. Άρχισε να μιλάς και τα λέμε.
- Γιατρέ ανησυχώ. Είμαι τρελλός;
- Εσύ; Φυσικά και είσαι!
- Επ! Για συγγνώμη. Και μου το λες έτσι απότομα ;
- Είπα μήπως θεραπευθείς από το σοκ, αλλά που τέτοια τύχη;
- Δηλαδή; όντως είμαι;
- Για να δούμε...έχεις παρατήσει σπίτι και δουλειά. Δεν προσέχεις τον εαυτό σου, δεν τρως, δεν κοιμάσαι, άρχισες τα παυσίπονα και τα χάπια.. Απο την άλλη βέβαια είσαι ολοκληρωτικά ερωτευμένος με μια γυναίκα η οποία είναι "αόρατη". Χαζεύεις το φεγγάρι, ξενυχτάς, γράφεις τραγούδια κι όταν μιλάς μπερδεύεις τα λόγια σου. Μπα... τελικά δεν είσαι τρελλός. Οι τρελλοί έχουν ελπίδες. Εσύ δεν έχεις καμμία.
- Τι να κάνω;
- Άνοιξε τα μάτια σου. Κοίτα απλώς τι συμβαίνει γύρω σου και ερμήνευσέ το ψύχραιμα. Τι απ΄όλα αυτά έχεις ανάγκη;
- Τον πόνο μάλλον. Με κρατάει ζωντανό και μου δίνει έμπνευση.
- Ο υπερβολικός πόνος όμως, έρχεται στιγμή που φέρνει την απάθεια και την αναισθησία. Πρόσεξε γιατί σε λίγο θα είναι αργά. Μπορεί να καταφέρεις αυτό για το οποίο πάλευες και να μην το θέλεις πια.
- Για λαχανιασμένος και ξενύχτης, μια χαρά μου τα "έχωσες" τώρα.
- Καλύτερα να στα "χώσω" εγώ, παρά να σε χώσουνε σε κάνα ίδρυμα.
- Τόσο χάλια είμαι ε;
- Κι ακόμα περισσότερο.
- Μα εγώ είπα την αλήθεια. Δεν κράτησα τίποτα κρυφό. Γιατί είμαι τόσο άσχημα;
- Μήπως γιατί κανείς δεν σε ακούει;
- Ακούει, αλλά δεν κάνει.
- Κάνε εσύ τότε. Κοιμήσου για αρχή. Βρες δουλειά να απασχολήσεις το μυαλό σου. Γίνε καλά. Αυτοί που σε αγαπάνε θα χαρούν πραγματικά.
- Δεν στο υπόσχομαι πάντως.
- Δεν σου ζήτησα υπόσχεση. Να είσαι καλά την αυριανή μέρα σου ζήτησα μόνο. Μπορείς;
- Θέλεις να σου πω ψέμματα;
- Τότε καλή σου νύχτα. Όταν ξαναβρεθούμε, κοίτα να έχεις να μου πεις κάτι πιο όμορφο.
- Όμορφη είναι και η νύχτα γιατρέ. Λέω να την ζήσω λιγάκι ακόμα.. Λιγάκι.. Όσο την αντέχω.. Μια ζωή είναι. Θα περάσει.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 02, 2007

Από Παρασκευή σε Παρασκευή

- Έλα γιατρέ. Καλημέρα.
- Σου 'λειψα; Το ξημέρωμα δεν τα λέγαμε;
- Ναι. Αλλά δεν είπαμε και τίποτα σπουδαίο.
- Τελικά έχεις μια απίστευτη ευκολία να μηδενίζεις τα πάντα ε; Αν όσα λέμε δεν είναι σπουδαία, τότε γιατί κάνουμε τον κόπο να μιλάμε; Μήπως θέλεις να γυρίσεις στο κρεββάτι σου τώρα να συνεχίσεις κάτι πραγματικά σπουδαίο;
- Να γυρίσω; Μα δεν πήγα και καθόλου. Ξέρεις, οι καλύτερες ώρες της νύχτας είναι αυτές πριν το ξημέρωμα. Είναι που αρχίζει η κούραση να σε καταβάλλει, αλλά θέλεις να δώσεις και τα τελευταία σου αποθέματα. Έτσι κι αλλοιώς η καινούρια μέρα όταν θα έρθει, θα είναι ήδη παλιά για σένα.
- Τότε ας συνεχίσουμε τη ματαιότητά μας. Σε ακούω.
- Ξέρεις τις δύο τελευταίες αυτές βδομάδες, συμβαίνουν πράγματα που με έχουν ξεσηκώσει. Και ιδιαίτερα τις νύχτες της Παρασκευής.
- Χθες ήταν Σάββατο.
- Ναι..το Σάββατο έρχεται σαν θεραπεία. Ίσα να καταλάβω τι γίνεται και να συνεχίσω να περιμένω την επόμενη Παρασκευή.
- Για πάμε με την σειρά.
- Πιστεύεις στη μαγεία του χώρου; Πιστεύεις ότι σε ένα μέρος μπορεί τελικά να λειτουργεί η τύχη σου καλύτερα.
- Το είπες και μόνος σου. Τύχη. Βρίσκεις ένα μέρος που σου αρέσει και συχνάζεις εκεί. Λειτουργείς καλύτερα και άρα εκπέμπεις θετικά. Σκέψου όμως ότι το ίδιο συμβαίνει και στους υπόλοιπους εκεί μέσα. Με θετική διάθεση λοιπόν, όλα γίνονται.
- Χμμμ...δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι, αλλά με κάλυψες.
- Λοιπόν;
- Θα στα πω με τη σειρά. Πριν ξεκινήσω όμως, να σου ζητήσω συγγνώμη γιατί στα έκρυψα όλα αυτά τόσον καιρό. Τα κράτησα για μένα.
- Μη ζητάς ανόητες συγγνώμες. Προφανώς δεν ήσουν έτοιμος να τα πεις. Τώρα που τα επεξεργάστηκες μέσα σου, αυτό άλλαξε. Σ' ακούω.
- Παρασκευή λοιπόν. Νύχτα, τι άλλο. Στο δρόμο για το σπίτι χτύπησε το τηλέφωνο. Αναπάντεχη πρόταση, όπως όλες μέχρι τώρα. Ήταν από έναν φίλο που είναι πολύ κοινωνικό και δημοφιλές άτομο. Δεν μένει ποτέ μόνος του, κι έτσι η έκπληξη ήταν ακόμα μεγαλύτερη.
"Ραντεβού εκεί" μου είπε κι έκλεισε.
Σκέφτηκα να πάω σπίτι να φρεσκαριστώ, αλλά τελικά ήταν πιο βολικό να συνεχίσω για το κέντρο. Δεν ήμουν και τόσο χάλια. Μόνο 4 μέρες αξύριστος. Φυσιολογικός δηλαδή αν σκεφτείς την ιδιαίτερή μου σχέση με τα ξυράφια.
Είχα ξαναβρεθεί εκεί, αλλά υπό άλλες συνθήκες. Το μέρος αλλαγμένο. Άλλη ατμόσφαιρα. Πρωτοφανές για μένα αλλά προσαρμόστηκα αμέσως. Η σκηνοθεσία του χώρου μου άρεσε. Μπορούσες το ίδιο εύκολα να είσαι απομονωμένος ή στριμωγμένος με ένα σωρό άλλους.
Διαλέξαμε μια ωραία γωνίτσα και κάτσαμε σε κάτι παλιές πολυθρόνες.
Πάνω που είχα αρχίσει να χαλαρώνω και θα με έπαιρνε κι ο ύπνος - μην ξεχνάς πόσο μου λείπει ο άτιμος - προστέθηκαν καινούρια άτομα στην παρέα. Κάποιος ξάδερφος γιός πολιτικού, η συνοδός του - κανονικό φωτομοντέλλο - και μια φίλη της, ελαφρώς χαμηλότερων προδιαγραφών αυτή.
Μην στα πολυλογώ, αρχίσαμε να μιλάμε και να που ο πλούσιος ξάδερφος ήταν αρκετά ενδιαφέρων τύπος. Απογοητευμένος χρηματιστής, ήθελε να ανοίξει εστιατόριο και βλαστιμούσε που δεν συνέχισε να παίζει μουσική όπως όταν ήταν μικρότερος.
"Για στάσου" σκέφτηκα. Κι άλλος παραστρατημένος ποιητής μας βρήκε εδώ πέρα.
Κουβέντα στην κουβέντα, είπαμε να συνεχίσουμε σπίτι του. Είχαμε μαζευτεί οκτώ εννιά άτομα ακόμα. Ξέχασα να σου πω, ότι ο φίλος που με κάλεσε, όπου και να πάει κάνει μίνι πάρτι. Έτσι κι εδώ. Είχε καλέσει άλλους δέκα, εμφανίστηκαν κάμποσοι και η παρέα έγινε μεγάλη.
- Ωραίος τύπος.
- Ναι..καλός είναι, αρκεί να μην τον θέλεις αποκλειστικότητα να πείτε καμμιά κουβέντα. Εκεί την πάτησες. Θα έχεις κι άλλους δέκα στο ακροατήριο. Ένα πράγμα σαν τις γκόμενες που ενώ προσπαθείς να τις ξεμοναχιάσεις, πιάνουν το κινητό να δουν μήπως του έστειλε κανείς μήνυμα, έτσι για να σου δείξουν ότι δεν είσαι και το πρώτο πράγμα που τις απασχολεί.
Τέλος πάντων, το σπίτι του νέου απίστευτο. Ρετιρέ στο κέντρο με θέα το Λυκαβηττό. Καλά, υπάρχουν τέτοια άτομα που μένουν σε τέτοια σπίτια;..υπάρχουν μάλλον. Και μέσα στο σπίτι όπου το πλήθος ξεχύθηκε και άρχισε να περιεργάζεται το χώρο, να'σου κι ένα μικρό στούντιο. Καλά που ο τύπος είχε παρατήσει τη μουσική. Δηλαδή άμα τό εξασκούσε το άθλημα τι περισσότερο θα είχε στημένο εκεί μέσα;
Κουβέντα στην κουβέντα και ποτό στο ποτό, έπεσε φυσικά και η πρόταση. Δεν παίζετε τίποτα να ακούσουμε;
Ναι, φυσικά. Θα πιάσω κιθάρα μετά από διακόσια χρόνια και όλοι θα πέσετε λιπόθυμοι. Τι λέτε ρε όρνια;
Μέχρι όμως να τα σκεφτώ όλα αυτά, παίζαμε ήδη. Κάτι το χαλάρωμα, κάτι οι τελευταίες ώρες της νύχτας που λέγαμε, έγινε κανονικός χαβαλές. Ούτε που με ένοιαζε πιά. Βαράγαμε σαν χαζά και το πλήθος αποθέωνε.
"Ρε, λες να παίζουμε καλά;" σκέφτηκα προς στιγμήν. Γιατί σε τρία δευτερόλεπτα το έβγαλα από το μυαλό μου για να μην αγχωθώ. "Σκάσε και τραγούδα" λοιπόν.
Ξέχασα όμως να σου πω το κυριότερο. Για τις γυναίκες της παρέας. Γι αυτές δε γίνονται όλα σ' αυτή τη ζωή; Είχαν προστεθεί άλλες δύο, σκέτος θάνατος. Κορμάρες και με έναν αέρα που σου έκοβε τα πόδια. Τι κάνεις λοιπόν όταν η μία από αυτές, ασχέτως συνθηκών δεν έχει ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω σου; Προχωράς; Υποκύπτεις; Λές καμμιά βλακεία να περάσει η ώρα; ή απλώς σκέφτεσαι ότι "μπόρα είναι θα περάσει"; Σε λίγο ξημέρωνε και όλα αυτά θα γίνονταν μια ακόμα εικόνα του μυαλού. Ποιός ο λόγος να την κάνουμε πιο περίπλοκη;
Έλα όμως που οι γυναίκες γουστάρουν τα περίπλοκα.
- Εσύ το είπες. Όλα γι αυτές γίνονται σ' αυτή τη ζωή.
- Έτσι ακριβώς. Και έχουν έναν τρόπο να σε οδηγούν αλλού.
Χωρίς λοιπόν να το πολυκαταλάβω, αλλά και χωρίς να αντισταθώ ιδιαίτερα, βρέθηκα μόνος μαζί της στο μπαλκόνι. Τι μπαλκόνι δηλαδή, γήπεδο κανονικό. Έξω βρισκόταν ήδη ένα ζευγάρι από την παρέα σε πολύ προχωρημένη σεξουαλική διάθεση. Μα καλά. Τόσα δωμάτια στο σπίτι, εδώ βρήκανε;
Η θέα της πόλης μου προκαλούσε ανυπομονησία. Σα να είχε αρχίσει να ζωντανεύει ήδη η κίνηση. Ή σα να μη σταμάτησε και ποτέ.
Αρχίσαμε να μιλάμε. Τελικά μπορεί να πεις πάρα πολλά σε πολύ λίγο χρόνο αν έχεις τη διάθεση. Τα υπόλοιπα τα λέει η σιωπή. Και υπήρξε αρκετή σιωπή. Σαν σεβασμός. Σαν φόρος τιμής στους απόντες.
Ήταν όμορφες οι στιγμές μετά. Χωρίς προσδοκίες και δυσκολίες. Όλα αυθόρμητα.
Όπως κι η τελευταία κουβέντα που της είπα εκείνο το βράδυ.
"Θέλεις να είναι όλο αυτό μια όμορφη ανάμνηση ή μια ακόμα τύψη;"
'Εσκυψε το κεφάλι της και ένα μικρό δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.
"Σ' ευχαριστώ" ψιθύρισε και ξαναβρήκε το δρόμο της προς το σπίτι.
Η πρωινή αύρα με ανατρίχιασε. Που να ήταν άραγε η δικιά μου ζωή τώρα; Ποιός της μιλούσε και τι της έλεγε; Την προστάτεψε ή την εκμεταλλεύτηκε;
Ένα τελευταίο τραγούδι θα έλεγα πριν φύγω από το υπέροχο αυτό σπίτι. Κι η θέα της πόλης μία θύμηση να με πληγώνει.
- Γύρνα σπίτι. Βρες το δρόμο σε παρακαλώ. Πήγαινε να ξεκουραστείς. Τα υπόλοιπα μια άλλη φορά.
- Μια άλλη φορά, γιατρέ. Μια άλλη ανάμνηση με περιμένει. Καλημέρα.

Κι εσύ, όπως κι εγώ

- Θρύψαλλα και σκουπίδια τώρα...
- Πως πέρασες;
- Περίεργα. Όλα όσα αγαπούσα ήταν εκεί, εκτός απ' την αγάπη την ίδια..
- Ξενύχτησες πάλι.
- Μη σε νοιάζει για μένα, γιατρέ. Τόσο μπορώ, τόσο κάνω.
- Για να μπορείς και να κάνεις όμως, θέλει και λίγο μυαλό.
- Αυτό πάει..Ζήτα μου τώρα κάτι άλλο.
- Σου ζητάω να ξεκουραστείς. Να ηρεμήσεις. Να ξαναγίνεις άνθρωπος.
- Για να γίνω και πιο εύκολος ε; Μπα... Μου ζητάς να ξεχάσω. Μου ζητάς να πεθάνω δηλαδή.
- Ας είναι. Καλό ξημέρωμα λοιπόν.
- Καπνός θα γίνω, χώμα και νερό.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 30, 2007

Φεγγάρι (Ανάμνηση)

- Καλησπέρα γιατρέ.
- Καλησπέρα. Είπες περασμένα μεσάνυχτα, αλλά δεν είπες ποιά μεσάνυχτα.
- Αν ερχόμουν χθες, θα ήταν ξημερώματα οπότε το άφησα. Όταν έξω είναι σκοτάδι, νομίζω πως μιλάω καλύτερα. Νομίζω πως έχει περισσότερη ησυχία και τα λόγια μου δεν πέφτουν στο κενό.
- Τώρα, έξω είναι σκοτάδι.
- Και ήρθε η ώρα να λογαριαστώ με τα φαντάσματά μου.
- Ξεκίνα και θα σε προσέχω εγώ.
- Είμαι πολύ κουρασμένος απόψε. Γι αυτό είπα να σου πω μια ιστορία. Ένα γράμμα με το οποίο κάποτε ξεκίνησε μια μέρα..
.
"Θα σου πω μια ιστορία για το φεγγάρι που σου αρέσει.
Δεν είναι ακριβώς ιστορία, πιο πολύ μια εικόνα που είδα σήμερα γύρω στις 4.00 το πρωί.

Πριν πέσω να κοιμηθώ, άνοιξα το παράθυρο για να κοιτάξω τη θάλασσα που τόσο πολύ σου αρέσει κι αυτή.
Μέσα στη νύχτα, δεν μπορώ να πω ότι την είδα.
Κοίταζα απλώς προς τη μεριά της, με τα φώτα της πόλης να φαίνονται καθαρά.
Η ατμόσφαιρα ήταν κρυστάλλινη από το βοριαδάκι κι ο αέρας παγωμένος.
Έτσι όπως με χτύπησε στο πρόσωπο ήταν πολύ ανακουφιστικός.

Έκανα να πάρω μια δυο βαθειές ανάσες.
Σήκωσα το κεφάλι μου και τότε το είδα.
Ένα ολόφωτο ασημένιο φεγγάρι που σιγά σιγά γέμιζε.

Και ήταν μόνο του, ταξιδιάρικο ανάμεσα στα γκρίζα σύννεφα.
Τα γκρίζα σύννεφα που σχημάτιζαν μια τρύπα, ένα ξέφωτο σκέφτηκα....
Ένα ξέφωτο, που λές και για εκδίκηση, το φεγγάρι είχε γεμίσει με την παρουσία του.
Είχε εκμεταλλευτεί το μοναδικό κομμάτι καθαρού ουρανού κι έκανε την βόλτα του.

Όμως τα σύννεφα τα γκρίζα, ήταν περισσότερα και δεν άργησαν να θυμώσουν με την αλαζονεία του ανόητου φεγγαριού.
Σιγά σιγά το πλησίασαν και άρχισαν να το σκεπάζουν.
Αυτό αντιστάθηκε, ξαναβγήκε για λίγο αλλά στο τέλος υπέκυψε.

Στο τέλος φαινόταν μόνο μια υποψία λάμψης πίσω από το πέπλο που απλώθηκε μπροστά του. Ήταν πάντα εκεί, αλλά ήταν κρυμμένο, θλιμμένο, μα ποτέ νικημένο.
Η μοίρα του πάντα ίδια.
Να λάμπει ακόμα κι όταν δεν φαίνεται.
Να περιμένει την επόμενη καθαρή νύχτα για να φανεί. Και μόνο για όσους το κοιτάζουν.

Έτσι και το δικό σου το φεγγάρι.
Όσο είναι στο ξέφωτο μπορείς να το χαζεύεις, να του μιλάς και να ορκίζεσαι στο φως του. Μέχρι να το ξανασκεπάσουν τα γκρίζα σύννεφα μιας ανούσιας ζωής..."

- Ξεκίνησε η μέρα. Καλημέρα.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 29, 2007

Τι να κάνω;

- "Σε κοίταζα τώρα και μελαγχολούσα.
Μόνο να σε άγγιζα λίγο ήθελα.
Να εξαφανιστούν όλοι για δυό λεπτά, για να σε αγγίξω.
Αν η ματιά μου ήταν τα χέρια μου, τώρα θα σε είχα αγκαλιάσει και θα σε είχα σφίξει τόσο δυνατά...."
- Όμορφη σκέψη. Κράτησέ την κι αυτήν.

Υπόσχεση

- "Σου υπόσχομαι σήμερα να γίνω αόρατος. Να μην ακουστώ καθόλου. Δεν έχω ανάγκη να σε βλέπω και να σε ακούω πιά....είσαι ήδη τόσο πολύ μέσα μου που απλώς σε αισθάνομαι......"
Το θυμάσαι αυτό, γιατρέ;
- Χμμμ...εγώ το θυμάμαι. Οι άλλοι που θα έπρεπε όμως, το θυμούνται;

Μια ανάσα

- Έχεις αρχίσει να με εκνευρίζεις λιγάκι, το ξέρεις;
- Γιατί γιατρέ μου; Τι έκανα πάλι;
- Τι δεν έκανες να ρωτάς.
- Τι δεν έκανα;
- Δεν προστάτεψες την ηρεμία και τον εαυτό σου. Παραιτήθηκες πολύ εύκολα από τα προνόμια που τόσο δύσκολα απέκτησες.
- Μα εγώ...
- Άσε τα "μα" και τα "ξε-μα". Εσύ! Εσύ που βιάζεσαι. Εσύ ο ανυπόμονος.
- Τι να έκανα;
- Υπομονή. Τώρα δεν έχεις τίποτα πια, παρά μια σικέ κοροϊδία να σου κάνει παρέα. Έδωσες ευθύνη και πρωτοβουλία σε αυτούς που δεν άξιζαν. Κοίτα να ηρεμήσεις γιατί θα χάσεις και τον εαυτό σου στο τέλος. Δεν είσαι αγαθό για μοίρασμα. Άνθρωπος είσαι. Οι υπόλοιποι ας ζήσουν με τις ανεπάρκειές τους. Μη γίνεσαι εσύ το άλλοθι για τη σύγχιση που κουβαλάνε.
- Ανάσα θα πάρεις γιατρέ;
- Μία μόνο. Πάρε όμως κι εσύ άλλη μία και σκέψου. Πονάει στην αρχή αλλά υπάρχει ανταμοιβή.
- Προσπαθώ να ανασάνω.
- Είσαι κι εσύ σαν όλους τους άλλους ε; Προτιμάς τα παιχνίδια που ξεκινούν εντυπωσιακά. Στριμώχνεις τον αντίπαλο και χάνεις κάνα δυό καλές ευκαιρίες. Αλλά όταν τελειώνει το παιχνίδι έχεις χάσει. Πάρ' όλα αυτά συνεχίζεις να ζεις με τα "αν" και τα "μήπως". Με το όραμα μιας υποθετικής νίκης που ποτέ δεν ήρθε.
- Υπάρχει κι άλλο παιχνίδι, γιατρέ;
- Υπάρχει η αλήθεια. Είναι πικρή και δύσκολη στην αρχή, αλλά το τέλος πάντα σου ανήκει. Μην αφήνεις τους ψεύτες και τους διπρόσωπους να σου κάνουν παρέα. Μην τους αφήνεις να δικαιολογούν τις αδυναμίες τους με τις προστυχιές τους.
- Ουδείς αλάνθαστος.
- Άλλο "κάνω λάθος" κι άλλο "είμαι λάθος".
- Νομίζω πως υποψιάζομαι τι θέλεις να πεις.
- Μακάρι.
- Καλή σου νύχτα λοιπόν.
- Καλή ξεκούραση γιατρέ.

Τρίτη, Νοεμβρίου 27, 2007

- Γιατρέ, πιστεύεις ότι κατά βάθος όλοι οι έρωτες είναι ίδιοι;
- Δεν ξέρω. Εσύ πιστεύεις ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι;
- Ίδιοι δεν είναι. Αλλά μου φαίνεται ότι όλοι πάσχουν και υποφέρουν από τα ίδια πράγματα. Πόσο διαφορετικός όμως μπορεί να είσαι, όταν λες κάπου την ιστορία σου και την έχουν ξανακούσει όλοι εκατό φορές;
- Και; Που είναι το πρόβλημα; Έχεις ανάγκη να πάσχεις εσύ από κάτι πρωτότυπο; Σε σοκάρει που ο πόνος σου δεν είναι ο μοναδικός πάνω στον πλανήτη;
- Όχι. Με σοκάρει πως πιθανώς η αιτία που με κάνει να πονάω, είναι ανύπαρκτη.
- Υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό σου αν προσπαθείς να το περιορίσεις το θέμα.
- Πολύ στενή προοπτική για κάτι που με συγκλονίζει.
- Μα το πρώτο βήμα για να ηρεμήσεις, είναι να αντιληφθείς το πραγματικό μέγεθος του προβλήματός σου. Αμέσως μετά ανακαλύπτεις ότι και ο ίδιος σου ο εαυτός είναι μια σταγόνα μέσα στον ωκεανό της ανθρωπότητας, και ότι η ζωή που βασανίζεις με τη βλακεία σου δεν είναι παρά μια στιγμή μέσα στην αιωνιότητα.
- Ξεφτύλα δηλαδή. Πολύ μικρός, πολύ λίγος και πολύ σύντομος.
- Και πολύ ανόητος τελικά.
- Τώρα με βρίζεις;
- Μπα...σου υπενθυμίζω απλώς.
- Μια και είσαι τόσο ευγενικός μαζί μου, μήπως μπορείς επιτέλους να μου πεις τι να κάνω;
- Μα, αυτό που ήδη κάνεις. Απλώς πιο αποφασιστικά. Μην δίνεις δικαίωμα στους άλλους να ανακατεύονται και να συμμετέχουν στη ζωή σου. Ζήσε εσύ, και απλώς προσκάλεσε αυτούς που επιθυμείς. Όσοι ακολουθήσουν θα είναι εκεί. Για τους υπόλοιπους δεν θα σου περισσέψει ούτε μια στιγμή.
- Ούτε μια στιγμή.
- Πάω μια βόλτα να πάρω αέρα τώρα. Έρχεσαι;
- Μπα..αφού με ξέρεις γιατρέ. θα σου χτυπήσω πάλι την πόρτα περασμένα μεσάνυχτα.
- Μεγάλη νύχτα κι απόψε;
- Θα δείξει..Εσύ πρώτος θα τα ακούσεις.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2007

Τόσα πολλά και τόσα λίγα

- Είναι νωρίς ή μου φαίνεται;
- Δεν είχα ύπνο.
- Ναι, εντάξει. Θύμησέ μου φεύγοντας να σου δώσω τα αγαπημένα μου χάπια.
- Δε θέλω χάπια γιατρέ για να κοιμηθώ. Θέλω το φιλί της στο μέτωπο και το χάδι της στα μαλλιά μου.
- Λυπάμαι αλλά δεν έχω τέτοια δύναμη. Αυτά που ζητάς αγγίζουν άλλα όρια. Δε χωράνε σε μπουκαλάκια και συνταγές.
- Ούτε κι οι στιγμές χωράνε. Αλλά τις κάνουμε φωτογραφίες και τις φυλακίζουμε. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από περιουσίες για να υπάρχει. Έτσι δεν είναι;
- Κι η δικιά σου περιουσία; Που την έκρυψες τώρα;
- Θέλω τα λίγα στις τσέπες μου και τα πολλά στην καρδιά μου.
- Τόσα πολλά και τόσα λίγα λοιπόν.
- Όμορφο πράγμα η φροντίδα γιατρέ. Έρχομαι εδώ και με φροντίζεις. Μπορεί να με μαλώνεις και να θέλεις να με αλλάξεις, αλλά κατά βάθος σου αρέσω όπως είμαι, έτσι δεν είναι;
- Κι εσύ; Για ποιόν θα γίνεις γιατρός τώρα;
- Δεν ξέρω. Ακολούθησα την καρδιά μου τόσο πολύ που σοκαρίστηκα. Έζησα στιγμές που είχα φύγει από το σώμα μου και δεν σκεφτόμουν τίποτα. Έκανα μόνο. Από ένστικτο. Και ήταν υπέροχα. Δεν υπάρχει κίνδυνος σε τέτοια πράγματα. Ένα κενό υπάρχει μετά, όταν κάποιος τραβάει τις κουρτίνες και το φως σε τυφλώνει.
- Πως ήταν;
- Εξωπραγματικά. Βλέπεις κάποιον να υποφέρει και τα ξεχνάς όλα. Σκέφτεσαι ότι αυτός ο άνθρωπος δίπλα σου απλά υπάρχει, κι ότι αν κάνεις το καλύτερο που μπορείς γι αυτόν, θα έχεις φτιάξει μια υπέροχη στιγμή.
Δεν έχει σημασία αν είναι μπερδεμένος ή δυστυχισμένος. Δεν έχει σημασία αν δεν έχει σπίτι ή κανείς δεν τον καταλαβαίνει. Δεν έχει σημασία αν οι φίλοι του, του δίνουν λάθος συμβουλές. Δεν έχει σημασία αν κρέμεται από μια κλωστή κι αυτή η κλωστή είναι στα χέρια κάποιων άλλων. Είσαι εσύ εκεί και θα τον γλυτώσεις. Τις λίγες πολύτιμες στιγμές που θα στο επιτρέψει να είσαι κοντά του, θα δώσεις τα πάντα.
Δεν κράτησα τίποτα. Πρώτη και τελευταία φορά μαζί. Άδειασα την ψυχή και το σώμα μου για να δω ένα χαμόγελο να ανθίζει.
- Και; Το είδες τελικά αυτό το χαμόγελο;
- Πίσω από τα δάκρυα και τον πόνο ήταν δύσκολο. Θα σου πω μια άλλη φορά.

Τρεις νύχτες: Μια απώλεια, μια ελπίδα, μια ζωή.


Μια απώλεια
- Σταμάτα να σκέφτεσαι κι άρχισε να μιλάς.
- Και τι να πω γιατρέ; Χάνομαι νομίζω. Τόσο απλά και ήσυχα. Είναι πολύ ήρεμο αυτό το τέλος για τη φουρτούνα που με έφερε μέχρι εδώ.
- Κατά βάθος το ήξερες όμως;
- Από την πρώτη στιγμή νομίζω. Από τη στιγμή που ξαναμύρισα την ύπαρξή της δίπλα μου. Σαν χαμένο παιδί που έψαχνε το δρόμο του. Βρήκα τον προορισμό μου και μετά τον αποχαιρέτησα.
- Πως έγινε;
- Απλά. Ήσυχα. Ήρεμα. Ζούσα μόνος σε ένα σπίτι άδειο. Δεν είχε μέσα του ζωή, ούτε εικόνες, ούτε αναμνήσεις. Βουβαμάρα. Κρατούσα τα πράγματα σε μια τάξη για να έχει νόημα αυτό το κενό γύρω μου.
Δεν ήταν ξαφνικό, αλλά ήρθε και τα πήρε όλα αυτά μαζί της.
Τώρα κάθε γωνιά του έχει κάτι να μου θυμίζει. Αρώματα, βλέμματα, φωνές, δάκρυα...πολλά δάκρυα. Πολλή θλίψη και άπειρη αγάπη.

Μια ελπίδα
- Και τώρα;
- Τώρα φοβάμαι να γυρίσω πίσω. Δεν ήμουν όσο γενναίος έπρεπε. Τώρα η απώλεια, με οδηγεί στην ελπίδα.
- Τι ελπίζεις;
- Να ανοίξω τα μάτια μου και να έχω βγεί απ' το κακό όνειρο. Και η ανάσα της δίπλα μου να μου κρατάει το ρυθμό στα τραγούδια.

Μια ζωή
- Νομίζω φίλε μου πως αν συνεχίσεις έτσι, στο τέλος θα πεθάνεις.
- Όλοι μας δεν θα πεθάνουμε κάποια στιγμή, γιατρέ;
- Αντί να κάνεις πλάκα, κοίτα λιγάκι τη φάτσα σου στον καθρέφτη.
- Την κοίταξα. Το ξημέρωμα. Και τρόμαξα. Γι αυτό ήρθα απόψε.
- Δεν είναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου ευτυχισμένου που αγαπάει αυτό. Είναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου δυστυχισμένου που υποφέρει.
- Ή απλώς ενός ανθρώπου που έχει να κοιμηθεί τρεις μέρες.
- Και που ακόμα αντέχει;
- Όχι.. όχι πια.. τελείωσα..
- Πήγαινε να ησυχάσεις.
- Μια κουβέντα μόνο. Μια κουβέντα να σου πω πριν φύγω.
- Σε ακούω.
- Είναι κάτι νύχτες, της είπα, που έχουν σημαδέψει τη ζωή μου. Τις θυμάμαι λεπτό προς λεπτό. Και θα τις θυμάμαι για πάντα. Νομίζω πως χθες προστέθηκε άλλη μία.
- Λεπτό προς λεπτό.. Όπως θα έπρεπε να τα ζεις όλα αυτά για να τα αντέξεις.
- Λεπτό προς λεπτό, και θα έχει περάσει μια ζωή ολόκληρη.
- Πήγαινε τώρα. Ξάπλωσε στο ποτισμένο από τα δάκρυά της μαξιλάρι. Ανάσανε τη μυρωδιά της στις πετσέτες και τα σεντόνια. Κοίτα τα σημάδια που άφησε φεύγοντας. Ρούφηξέ την τη ζωή σου.
- Λεπτό προς λεπτό, λοιπόν. Καληνύχτα γιατρέ.

Σάββατο, Νοεμβρίου 24, 2007

Χίλια κομμάτια

- Για πες μου;
- Αρχή εβδομάδας. Τηλέφωνο ξαφνικό. Γνωστοί παλιοί που έγιναν φίλοι, ζήτησαν να με δούν. Θα είναι πολλοί κι εγώ μόνος μου δε θα βολεύομαι. Το σημειώνω σε μια άκρη του μυαλού μου.
Έφτασε η μέρα ή μάλλον η νύχτα να πώ καλύτερα.
- Δουλειές;
- Τελειώσανε αργά. Σακίδιο βαρύ και βήμα αργό. Δεν ξέρω που πάω.
- Καιρός;
- Χειμώνας, αλλά γλυκός. Κοιτάω ψηλά. Μια αναιδής πανσέληνος φλερτάρει με τα σύννεφα.
- Κίνηση;
- Πολλή. Ο μεγάλος δρόμος δίπλα στο ποτάμι είναι γεμάτος. Το παίρνω απόφαση. Όπως ανηφορίζω, κάνω αριστερά για το προάστιο της διασκέδασης.
- Εύκολα;
- Πολύ. Η παλιά μου γειτονιά ζωντανεύει.
- Μέρος;
- Μαγαζί καινούριο. Πολύς κόσμος. Κάπνα. Φασαρία. Μέτριο φαγητό. Ορχήστρα. Θεούλη μου, αν ξανακούσω έστω και μια φορά ακόμα ένα από αυτά τα "διασκεδαστικά" σουξέ-κλισέ, θα ξεράσω.
- Ατμόσφαιρα;
- Φιλική. Κόσμος από τα παλιά. "Που είσαι τώρα;", "Είσαι καλά;". Τα γνωστά. Πολλοί ρωτάνε, λίγοι καταλαβαίνουν. Το εκτιμώ. Χαλαρώνω. Νύχτα είναι, θα περάσει.
- Μετά;
- Αλλού. Άσχημα. Εκεί κι αν είχε φασαρία. Η μουσική έγινε εχθρός μου ξαφνικά. Το ίδιο κι οι πληρωμένοι φιγουρατζήδες που σουλατσάρουν στην πίστα και λικνίζονται σε ρυθμούς που δεν είναι δικοί τους, αλλά ξένοι.
- Τι βλέπεις;
- Τα παντα και τίποτα. Βλέπω αλλά δεν συγκρατώ. Αδειάζω αμέσως. Δεν χωράω τίποτα άλλο πια. Λυπηθείτε με κάποιος.
- Φευγιό;
- Ξημέρωνε. Κρύο πολύ. Αγγαρεία. Ταξίδι στα βόρεια. Εθνική οδός. Μωβ γράμματα που τραβάνε την προσοχή μου, αλλά δεν αξίζουν τη μνήμη μου. Στρίβω σωστά την τελευταία στιγμή. "Καληνύχτα" - "Καληνύχτα". Υγρασία στο δρόμο και το κρύο χειρότερο. Η πανσέληνος έχει κρυφτεί. Βαρέθηκε κι αυτή να περιμένει.
- Και τώρα;
- Τώρα έξω τα πουλιά άρχισαν να κελαηδάνε, αλλά εγώ θέλω να κοιμηθώ μια φορά ήρεμος και να ξυπνήσω στην αγκαλιά της. Απόψε ήταν παντού γύρω μου.
- Στο εύχομαι. Καλή ξεκούραση.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 23, 2007

Όνειρα (IV) - Πάντα είναι αργά

Κοιμόσουν δίπλα μου. Όπως παλιά. Εγώ πάλι ξενυχτούσα και σε χάζευα. Όπως παλιά.
Ήταν μαγικό, αλλά ποτέ δεν χόρταινα αυτή την αθωότητα και την ηρεμία που είχε η μορφή σου όταν ονειρευόσουν. Κι η αναπνοή σου, ένα απαλό δροσερό αεράκι μέσα στη νύχτα.
.
.
Με πήρε και μένα ο ύπνος.
Μια νύχτα από τις πολλές που ακολούθησαν, έσπασες τη σιωπή σου. Είπες πως σου έλειψαν όλα αυτά. Πως με θυμάσαι όταν πονάς και έγνεψες καληνύχτα.
.
.
Ξύπνησα. Έκανε κρύο και ήμουν μόνος μου. Στο τέλος του ονείρου, είχα βρεθεί στο τιμόνι του αυτοκινήτου μου που γκρεμιζόταν από έναν βράχο.
Έπρεπε να είχα ακούσει τον γέρο σοφό με τα χοντρά γυαλιά και το ατημέλητο μαλλί.
"Πάντα είναι αργά. Μην περιμένεις ούτε στιγμή για να αδράξεις τις λέξεις και να τις βάλεις στο χαρτί. Τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους."

Αγάπης αγώνας...

- Γιατί χτυπάς την πόρτα μου μεσάνυχτα;
- Πρώτον δεν είναι μεσάνυχτα. Είναι ξημερώματα. Και δεύτερον γιατρέ, τι ερώτηση είναι αυτή; Σαν στίχος από καψουροτράγουδο μου ακούστηκε.
- Ε, όχι και καψουροτράγουδο. Έχω κι εγώ τις επιρροές μου..
Λοιπόν; δεν μου είπες ακόμα τι σε φέρνει εδώ;
- Είχα μια απρόσμενη συνάντηση.
- Την ξαναείδες;
- Ποιάν;...α..όχι όχι...Κάποια άλλη είδα. Είχα μόλις μπει στο μετρό. Χάζευα τις φάτσες στο βαγόνι, και ξαφνικά είδα δυό μάτια να με κοιτάζουν με απορία και έκπληξη ταυτόχρονα.
"Εσύ είσαι;" με ρώτησε.
"Γιατί καλέ; ποιόν άλλον περίμενες;" είπα. Άκου ο αδιόρθωτος τι της είπα της κοπέλλας. Κρίση χιούμορ έπαθα.
- Ναι, αλλά δεν μου είπες ακόμα. Αυτή ποιά ήταν;
- Μεγάλη ιστορία γιατρέ.
- Πιο συγκεκριμένα;
- Μια παλιά αγάπη. Πολύ παλιά όμως...
- Πως ήταν;
- Ίδια. Όπως την θυμόμουν. Αν εξαιρέσεις το ντύσιμο φυσικά. Βλέπεις εγώ την ήξερα φοιτήτρια και τώρα είναι δικηγόρος.
- Αλήθεια; Και με τι ασχολείται;
- Εδώ είναι η πλάκα. Θυμάμαι που έλεγε πως της άρεσε το εμπορικό δίκαιο και της έλεγα να ασχοληθεί με τα πνευματικά δικαιώματα. Έπαιζα μουσική τότε, και είχα καταλάβει πως η φάση αυτή ήταν ανύπαρκτη στη χώρα μας.
- Μη μου πεις;
- Δε σου λέω, αλλά αυτή τη στιγμή με αυτό ασχολείται. Δεν την ξέχασε ποτέ την πρότασή μου.
- Εσένα; Σε ξέχασε;
- Φατσικώς, όχι. Συναισθηματικώς, φαντάζομαι ότι το τακτοποίησε το ζήτημα.
- Γιατί το λές έτσι;
- Γιατί όταν το διαλύσαμε, προσπάθησε να αυτοκτονήσει δυό φορές. Και μετά έμαθα ότι είχε περάσει έναν πολύ δύσκολο χρόνο με χάπια και αλκοόλ.
- Τι μου λές; Αυτά είναι πολύ σοβαρά πράγματα. Δεν κάνεις πλάκα; Για σένα προσπάθησε να αυτοκτονήσει;
- Έτσι μου είχε πει αργότερα. Εγώ όμως ήξερα ότι ήταν παιδί χωρισμένων γονιών. Η μάνα της ήταν μια κακιά στρίγγλα που την είχε γεμίσει με ενοχές και κόμπλεξ.
Είχε κάνει ένα ακόμα αγόρι με τον πατριό της και την είχε για άνθρωπο δεύτερης κατηγορίας. Το κακόμοιρο το κοριτσάκι ζούσε μια φρίκη. Την έτρωγαν οι ανασφάλειες.
Γι αυτό με είχε τρελλάνει και μένα. Δε με άφηνε σε χλωρό κλαρί. Καλό παιδί κι εγώ, τα ανεχόμουν όλα, αλλά κάποια στιγμή εγκατέλειψα. Της είπα "τέλος". Φυσικά δεν το πίστεψε. Αλλά όταν πια είχε πειστεί, άρχισε τα μελλοδραματικά.
Τώρα που τα σκέφτομαι βέβαια, δεν είναι αστεία. Με τη νεανική μου όμως αλαζονεία, μου είχαν φανεί πολύ υπερβολικά. Και η αλήθεια είναι, ότι όσο κι αν είχα υποφέρει για χάρη της, όσο κι αν την είχα στηρίξει, έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου.
Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου, ότι αν ποτέ κάνω παιδιά, να μην τα εγκαταλείψω. Να μην τα υποχρεώσω να αισθανθούν αυτόν τον πόνο και την ανασφάλεια που έβλεπα στα μάτια αυτής της νεαρής κοπέλλας. Βέβαια, με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβα ότι η φυγή του πατέρα της ήταν το ένα κομμάτι. Το χειρότερο ήταν η μετέπειτα συμπεριφορά της μάνας της. Πολύ αργότερα και κατά τύχη, έμαθα ότι και ο αδερφός της είχε μπλέξει με ναρκωτικά. Κρίμα.
- Θα μπορούσες να γράψεις ολόκληρο μυθιστόρημα με αυτά που μόλις μου είπες.
- Μπα...δεν το σκοπεύω.
- Και τι είπατε;
- Ένα σωρό πράγματα. Όμορφα ήταν. Είναι ακόμα μόνη της. Της αρέσει λέει, έτσι. Ζει σε ένα ωραίο σπίτι στα προάστια. Συζητώντας μάλιστα, ανακαλύψαμε ότι κυκλοφορούμε σε παρόμοια μέρη και για ένα διάστημα εργαζόμασταν και πολύ κοντά. Απορήσαμε πως δεν είχε τύχει να ξαναβρεθούμε.
- Χάρηκες που την είδες;
- Όχι ακριβώς. Ας πούμε πως κάτι τακτοποίησα μέσα μου.
- Και μετά;
- Μετά, το μετρό έκανε τη δουλειά του και πήγε ο καθένας στον προορισμό του. Κι ο δικός μου ήταν ο οδοντίατρος.
- Φρίκη;
- Μπα...η φρίκη ήταν όταν βγήκα.
.
.
- Ήταν ήδη έξι το απόγευμα και είχε σκοτεινιάσει. Υπολόγισα πως θα ήταν στο τρένο γυρνώντας από τη δουλειά. Μου έχει λείψει απίστευτα και την σκεφτόμουν συνέχεια. Έπιασα το κινητό και σχημάτισα γρήγορα ένα μήνυμα. Αλλά δεν το έστειλα ποτέ..
- Τι έλεγες;
- Έλεγα "Είμαι στο πεζοδρόμιο κάτω από τον οδοντίατρο και σε περιμένω. Έλα να σε δω λιγάκι. Έλα να σε ρωτήσω "τι τρέχει;" και αντί να απαντήσεις να χαμηλώσεις το βλέμμα σου. Έλα και σου έχω ένα δώρο. Ένα βιβλίο από τον αγαπημένο σου συγγραφέα: "Αγάπης αγώνας άγονος". Έλα να σου το δώσω, να το διαβάζεις χρόνια μετά και να με θυμάσαι όπως ήμουν. Και μακάρι να καταλάβεις πως δεν πέρασε λεπτό από εκείνο το απόγευμα του Φεβρουαρίου."
- Θα μπορούσες να γράψεις ολόκληρο μυθιστόρημα με αυτά που μόλις μου είπες.
- Το μυθιστόρημα το έγραψα, γιατρέ. Για τον ήρωα ψάχνω ακόμα.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 22, 2007

Διάλειμμα για διαφημίσεις

- Γιατρέ, χτυπάει το κινητό σου.
- Συγγνώμη. Έπρεπε να το είχα κλείσει. Ξεχάστηκα...
Λοιπόν; που είχαμε μείνει;
- Δεν είχαμε ξεκινήσει ακόμα, οπότε δεν μείναμε και πουθενά.
- Πουθενά...
- Πουθενά και τίποτα γιατρέ. Μου θύμισες τώρα κάτι που δεν ήθελα να σου πώ γιατί θα λές πάλι πως είμαι μίζερος και γκρινιάρης και πως όλα μου φταίνε.
- Άδικο έχω;
- Ναι..εδώ και πολύ καιρό έχεις άδικο πια. Άκου λοιπόν και κρίνε μόνος σου.
- Ακούω.
- Είμαι σε ραντεβού. Καινούρια γνωριμία σχετικά. Πρέπει να κάνω καλή εντύπωση. Ακούω. Δίνω προσοχή στα λόγια της. Μιλάει όμορφα. Μερικές φορές με συνεπαίρνει. Είναι συγγραφέας και ξέρει να χειρίζεται το λόγο. Και οι σκέψεις της βγαίνουν ξεκάθαρες. Και ειλικρινείς νομίζω. Είχα σχεδόν ξεχάσει πόσο χαλαρωτικό είναι τελικά να ακούς. Θέλει μια εγρήγορση, δε λέω...αλλά με το που καταπολέμησα την ανάγκη μου να σχολιάσω ή να προσθέσω ή να αλλάξω και θέμα, ξαφνικά έγιναν όλα πιο απλά. Ακούω, καταλαβαίνω και διασκεδάζω.
- Καλός ακροατής λοιπόν. Σπάνια τέχνη. Ξεχασμένη σχεδόν. Και κλειδί που ανοίγει πόρτες.
- Πράγματι. Ο άλλος αρχίζει και σε θεωρεί τον καλύτερο συνομιλητή που είχε ποτέ, κι ας μην έχεις αρθρώσει πάνω από τρεις λέξεις όλες κι όλες.
- Δεν χρειάζονται και περισσότερες.
- Ναι...κάπου τόσες αρκούν.
- Και; πως συνέχισε αυτή η κουβέντα;
- Να...αφού εξαντλήσαμε τα κοινού ενδιαφέροντος θέματα, εξαντλήσαμε και τα δικά της, ήρθε μάλλον κι η σειρά μου κάτι να πω. Κάτι περισσότερο από τα τυπικά. Κάτι για τον εαυτό μου...καταλαβαίνεις.
- Καταλαβαίνω.
- Και μάλιστα για να με διευκολύνει, μου έκανε και ερωτήσεις. Έτσι για να ξεκινήσει σαν διάλογος αυτή η πρόκληση.
- Απάντησες;
- Γιατί όχι; Μου άρεσε η ιδέα ότι κάποιος πιθανώς ενδιαφερόταν για μένα. Πάνω λοιπόν που έχω αρχίσει να μιλάω, χτυπάει το κινητό της.
"Φτού", σκέφτηκα αλλά δεν το έδειξα κιόλας.
Αυτή απάντησε αμέσως με ένα τεράστιο χαμόγελο στο στόμα. Δεν ήθελε πολύ να καταλάβω από τα συμφραζόμενα ότι στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν κάποιο αρσενικό που την πολιορκούσε. Πνιχτά γελάκια, υπερβολική έκπληξη σε τετριμμένες ατάκες, φανερή αποδοχή της κολακείας... παιχνίδι ολόκληρο.
- Κι εσύ;
- Εγώ συνέχισα τον καφέ μου και κοίταζα διακριτικά έξω από το παράθυρο. Μη λέει ότι είμαι κι αδιάκριτος.
- Μετά;
- Κάποια στιγμή λοιπόν, μετά από κάνα πεντάλεπτο, έκλεισε αφού πρώτα είχε κανονίσει δύο εναλλακτικά ραντεβού (αν δεν βρεθούμε στο ένα μέρος το Σάββατο τα λέμε στο άλλο το μεσημέρι Κυριακής - ξέρεις τώρα - κανονική ατζέντα). Οπότε, ήρθε και η σειρά μου. "Τι λέγαμε;" με ρωτάει. Για συνέχισε...
"Γαμώτο"...σκέφτηκα. "Αγένεια. Ούτε ένα συγνώμη για τη διακοπή ή κάτι άλλο που να φανερώνει λίγους τρόπους."
Με πιάνουν που λες τα διαόλια μου και ξεκινάω ξανά να μιλάω. Τώρα όμως μιλούσα για ένα τελείως διαφορετικό θέμα. Ούτε καν συνέχισα αυτά που έλεγα. Δυστυχώς επαληθεύτηκε και η πρόβλεψή μου. Χαμπάρι δεν πήρε. Όσο μιλούσα, άρχισα να σκέφτομαι ότι, ή δεν είναι παρατηρητική ή απλώς δεν έδινε καμιά σημασία σε αυτά που έλεγα προηγουμένως.
- Ή πραγματικά ξεχάστηκε. Συμβαίνει στους ανθρώπους καμμιά φορά.
- Μπορεί.
- Η συνέχεια;
- Η συνέχεια μου θύμισε κακό απόγευμα καθημερινής μπροστά στην τηλεόραση. Πάνω που η κουβέντα πήγαινε να αποκτήσει λίγο ενδιαφέρον, χτυπούσε το κινητό. "Διάλειμμα για διαφημίσεις και επιστρέφουμε". Το μόνο που δεν υπολόγισε ήταν το ζάπινγκ.
- Ζάπινγκ;
- Ναι. Εκνευρίστηκα και άλλαξα κανάλι. Απλά περίμενα να τελειώσει ένα ακόμα τηλεφώνημα και αφού πλήρωσα τους καφέδες, της πρότεινα να τη συνοδεύσω σπίτι. Ξενέρωσε φυσικά γιατί δεν είχε υπολογίσει να κάτσουμε τόσο λίγο στον καφέ. Σε καμιά ώρα είχε κανονίσει για αλλού και προφανώς θα την βόλευε να την πήγαινα προς τα εκεί. Είμαι πολύ παλιάνθρωπος που της την έσπασα γιατρέ; Είμαι μίζερος και γκρινιάρης;
- Δεν ξέρω. Είσαι;
- Είμαι και φαίνομαι. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα για διαφημίσεις. Ξέχασες ανοιχτό το κινητό σου και ξαναχτυπάει.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 19, 2007

Κλισεδάκια

- "Πρέπει να είσαι ο εαυτός σου" μου είπε. "Μη σε νοιάζει η γνώμη των άλλων για σένα. Όταν κλείνεις το φως κάθε νύχτα, εσύ μένεις μόνος με τον εαυτό σου. Σ' αυτόν λογοδοτείς. Κοίτα λοιπόν να έχεις να του λες καλά πράγματα".
- Κι εσύ τι απάντησες;
- Τι να απαντήσω, γιατρέ, σε τέτοια κλισεδάκια;
- Συγκρατήθηκες;
- Το κατά δύναμην..βλέπεις ήταν κι η παρέα που δεν ήθελα να τη χαλάσω.
- Μα αφού μόνο οι δυό σας είσασταν.
- Ακριβώς.
- Κατάλαβα..Προκειμένου να έχουμε όμορφη θέα, ρίχνουμε και λίγο το επίπεδο, ε;
- Ωχ..μη με μαλώνεις γιατρέ. Όλος ο κόσμος αυτό δεν κάνει; Άμα κυκλοφορώ συνέχεια με την ξυνίλα στη μούρη και τον κακό το λόγο, στο τέλος θα μιλάω μόνο με τον καθρέφτη.
- Μα και οι άλλοι, ξέρεις, καθρέφτες είναι. Τον εαυτό μας βλέπουμε μέσα από τα λόγια και τη διάθεσή τους. Γι αυτό λαχταράμε να είμαστε αποδεκτοί και αρεστοί.
- Καθρέφτες ε; Παραμορφωτικοί;
-Τις περισσότερες φορές. Ξέρεις, οι άνθρωποι δεν μπορούν εύκολα να είναι αντικειμενικοί. Θα σε κοιτάξουν με συμπάθεια. Θα σου πουν μερικές παρήγορες κουβέντες.
- Ειδικά άμα ενδιαφέρονται.
- Σωστά.
- Ή θα σε αποδοκιμάσουν και θα σε ματαιώσουν. Ειδικά άμα σε αντιπαθούν.
- Και πάλι σωστά.
- Και τι ρόλο παίζω εγώ τώρα;
- Εσύ αποφασίζεις. Αν θα δεχτείς αυτά που ακούς, αν θα τα φιλτράρεις, αν θα τα περιφρονήσεις.
- Τι σημασία έχει;
- Καμμιά αν ξέρεις ποιός είσαι. Μόνο που ο άλλος θα αντιληφθεί με τη σειρά του, τη γνώμη σου γι αυτόν.
- Στην οποία όμως δεν πρέπει να δίνει καμμία σημασία. Έτσι μου βροντοφώναζε.
- Άστη να φωνάζει.
- Γιατί το λές αυτό, γιατρέ;
- Γιατί ερωτεύονται οι άνθρωποι;
- Γιατί δίνει ο ένας υπερβολική σημασία στη γνώμη του άλλου;
- Και αντιστρόφως. Αμοιβαία καταστρατήγηση αρχών.
- Φτου...για ένα τόσο όμορφο συναίσθημα είναι άσχημη αυτή η εικόνα.
- Μπα...έτσι είναι. Καταργείς τον εαυτό σου και σιγά σιγά τον ξαναχτίζεις περιέχοντας όμως και τον άλλον. Εκεί συνήθως στραβώνει η δουλειά. Όταν ανακαλύπτεις τις παραχωρήσεις που πρέπει να κάνεις, μπορεί και να μη σου αρέσει.
- Μα αυτό δεν είναι έρωτας. Είναι ανούσιος ανταγωνισμός.
- Και οι άνθρωποι ανούσιοι παραμένουν λοιπόν. Αρνούνται τα συναισθήματά τους στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης ατομικότητας.
Κοίταξε γύρω σου και πές μου τι βλέπεις; Άνθρωποι χαρούμενοι και συντροφικοί;
- Ή μήπως άνθρωποι μόνοι και μελαγχολικοί;
- Εσύ το είπες.
- Κι εσύ δεν το αρνήθηκες.
- Πω πω..πέρασε η ώρα πάλι. Κι αύριο ξυπνάω νωρίς.
- Καλή ξεκούραση γιατρέ. Εγώ πάλι λέω να ξεκινήσω για ένα ταξίδι. Έχω 2 μέρες ελεύθερες και θέλω να φύγω.
- Τα λέμε όταν γυρίσεις. Καλό ταξίδι.
- Στο επανειδείν.

Κυριακή, Νοεμβρίου 18, 2007

Στο φως των κεριών

- Στην αρχή άστραψε ο ουρανός. Μέχρι να ακουστεί και η βροντή του κεραυνού, έγινε διακοπή στο φως. Τράβηξα την κουρτίνα και είδα την ηλεκτρική καταιγίδα να απομακρύνεται μέσα στην ξερή νυχτιά. Περίμενα έτσι ακίνητος, χωρίς να αναπνέω για να μην χαλάσω τίποτα από το πανδαιμόνιο που έβλεπα έξω από το παράθυρο. Κάποια στιγμή που αποφάσισα ότι είχα μείνει πολλή ώρα άπρακτος, άναψα μερικά κεριά. Οι μικρές φλογίτσες ζωντάνεψαν στις γωνιές του δωματίου καί σκόρπισαν μια υποψία φωτός.
Μαζί τους όμως ζωντάνεψαν και οι σκιές. Θεριέψανε στους τοίχους, μίκραιναν και μεγάλωναν κι άρχισαν να αποκτάνε δικιά τους ζωή.
"Ποιοί είστε εσείς;" ρώτησα, αλλά απάντηση δεν πήρα. Δεν ήθελε και πολύ να καταλάβω ότι δεν ήταν το σκοτάδι της νύχτας που φοβόμουν, αλλά το σκοτάδι του μυαλού μου. Αυτά τα φαντάσματα δεν είναι φίλοι μου. Κι εγώ δεν είμαι εκεί μαζί τους.
Ο ήχος από το εισερχόμενο μήνυμα ακούστηκε απόκοσμος αλλά και σωτήριος ταυτόχρονα. Κοίταξα το ρολόι..2 παρά..ποιός στέλενει ξημερώματα σημεία ζωής; και τι να θέλει από τη δικιά μου τη ζωή;
Ευτυχώς που οι αληθινοί φίλοι δεν χάνονται. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου ξεκινώντας για μια απροσδόκητη συνάντηση. Δεν ήμουν εκεί για να δω αν και πότε ξαναήρθε το φώς. Τα ξημερώματα απλώς μάζεψα τα υπολείμματα των τελειωμένων κεριών που άφησα πίσω μου να καίγονται και να παλεύουν με τις σκιές που έφτιαχναν.
Τι περίεργο σκέφτηκα. Για να εξαφανιστεί η κακιά σκιά, πρέπει να εξαφανιστεί και το καλό φως.
- Τι περίεργα πράγματα μου λες; Εσύ τη νύχτα την έχεις για σπίτι. Τι φοβήθηκες;
- Δεν φοβήθηκα τη νύχτα γιατρέ. Το σκοτάδι φοβήθηκα.

Σάββατο, Νοεμβρίου 17, 2007

Βουτιά

- "Δεν είναι που αργείς να 'ρθείς πάλι. Το ξέρω μ' αγαπάς και είναι αρκετό. Δεν είναι που η καρδιά φοβάται.. τρέμει.. έμαθε με σένα έτσι να χτυπά. Είναι το δάκρυ που δεν περιμένει και μέχρι να φανείς αργοκυλά..."
- Χμμμ...
- Δε λες τίποτα γιατρέ;
- Δεν έχω κάτι να πώ. Μένω κατάπληκτος από το σχήμα που παίρνουν τα λόγια κι οι εικόνες με το πέρασμα του χρόνου. Αν μόνο τους δίναμε σημασία τη στιγμή που τα λέμε, αντί να τα θυμόμαστε με τύψεις και ανημπόρια..
- Τότε;
- Τότε η ζωή θα είχε μόνο ένα νόημα. Το πραγματικό.
Τι σε κάνει τώρα να βουτάς έτσι στα βαθιά; Δεν έχεις τη δύναμη που πρέπει και θα χαθείς.
- Είναι δικός μου όμως ο θησαυρός στο βυθό. Καλύτερα να χαθώ προσπαθώντας να τον βρώ, παρά να προστατέψω την ανυπαρξία μου. Δε νομίζεις;
- Δεν έχω σωσίβιο για σένα. Κοίτα η καρδιά σου να είναι καθαρή. Κοίτα να αξίζεις το τέλος που διαλέγεις.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2007

Όνειρα (ΙΙΙ) - Άδεια οθόνη

Περπατάω μόνος στο σκοτάδι. Ανοίγω την πόρτα. Κόσμος πολύς, φώτα, καπνός και φασαρία. Μουσικές και φωνές. Όλοι χαίρονται για κάποιον λόγο που δεν μου φαίνεται και τόσο σπουδαίος. Κάθομαι λίγο. Έχω τη μεγαλύτερη παρέα της πόλης κι όμως είμαι μόνος μου. Χρειάστηκε να κλείσω την πόρτα φεύγοντας γιατί ήμουν ο τελευταίος..
.
Η νύχτα είχε προχωρήσει και το κρύο ήταν πιο τσουχτερό. Σε είδα στο απέναντι πεζοδρόμιο να με κοιτάζεις νοερά. Ένοιωσα πάνω μου τα μάτια σου. Ήταν άψυχα σαν την άδεια οθόνη που από χρόνια λες ότι σε στοιχειώνει. Κάθεσαι εκεί και αναρρωτιέσαι αν αξίζει να διασχίσεις το δρόμο. Τι κρίμα να μην υπάρχει κάποιος να σε βοηθήσει ή να σου πει τι να περιμένεις. Αυτό, είναι κάτι που θα μάθεις, μόνο αν τολμήσεις να το κάνεις.

Τρίτη, Νοεμβρίου 13, 2007

"Παιδιά" χωρίς όνομα (Μη με αγγίζεις)

- Που λες γιατρέ, είχε ξημερώσει Κυριακή. Ο ήλιος έλαμπε ασυνήθιστα. Ήταν μια πανέμορφη χειμωνιάτικη μέρα, από αυτές όμως που πάντα με μελαγχολούν λιγάκι.
- Γιατί;
- Γιατί βλέπω τον ήλιο και σκέφτομαι, τι ωραία που θα ήταν να βρίσκομαι κάπου στην εξοχή να την χαίρομαι. Να έχω καλούς φίλους για παρέα. Να πιούμε ξένοιαστοι αυτόν τον περιβόητο "καφέ" για τον οποίο όλοι ξεκινάνε, αλλά ελάχιστοι τον βρίσκουν πραγματικά.
- Και που είναι η μελαγχολία;
- Στο ότι πάντα έχω κάτι άλλο να κάνω. Ή πάντα υπάρχει ένα "πρέπει" πιο ισχυρό από την αγνή μου επιθυμία να την κοπανήσω και να εξαφανιστώ. Ή ακόμα κι όταν μπορώ να φύγω, δεν υπάρχουν φίλοι διαθέσιμοι.
- Αυτή την Κυριακή τί από τα τρία έγινε;
- Τίποτα! Στην αρχή βέβαια δεν υπήρχαν οι φίλοι, αλλά μου άρεσε τόσο πολύ η ιδέα ότι μπορούσα να πραγματοποιήσω έστω και μόνος μου την απόδρασή μου, που δε με ένοιαζε και πολύ. Ετοιμάστηκα λοιπόν, και πάνω που άνοιξα την πόρτα, χτύπησε το τηλέφωνο. Έκπληξη μεγάλη. Η εικόνα συμπληρωνόταν ιδανικά. Οι φίλοι που σου έλεγα, εμφανίστηκαν ως δια μαγείας και είχαν και την ίδια σκέψη με μένα. Καφέ εξοχικό, να χαζεύουμε τον ήλιο και να χαλαρώσουμε. Για όσο κρατήσει το φώς. Μετά φαγητό ή ό,τι προκύψει.
- Μια χαρά δηλαδή.
- Όντως. Έτσι και ξεκίνησα. Δώσαμε ραντεβού κατευθείαν στην εξοχή. Βουνό. Πανέμορφο τοπίο. Ηρεμία. Έφτασα όλος χαρά. Είχα αποφασίσει να μην αφήσω τίποτα να μου χαλάσει τη διάθεση. Η οποία διαθέση μάλιστα ανέβηκε και κατακόρυφα όταν είδα και τον καινούριο κόσμο που θα γνώριζα. Μια χαρά παιδιά ήταν όλοι τους.
- Ωραία ακούγεται.
- Για την ακρίβεια, μες την τρελλή χαρά ήταν όλοι τους. Εγώ γνώριζα μόνο δύο από τους δέκα που είχαν μαζευτεί. Μωρέ μπράβο ο κυριακάτικος καφές, σκέφτηκα. Πολλή πέραση έχει.
- Και;
- Στην αρχή, λόγω αμηχανίας ήμουν επιφυλακτικός. Τυπικές κουβέντες. Σιγά, σιγά που ο πάγος έσπασε, άρχισα να παρακολουθώ κι εγώ με άλλο ενδιαφέρον τα γεγονότα.
- Πω πω..σαν ριάλιτι το κάνεις και ακούγεται.
- Ναι ε; Και σκέψου ότι ακόμα δεν με είχαν πιάσει τα "περίεργα" μου. Μην στα πολυλογώ, το πρώτο πράγμα που παρατήρησα στα παιδιά αυτά, ήταν ότι ενώ επέλεξαν την έξοδο στη φύση, ήταν όλοι και όλες ντυμένοι σαν αστακοί. Ορειβατικά μποτάκια, χοντρές κάλτσες, μπουφάν, αντιανεμικά, σκουφιά, γάντια... Δηλαδή, όλη τους η εμφάνιση κραύγαζε: "Εγώ είμαι παιδί της πόλης. Η φύση είναι κι αυτή για κατανάλωση. Σιγά μην την αφήσω να με αγγίξει κιόλας".
- Λοιπόν;
- Λοιπόν, νομίζω πως αν δεν έπρεπε να αναπνέουν και συνεπώς να πρέπει να αφήσουν τις μύτες τους ακάλυπτες και εκτεθειμένες στον χειμωνιάτικο αέρα, θα φορούσαν και μάσκες για προστασία.
- Εικόνες;
- Πολλές. Κωμικοτραγικές. Σκύβει ο μπούλης να κόψει ένα λουλούδι για την καλή του, αλλά με τα χοντρά γάντια που φορούσε το έκανε κιμά. Σκύβω κι εγώ, το κόβω και της το προσφέρω. Γυρνάει αυτή η έξυπνη και του λέει του ανθοσυλλέκτη: "Είδες; Έτσι μαζεύουν τα λουλούδια" και απαντάει ο φυσιολάτρης: "Σιγά. Κοίτα τη μαυρίλα στο χέρι του. χα χα χα"
- Ετοιμόλογος έ;
- Ναι. Και παρατηρητικός. Τη μαυρίλα στο χέρι μου την είδε. Το ότι η δικιά του όλο το υπόλοιπο απόγευμα με τρέλλανε στα υπονοούμενα και τις ματιές, δεν το πρόσεξε. Μάλλον ο σκούφος στο κεφάλι, του είχε καλύψει και το μυαλό.
- Μάλλον. Μετά;
- Μετά ήρθε η ώρα για τον καφέ που λέγαμε. Αντί να ψάξουμε για κάτι στην εξοχή, έπρεπε να κατηφορίσουμε σε κυριλέ οργανωμένο μαγαζί. Χωρίς καπουτσίνο δεν υπάρχει ζωή σ' αυτόν τον πλανήτη. Α..και σοκολάτα κάστανο, μην ξεχνιόμαστε.
- Μήπως εννοείς φουντούκι;
- Ναι μωρέ...στα ξηροκάρπια θα τα χαλάσουμε τώρα;
- Λόγια;
- Πολλά..κενά..χωρίς στόχο.. ένα πράγμα στον αέρα γενικώς. Οι κοπέλλες νευρωτικές και αγχωμένες. Μιλούσαν μόνο για δουλειά αλλά ανησυχούσαν κιόλας που δεν βρίσκουν άντρες. Οι άντρες πάλι μιλούσαν μόνο για γκόμενες αλλά παραδόξως ούτε αυτοί έβρισκαν ταίρι. Το πιο αστείο βέβαια στην όλη υπόθεση, είναι ότι καθώς φανερώνονταν οι συσχετισμοί, ανακάλυπτα ότι λίγο πολύ, όλοι τους τα είχαν με κάποιον άλλον από την παρέα στο παρελθόν. Όλοι και όλες τους ήταν "πρώην" για κάποιον άλλον. Μόνο εγώ πρέπει να αποτελούσα εξαίρεση. Τώρα θα μου πεις τι έκαναν όλοι αυτοί οι "πρώην" μαζί, δεν μπορούσα να το καταλάβω. Μήπως προσπαθούσαν να "ξαναμοιράσουν" την τράπουλα; Πάρε εσύ το ρήγα και δως μου τον βαλέ;
- Μήπως αισθάνονταν πιο ασφαλείς ανάμεσα σε γνωστά πρόσωπα και ήδη διαμορφωμένες καταστάσεις;
- Μήπως όμως γιατρέ, ήταν απλώς όλοι τους ένα μάτσο βλαμμένα, που βασιζόμενοι στο "ας μείνουμε φίλοι", φοβόντουσαν να κοιτάξουν παρά πέρα να δουν μήπως η ζωή τους επιφυλάσσει καμιά πιο σοβαρή έκπληξη;
- Και οι εκπλήξεις όπως ξέρεις, δεν είναι πάντα ευχάριστες.
- Τι να πω;..Αυτοί οι "μη με αγγίζεις" άνθρωποι, μιλούσαν συνέχεια για ακίνδυνα πράγματα λες και τα υπόλοιπα δεν υπήρχαν.
- Έλα μωρέ. Κυριακή απόγευμα ήταν. Δεν θα λύνατε και το κυπριακό.
- Σωστά. Άλλωστε ο "καφές" δεν γίνεται να τελειώσει μέσα σε μια Κυριακή.
- Καλά μου τα είπες. Δεν ανέφερες όμως κανένα όνομα.
- Δε βαριέσαι γιατρέ. Έτσι θα τους λέω πάντα. "Τα παιδιά". Βγήκα με τα "παιδιά". Είδα τα "παιδιά". Πήγα για καφέ με "τα παιδιά". Είναι "τα παιδιά" χωρίς όνομα αυτά.
- Κι ο "καφές"; Ήταν καλός τουλάχιστον;
- Δε βαριέσαι γιατρέ. Δε θα λύσουμε και το κυπριακό κιόλας.

Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2007

Λίγα, μα δύσκολα.

- Άργησες απόψε.
- Ναι. Η αλήθεια είναι ότι όταν βγήκα από το σπίτι δεν σκόπευα να καταλήξω εδώ.
- Αλλά;
- Αλλά κατάλαβα πως σου έχω λείψει γιατρέ και πέρασα να πω ένα "γειά".
- Μόνο;
- Μόνο.
- Πέστο και φύγε τότε.
- Θα το πω όταν θέλω εγώ.
- Μέχρι να το πεις, θέλω να σκεφτείς κάτι. Σε λίγο, έξω, θα ζωντανέψει η νύχτα. Το σπίτι σου. Η συντροφιά σου. Κοίτα τουλάχιστον αυτή τη φορά να είσαι εκεί με την καρδιά σου. Μην αντιστέκεσαι. Άφησέ την να σε αγκαλιάσει και να σε παρηγορήσει. Κάνει κρύο κι η μοναξιά δεν αντέχεται.
- Θα την αφήσω. Αλλά θα προσέχω. Κι απόψε λίγα είναι αυτά που ζητάω.
- Λίγα, μα δύσκολα.
- Γειά σου γιατρέ. Καληνύχτα.
- Καληνύχτα κι απόψε.

Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007

Όνειρα (ΙΙ) - Ο Χειμώνας της ανάγκης

- Θυμάσαι που χιόνιζε στο βουνό; με ρώτησες
- Θυμάμαι. Και που χιόνιζε και που έβρεχε. Θυμάμαι και τα μεσημέρια, και τα απογεύματα και τα δειλινά και τις νύχτες και τα ξημερώματα. Θυμάμαι την ησυχία, όταν το "σ' αγαπώ" δεν ακουγόταν και έμενε το παράπονο κι η απορία. Μήπως ξεχάστηκε τόσο εύκολα; Μήπως δεν ήταν πια εδώ;
Θυμάμαι τα δάκρυά σου που ποτέ δεν είδα, κάθε φορά που έκλεινα την πόρτα πίσω μου τα ξημερώματα και γυρνούσα στο πουθενά. Θυμάμαι την έρημο της ζωής μου, χαμένος εκεί μέσα χωρίς πυξίδα και ελπίδα.
Φυσούσε μανιασμένα ο υγρός αέρας και έκανε τα πόδια σου να πονάνε. Περπατούσες όμως με το κεφάλι ψηλά και ανίχνευες με την καρδιά το δρόμο. Όμως το μυαλό σου δεν το άφησες ούτε μια μέρα σε αργία. Το είχες πάντα εκεί κοντά, να σε κατηγορεί και να σε δένει. Άφηνε την αγάπη σου να φτάσει στα μάτια, στα χείλια, στο κορμί σου, αλλά ποτέ στα λόγια σου. Αυτά ήταν μετρημένα και δύσκολα. Βρισιές και ειρωνίες. Ζήλιες και ανοησίες.
Κοίταξα το χάρτη μου και ανακάλυψα πως τον κρατούσα ανάποδα. Τόσος αγώνας για μια λάθος διαδρομή. Ήταν από χρόνια χαραγμένος μέσα μου ο δρόμος. Τα έσκισα όλα, ξεκούμπωσα τα ρούχα μου να με χτυπάει το κρύο κι η βροχή στο στήθος και ακολούθησα τα χνάρια που ποτέ δεν άφησες γιατί φοβόσουν να ανακατέψεις το χώμα.
Γιατί στη μνήμη μου να είναι μόνο οι συννεφιές και τα κρύα; Γιατί δεν έζησα στον ήλιο και τη ζεστασιά; Μάλλον, γιατί τις καλές μέρες, κανείς δεν έχει ανάγκη κανέναν. Είναι ο χειμώνας και το κρύο που φέρνει στην επιφάνεια την έλλειψη και το κενό. Είναι ο ήχος της βροχής που μου θυμίζει τη ζεστασιά και την παρουσία σου.
Και είναι ο ήχος της σιωπής που τώρα αμείλικτος με συντροφεύει.
Είναι δύσκολα εδώ έξω. Και άβολα και κρύα. Είναι όμως ελεύθερα. Και ξέρω πως όσο αναπνέω και περπατώ, θα είσαι το όνειρο που αναζητάω. Η όαση στην έρημο που ξέμεινα.
Τα θυμάμαι όλα. Μην ανησυχείς. Θυμάμαι που χιόνιζε στο βουνό. Γι αυτό και τώρα είμαι ακόμα εδώ. Κι οι εποχές θα περάσουν και ο άνεμος θα κοπάσει. Κι ο χαραγμένος δρόμος θα είναι εκεί να τον βαδίσω.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2007

Όλες οι νύχτες

- Ξενυχτάς;
- Ξημερώνω.
- Τι βλέπεις;
- Δυο μάτια αγαπημένα, γεμάτα δάκρυα.
- Τι αισθάνεσαι;
- Την αγκαλιά της. Είμαι κρυμένος εκεί μέσα. Την σφίγγω να της πω πως χάνομαι. Με σφίγγει να μου πει κουράγιο.
- Τι ακούς;
- Την καρδιά της να χτυπάει στο στήθος της. Επιτέλους, ένας ήχος για να καλύψει την τρέλλα μου. Αφήνομαι. Είναι το αρχέγονο ρολόι της αγάπης και της συμπόνοιας αυτό.
- Τι μυρίζεις;
- Τη ζωή μου όλη, χαμένη σ' ένα λακάκι του λαιμού της.
- Τι γεύεσαι;
- Φιλάω τα ακροδάχτυλά της. Τα ακουμπάω στις πληγές μου για να δει πως είναι αληθινές.
.
- Κοίτα. Κοίτα ψηλά.
- Ένα φεγγάρι. Πεντακάθαρο. Πάει για ύπνο κι έχει συντροφιά το αστέρι του. Το πρώτο της νύχτας. Το τελευταίο της αυγής.
.
- Τι λες;
- Όλα τ' αστέρια του ουρανού, δεν φτιάχνουν το δικό της βλέμμα.
Κι όλη η αύρα της θάλασσας δεν φτιάχνει το άρωμά της.
Κι όλες οι νύχτες του κόσμου φωνάζουν τ' όνομά της.

Και τώρα;

- Και τώρα γιατρέ;
- Τι τώρα;
- Τι κάνω; Πως συνεχίζω να ζω;
- Μέρα τη μέρα. Βήμα το βήμα. Ανάσα την ανάσα. Δεν γίνεται αλλοιώς.
.
- Πονάω. Πεθαίνω. Βλέπω όνειρα τρομακτικά και αγωνιώδη.
- Μα πάντα τα είχες αυτά. Απλώς είχες και μια ψευδαίσθηση ότι με κάποιον τα μοιραζόσουν.
.
- Την αγαπάω..για πάντα. Αυτή όμως είπε πως δεν είναι ερωτευμένη.
- Δεν αλλάζει η αλήθεια των όσων είπες. Ο χρόνος παίζει το ρόλο του. Ο έρωτας αλλάζει. Η αγάπη ποτέ.
.
- Θα μείνεις εσύ τουλάχιστον; Θα έχω κάποιον να τα λέω;
- Εγώ θα έλεγα να συνεχίσεις να μιλάς. Μη σταματάς μέχρι να ανοίξεις τα μάτια σου και να μην είμαι πια εγώ εδώ αλλά κάποιο άλλο πρόσωπο. Κάποιο που να αγαπάς. Να μην είναι μόνο για κουβέντα. Να σε θέλει γι αυτό που είσαι και που ξέρει ότι μπορείς να γίνεις.
- Αυτή γιατρέ;
- Αυτή λοιπόν.
- Καληνύχτα.
- Καλημέρα να λες.
.
- Καληνύχτα νύχτα μου, καλημέρα ζωή μου. Άπειρο το σημάδι σου. Δε σβήνει ποτέ. Δεν πιάνεται ποτέ και δε χωράει πουθενά. Τραυματίστηκα προσπαθώντας να σε καταλάβω. Σε περιμένω τώρα να με γιατρέψεις.

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007

Δεν έχω άλλο

- Να το πω;
- Ποιό; το συγνώμη;
- Ξέρω γω; Φαντάσματα έχουμε γίνει.
- Δε βαριέσαι. Διάβαζα κάτι καλό και είχα ξεχαστεί. Ξημερώνει Κυριακή ε;
- Ξημερώνει γιατρέ;
- Δεν σου άνοιξα την πόρτα; Γιατί γκρινιάζεις τώρα;... Τζιν έπινες κι απόψε;
- Ναι..νομίζω πως όλη μου η ζωή έχει αυτή την γλυκόπικρη γεύση. Φαρμάκι και φάρμακο.
- Δε σε πειράζει τόση θύμηση πια; Γιατί την προκαλείς με τόσο θράσος; Θα τσακιστείς στο τέλος και δε θα μείνει τίποτα όρθιο μέσα σου.
- Απόψε δεν είχε η νύχτα τη μυρωδιά της. Σα να κρύφτηκε για να ξεκουραστεί μου φάνηκε. Πόσο αντέχει ο άνθρωπος χωρίς φαγητό γιατρέ;
- Ξέρω γω; Βδομάδες;
- Χωρίς νερό;
- Μέρες;
- Χωρίς αέρα;
- Ούτε λεπτό.
- Έτσι ήταν σου λέω. Δεν είχε αέρα να ανασάνω. Δεν είχε τίποτα.
- Είχε. Αυτό το κάψιμο στο στομάχι, τον καπνό στα ρουθούνια και το θόρυβο στ' αυτιά. Κι αυτή την κούραση που σε παλεύει ασταμάτητα.
- Δεν έχω άλλο γιατρέ. Τέλος γι απόψε.
- Γι απόψε δεν έχεις. Είναι αλήθεια. Θα ανοίξω όμως τώρα το παράθυρο, για να χαζέψουμε μαζί την ανατολή.
- Κι άλλη καλημέρα;
- Καλημέρα λοιπόν.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007

Τι άλλαξε;

- Γιατρέ, νομίζω πως πρέπει να αλλάξεις κινητό.
- Μα αφού με πήρες στο σταθερό.
- Ακριβώς. Γιατί δεν μπορούσα να θυμηθώ το κινητό σου.
- NOKIA είναι...νομίζω.
- Α...καλά...να σε πάρω αργότερα;
- Όχι αργότερα. Θα σου έχει κοπεί η έμπνευση και μετά θα μου κλαίγεσαι. Για λέγε.
- Τι να πω;
- Γιατί πήρες;
- Α...ναι... πρέπει κάτι να πω τώρα...
Να μωρέ..σκεφτόμουν τις προάλλες... τη νύχτα την περίεργη...
- Μια νύχτα ήταν. Ακόμα τη σκέφτεσαι;
- Ξεχνιέται ποτέ γιατρέ;
- Βρε τη νύχτα λέω...όχι τη γυναίκα. Αυτή σου έχει γίνει δεύτερη ψυχή. Τι δεύτερη δηλαδή... Κλαίει αυτή και δακρύζεις εσύ από αντανακλαστικό.. Έχω αρχίσει να φοβάμαι σου λέω.
- Γιατρέ δεν είναι αστείο. Αισθάνομαι την ανάσα της πάνω από την πόλη. Την κούρασή της από τη δουλειά. Την ανακούφισή της όταν ξαπλώνει. Την αγωνία της όταν την στενοχωρούν. Δεν αντέχεται άλλο.
- Φίλε μου κάπως το λένε αυτό... Αγάπη νομίζω;
- Γιατρέ πονάει πολύ όμως..Δεν υπάρχει κάτι πιο ελαφρύ;
- Αφού εσύ είσαι βαρύ περιστατικό. Πως να σε ελαφρύνω; Δεν βγαίνει η ψυχή με εγχείρηση ξέρεις.
- Καλά θα ήταν.
.
.
- Η νύχτα;
- Η νύχτα γιατρέ... η ξελογιάστρα και η τρελλή.
- Τι άλλο έκανες; Θα πεις;
- Έζησα. Επιβίωσα. Δε φοβήθηκα το ξημέρωμα. Και δεν έτρεξα να ξεφύγω από τον εαυτό μου.
- Ναι...άσε με να λογαριάσω... Τράκαρες για να διαβάσεις ένα μήνυμα, κόντεψες να σκοτώσεις άνθρωπο, ήπιες σαν κροκόδειλος,... την είδες και την κοπάνησες σαν λαγός... Πως το είπες αυτό για το τρέξιμο;
- Τι ήθελα και σε πήρα; Δεν καθόμουν στα αυγά μου...
- Αυγά;..Ωραία ιδέα.. Μήπως να φτιάξω μια ομελλέτα;
- Κερνάς;
- Άντε...σε περιμένω.
.
.
- Γιατρέ μαγειρεύεις υπέροχα.
- Άσε τα ψόφια. Η φιλενάδα μου την έφτιαξε πριν φύγει και μας αφήσει στην παράνοιά μας.
.
.
- Περπατήσαμε. Μεγάλη παρέα. Πλάκα, γέλιο πολύ. Χαζέψαμε μια βιτρίνα με απίστευτες γραβάτες. Κακόγουστες. Ξεχασμένες από άλλη εποχή. Το οινόπνευμα τους έκανε όλους χαρούμενους και οξυδερκείς.
- Όλους...εκτός από σένα φαντάζομαι.
- Είναι κακό να είμαι αλλού;
- Εκεί ήσουν μωρέ. Μην κατηγορείς συνέχεια τον εαυτό σου. Απλώς τα βήματα αυτά, σου είναι τόσο οικεία. Είχες την αμηχανία κάποιου που επιστρέφει σπίτι του μετά από χρόνια. Ανησυχεί τι θα αντικρύσει, ξαφνιάζεται ευχάριστα που όλα φαίνονται τόσο ίδια καθώς πλησιάζει, αλλά στενοχωριέται ταυτόχρονα που τίποτα δεν έχει αλλάξει.
- Η νύχτα είναι το σπίτι μου...
- Όχι η νύχτα. Οι σκέψεις που κάνεις όταν σε αγκαλιάζει. Όλα είναι μέσα στο μυαλό σου.
- Κι η αγκαλιά της μια νύχτα είναι γιατρέ.
Από τις πιο μαγικές κι ονειρεμένες...
Μια νύχτα αξημέρωτη
Νύχτα που εσύ όλα τα ξέρεις...
- Ξύπνα ποιητή.. Περπάτησε λίγο ακόμα και πες μου τι βλέπεις.
- Βλέπω ταξί παρκαρισμένα.
Μισοφωτισμένα μαγαζιά με ταλαιπωρημένους από την κούραση θαμώνες.
.
Βλέπω τα μάτια της να γελάνε αλλά όχι πια για μένα.
.
Βλέπω βρωμιές και κάτουρα στο πλακόστρωτο.
Βλέπω μια κοπελίτσα που την μαλλιοτραβάει ο νταβατζής της και είμαι πολύ κότα για να κάνω το ό,τιδήποτε.
Βλέπω τις κυριλέ γκόμενες να καταβροχθίζουν με περισσή χάρη βρώμικα κεμπάπ.
Ένας σκύλος κοιμάται δίπλα σ' έναν άστεγο κι οι σκουπιδιάρηδες έχουν μόλις πιάσει δουλειά στις λεωφόρους.
.
Βλέπω τα μάτια της δακρυσμένα μόνο για μένα.
.
Βλέπω περιπτεράδες που έχουν μαζέψει τα πρωινά περιοδικά και έχουν απλώσει παράνομες βιντεοταινίες για τους περαστικούς της νύχτας. Χαζεύω εξώφυλλα. Μαύρες θεές αγκαλιασμένες με ζώα και αγοράκια που έχουν στο στόμα τους θεόρατα πέη.
Βλέπω τα αληθινά αγοράκια που κάνουν πιάτσα για τους έκφυλους.
Βλέπω αστυνομία να απειλεί και να προπηλακίζει.
Βλέπω δυό ξεχασμένους γέρους να ψάχνουν για ταξί.
.
Ακούω τα βήματά της στην ανηφόρα.
.
Ακούω κορναρίσματα, βρισιές, παράξενες διαλέκτους και το στομάχι μου να γουργουρίζει.
Βλέπω ένα τσούρμο καλοντυμένους και καλοντυμένες να περιφέρονται και αντιλαμβάνομαι πως είναι η παρέα μου.
Χαμπάρι μη μας πάρουν νύχτα μου.
Καιρός να την κάνω.
.
Δεν έβρισκα την κλειδαριά από το πιώμα, αλλά την άκουσα που ανάσαινε ήρεμα καθώς αποκοιμήθηκε.
.
Βρήκε το δρόμο μόνο του το αυτοκίνητο.
Δεν κατάλαβα ποτέ όμως, γιατί διάλεξε τον κύκλο κάτω από το σπίτι της.
Πόσο ύψος έχουν πέντε όροφοι γιατρέ;
Τόσο κοντά της ξαναβρέθηκα τη νύχτα εκείνη, αλλά πάτησα γκάζι κι εξαφανίστηκα πάλι.
Ο έρωτας αυτής της νύχτας δεν αντέχεται γιατρέ.
- Να 'ξερες τώρα πόσα μου θύμισες.
- Ας μην πούμε καλημέρα αυτή τη φορά. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα το αντέξω πάλι.
- Μια τελευταία ερώτηση έχω μόνο. Τι κάνει τώρα;
- Κλαίει στο μαξιλάρι της και με ξεχνάει. Κάθε λεπτό που περνάει, ακόμα περισσότερο.
- Το νούμερο μου το έχεις. Ξέρεις ότι όλη νύχτα θα είμαι εδώ.
- Καληνύχτα γιατρέ.

Λαθος συγχρονισμός

- Έλα ρε δόκτωρ. Μας κοροϊδεύεις; Ξέρω ότι σε πρήζω μερικές φορές, αλλά να σκηνοθετήσεις και ολόκληρο ταξίδι για να σταματήσω να σε παίρνω;
- Άσε το δούλεμα σε παρακαλώ. Έχασα την πτήση μου.
- Μα πως γίνεται αυτό; Εσύ ξύπνησες άγρια χαράματα.
- Δε λέω. Η ώρα σωστή ήταν. Η μέρα όμως, δεν ήταν..
- Άργησες; Μια ολόκληρη μέρα; Σαν τη ζωή ένα πράγμα;
- Ακριβώς. Δεν γίνονται όλα στο χρόνο που τα θέλουμε. Δεν σου έχει τύχει π.χ. να ερωτευθείς μια γυναίκα κι αυτή να κοιτάζει αλλού;
- Καταλαβαίνω γιατρέ.. Λάθος συγχρονισμός.
- Εσύ τελικά θα γίνεις καλύτερος από μένα μου φαίνεται.
- Μπα..ακόμα σουρωμένος είμαι. Και νομίζω πως θα καταρρεύσω σε λίγο. Τόσες ώρες ξύπνιος..
- Άντε καλή ξεκούραση. Καληνύχτα.
- Καλημέρα να λες.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007

Τόσο κοντά και τόσο μακριά.

- Εμπρός;
- Έλα γιατρέ..δεν σε ξύπνησα ε;
- Τι να σου πω τώρα; Εσύ έχεις ξεφύγει πια.
- Έλα μωρέ. Μην κάνεις έτσι. Θυμήθηκα που έφευγες ταξίδι και φαντάστηκα ότι όπου να'ναι θα ξεκινάς για αεροδρόμιο. Κι είπα να πάρω.
- Ναι, αλλά εγώ θυμήθηκα πως άυριο είναι η πρώτη σου μέρα στην καινούρια σου δουλειά. Κι η ώρα είναι χαράματα κι εσύ μου ακούγεσαι και πιωμένος.
- Δε βαριέσαι. Αφού έφτασα σπίτι, αυτά παραγράφονται.
- Μέχρι την επόμενη φαντάζομαι, ε; Τέλος πάντων. Για λέγε..
- Κενό γιατρέ. Μεγάλο, άχρωμο και επώδυνο.
- Μιλήσατε;
- Α, ναι. Απλώς θα πρέπει μάλλον να καταλάβω ότι κάτι τέτοιο δεν σημαίνει τίποτα απολύτως πια.
- Λεπτομέρειες;
- Δεν έχουν και πολλή σημασία. Ας πούμε γενικά ότι κάτι που κανονίζαμε τσάκισε λόγω δουλειάς,...αλλά ως δια μαγείας, μέσα σε μισή ώρα είχε βρεθεί κάτι άλλο πιο εύκαιρο και ευχάριστο.
- Δεν χάθηκε κι ο κόσμος.
- Άλλα πράγματα χαθήκανε αλλά ποιός μετράει πια;
- Και;
- Και η νύχτα ήταν ακόμα πολύ φρέσκια και κάπου με περίμεναν και μένα. Αλλά σχεδόν ποτέ δεν είναι η ζωή όπως τη φαντάζεσαι. Έτσι δεν είναι;
- Ειδικά άμα φαντάζεσαι παράξενα και σπάνια πράγματα.
- Η νύχτα φρέσκια και το μυαλό μου ταξίδευε. Κάποια στιγμή, ήρθε ένα μήνυμα. Δεν το περίμενα γιατί δεν χρειάζονται πια μηνύματα για να καταλάβω. Παρ' όλα αυτά, και ενώ οδηγούσα, έπιασα το κινητό. Η δύναμη της συνήθειας, βλέπεις. Και καθώς έσκυψα για να διαβάσω την οθόνη, τράκαρα. Έτσι απλά. Σχεδόν για την ίδια αιτία που έχω χτυπήσει και τις τρείς τελευταίες φορές. Απροσεξία λόγω κινητού.
- Καλός πελάτης του ΚΟΚ θα ήσουν αν σε πιάνανε ποτέ.
- Ναι. Και των φαναρτζήδων, επίσης.
- Χτύπησε κανείς;
- Ναι...το κεφάλι μου στον τοίχο όταν τελείωσε η ανταλλαγή στοιχείων. Ευτυχώς ο παππούς πάνω στη βέσπα τη γλυτωσε πολύ φθηνά.
- Συμπέρασμα;
- Δεν ξέρω ακόμα. Το παλεύω από την ώρα που έγινε μέχρι τώρα. Σκεφτόμουν ένα σωρό ηλίθια "γιατί" και "πως", όπως ηλίθια είναι τα "γιατί" και τα "πως" όταν σε αφορούν, αλλά εσύ κοιτάς αλλού και δεν βλέπεις την αλήθεια.
- Τι βλέπεις λοιπόν;
- Τίποτα. Κενό. Απέραντο και άχρωμο.
- Εκνευρίζεσαι;
- Ναι. Ξέρεις, η πόλη τελικά είναι πολύ μικρή και αφού κι οι δυό βρεθήκαμε στο κέντρο, το έφερε η τύχη να την δω κιόλας.
- Με παρέα;
- Δεν έδωσα σημασία ξέρεις. Σκέφτηκα την πιθανή αμηχανία μιας συνάντησης και έκανα μεταβολή. Έτσι κι αλλοιώς αλλού πήγαινα. Απλώς είπα να ηρεμήσω λιγάκι από το τρακάρισμα και έκανα ένα περίπατο. Χάζευα μαγαζιά.
Ξαφνικά βρεθήκαμε τόσο κοντά και τόσο μακριά...
- Εσύ τουλάχιστον; Πέρασες καλα;
- Καλύτερα απ' ό,τι φανταζόμουν. Ωραίος κόσμος. Καινούριος. Με καλή συμπεριφορά και ενδιαφέρον.
- Τι αποκόμισες;
- Δύο τηλέφωνα και μια υπόσχεση.
- Μεγάλε...δεν χάνεις βλέπω τον χρόνο σου.
- Αντιθέτως..ο χρόνος μου είναι ήδη χαμένος. Μάλλον όμως θα έδειχνα ενδιαφέρων με το προβληματισμένο βλέμμα μου και το γεμάτο ποτήρι στο χέρι. Καλή περίπτωση για ψάξιμο.
- Και ψάχτηκες;
- Ναι. Όταν σταμάτησε να εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μου ο παππούς ξάπλα με τη βέσπα από πάνω του, πήρα τα πάνω μου.Ίσως βέβαια βοήθησαν κι οι βοτκίτσες που είχα κατεβάσει.
- Ακου με λίγο. Φεύγω τώρα. Δεν ξέρω πόσο θα λείψω. Τηλέφωνο έχεις. Θυμήσου μόνο σε παρακαλώ τη διαφορά ώρας και μην παίρνεις όποτε να' ναι.
- Στο καλό. Δε θα σε ενοχλήσω.
- Μην υπόσχεσαι σε μένα. Στον εαυτό σου κοίτα τι χρωστάς και ξεκίνα να πληρώνεις. Των υπολοίπων τα θέματα δεν σου ανήκουν για να τα λύσεις. Όσο τρακαράς και βγαίνεις ζωντανός, αυτό να θυμάσαι. Οι στραβοτιμονιές είναι πολύ εύκολες να γίνουν αλλά αδύνατον να σβήσουν.
- Καλό ταξίδι γιατρέ.
- Καλημέρα.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 29, 2007

Δεν σου λέω.

- Γιατρέ, βαρέθηκα.
- Να περιμένεις;
- Να υπακούω.
- Πάλι στην κόντρα;
- Γιατί πότε σταμάτησα;
- Τότε που κόντεψες να πεθάνεις. Το ξέχασες;
- Την γλύτωσα δηλαδή;
- Ξέρω γω. Το παλεύεις ακόμα μου φαίνεται.
.
.
- Γιατί θα πρέπει να κάνω ό,τι μου λες δηλαδή; Δεν κατάλαβα.
- Κατ' αρχήν, σπανίως σου λέω τι να κάνεις. Κι ύστερα εσύ συνεχίζεις να έρχεσαι εδώ και να ρωτάς.
- Κι εσύ μου λές; Τόσον καιρό με το τσιγκέλι στα βγάζω.
- Μωρέ σου λέω. Περισσότερα κι από όσα θα έπρεπε, ίσως. Αλλά αν εσύ δεν θέλεις να ακούσεις, δε σου φταίει κανένας.
.
.
- Είναι σκληρό και δύσκολο αυτό που περνάω γιατρέ. Δεν έχω πάντα το κουράγιο να φαίνομαι φυσιολογικός.
- Το θέλεις;
- Ποιό; Το να φαίνομαι φυσιολογικός;
- Όχι. Το να περνάς το σκληρό και το δύσκολο.
- ...
- Δεν απαντάς ε;
Εσύ, ξέρεις, είσαι φτιαγμένος γι αυτά τα δύο. Έχεις μια ιδιότυπη φιλοσοφία για την τέχνη και την έμπνευση και για όσα αξίζουν σ' αυτή τη ζωή.
Πως θα γράψεις μουσική αν δεν πονάς; Αυτό δε ρωτάς κατά βάθος;
- Ναι γιατρέ. Αυτό ρωτάω.
- Δεν θα γράψεις. Άλλά θα είσαι και πάντα πολύ μόνος σου. Αυτή τη διαδικασία ξέρεις, δεν την αντέχουν όλοι τόσο ευχάριστα.
- Πόνος και δημιουργία ή ηρεμία και συγκατάβαση;
- Δεν σου λέω. Εσύ το είπες...

Σάββατο, Οκτωβρίου 27, 2007

Ναι, ξέρω

- Καλώς τον.
- Γιατρέ μην κοροϊδεύεις.
- Τι θα κάνω με σένα;
- Ξέρω γω; Μήπως να με βοηθούσες λιγουλάκι;
- Αν σε βοηθήσω, θα σε χάσω.
- Μα τι είναι αυτά που λες; Δεν πρέπει να με βοηθήσεις;
- Και μετά; εμένα ποιός θα μου κρατάει παρέα; εμένα, ποιός θα με βοηθήσει;
- Χμμμ... αυτό δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Δεν με ένοιαξε ποτέ.
- Από απόψε λοιπόν, ξέρεις κι εσύ πιο πολλά για μένα. Καιρός να αρχίσεις να νοιάζεσαι.
- Ναι, ξέρω...
- Ωραία.
- Που το είδες το ωραία. Αν σε βοηθήσω θα σε χάσω. Καληνύχτα γιατρέ.
- Καλημέρα να λες.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2007

Αλλάζουν οι καιροί

- Καλά ρε παιδάκι μου, εσύ δεν κλείνεις ποτέ μάτι;
- Μόνο τις καλές μέρες γιατρέ. Και πάει πολύς καιρός που έχω να δω μια καλή μέρα.
- Νύχτα είναι τώρα, αλλά φαντάζομαι ότι δεν σε κάλυψα, ε;
- Μελαγχόλησα. Με έπιασε το παράπονο γιατρέ.
- Ξέρω. Την ξαναείδες;
- Ναι. Που το κατάλαβες;
- Τι είπατε αυτή τη φορά;
- Τίποτα. Εγώ την είδα. Αυτή δεν με πρόσεξε. Ήταν με άλλη παρέα.
- Και;
- Όμορφη όπως πάντα. Γλυκιά σαν μαγική νύχτα. Αλλά δεν ήταν αυτό που παρατήρησα. Ήταν η εμφάνισή της. Τα ρούχα, τα παπούτσια, το μακιγιάζ της.
- Δεν την είχες ξαναδεί ποτέ έτσι;
- Την είχα αλλά δεν ήταν ποτέ για μένα. Ήταν πάντα για να πάει κάπου αλλού. Γιορτές, γάμους κλπ. Εγώ πάντα την συνόδευα μέχρι εκεί και απλά την έβλεπα να απομακρύνεται..
- Μήπως όμως δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να φτιαχτεί και να στολιστεί για σένα; Έτσι που κρυβόσασταν σ' αυτά τα μέρη που μου περιγράφεις, τι στολίδια να βάλει;
- Δεν είναι έτσι. Εγώ δεν ενοιωσα την ανάγκη να κρυφτώ. Κρύβεσαι στους σταθμούς του μετρό και στα πολυκαταστήματα;
- Όχι δεν κρύβεσαι. Αλλά απ΄όσο ξέρω δεν είναι ανάγκη να είσαι και στις ομορφιές σου για να πας εκεί.
- Θα σου πω κάτι σαν όλα τα άλλα τώρα. Κάτι που είπα κάποτε αλλά δεν το τόνισα τόσο ώστε να γίνει αντιληπτό.
Θυμάμαι που κάποια στιγμή ούτε εγώ άντεχα αυτή την προχειρότητα. Αυτή την πρωτόγονη ανάγκη να βρισκόμαστε μόνο για τόσο λίγο και για τόσο λίγα πράγματα. Της πρότεινα λοιπόν κάποιες φορές να παμε μια βόλτα. Έτσι απλά. Όχι ερημιές. Να κάτσουμε κάπου να την κοιτάζω στα μάτια. Να βγάλω το κορίτσι μου μια βόλτα. Το είχα επιθυμήσει τόσο πολύ.
- Τι έγινε;
- Αρνήθηκε. Όχι άμεσα, αλλά με τον τρόπο της. "Που να πάμε δηλαδή; και τι να κάνουμε εκεί; Και τέτοια ώρα δεν είναι για βόλτες". Κάπως έτσι ήταν το νόημα.
- Κι εσύ;
- Εγώ είχα φοβηθεί. Κάποιες στιγμές ήταν σα να με ρωτούσε μήπως την βαρέθηκα. Δηλαδή αν βαρέθηκα να την αγκαλιάζω και προτιμώ τις βόλτες από την ιδιαίτερη συντροφιά της.. Δεν μπόρεσα ποτέ να της πω πόσο μου έλειπε η μορφή της.
Έτσι κι έμεινε. Σα να αρνιόταν να μεγαλώσει μαζί με τη σχέση. Πάντα ελεύθερη στην όψη και σκλαβωμένη στην καρδιά.
- Πες μου κι άλλα.
- Ήταν μια φορά που θα μου μείνει αξέχαστη. Είχε πάει σε έναν γάμο κοντά στη θάλασσα. Είχαμε συμφωνήσει να περάσω να την πάρω. Ήξερα τι θα φορούσε. Ήταν καλοκαίρι. Ήταν σαν θεά με τα καλά της ρούχα, το χτένισμα, τα ολοκαίνουρια παπούτσια. Είχα σκεφτεί λοιπόν ότι πρώτη φορά δεν την αφήνω κάπου, αλλά έχω την ευκαιρία να είμαι μαζί της κι αυτή να είναι έτσι φτιαγμένη. Οπότε είχα βάλει κι εγώ τα καλά μου και της πρότεινα να πάμε κάπου αλλού. Κάπου έξω.
Δεν το περίμενε. Δεν το ήθελε; Δεν ξέρω. Δεν είδα επιδοκιμασία για την πρότασή μου. Και ο δρόμος μας έφερε πάλι στο ίδιο σημείο. Εκείνη η "ίδια" καληνύχτα με είχε αφήσει πολύ δυστυχισμένο.
- Και τώρα;
- Τώρα ξέφυγε. Αλλάζει. Της αρέσει να δείχνει αυτή την υπέροχη ομορφιά. Την είδα και έμεινα άφωνος σου λέω.
- Βλακεία σου. Την επόμενη φορά να της μιλήσεις. Σταμάτα να φοβάσαι. Ο παλιός σου εαυτός μας άφησε χρόνους. Τώρα μιλάς εσύ. Πες της τα όλα. Μη φοβάσαι ότι θα τα θεωρήσει "δεύτερο χέρι". Μη φοβάσαι ότι θα πιστέψει ότι της τα λες μόνο και μόνο γιατί πιστεύεις ότι αυτά θέλει να ακούσει.
- Δεν φοβάμαι. Μάλλον ντρέπομαι. Σα να μην έχω πια κανένα θάρρος μαζί της. Δε θέλω να νομίζει λάθος πράγματα. Δεν θέλω να με παρεξηγήσει.
- Δεν υπάρχει λάθος αγάπη ξέρεις. Είναι αυτό που έχεις μέσα σου.
- Πέρασε η ώρα πάλι...Καληνύχτα γιατρέ.
- Καλημέρα να λες.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007

Χίλια συγνώμη

- Εμπρός; Γιατρέ; Σε ξύπνησα; χίλια συγνώμη...
- Και δυό χιλιάδες.
- Δύο χιλιάδες; χα χα..καλό το αστείο σου.
- Δεν ήταν αστείο. Και δύο χιλιάδες λέω που μου χρωστάς.
- Σου χρωστάω; Μα εγώ νόμιζα ότι είμαστε φίλοι.
- Γι αυτό καλό είναι να μην κάνεις δουλειές με συγγενείς και φίλους. Την ώρα του λογαριασμού όλοι πικραίνονται.
- Καλά. Μέχρι να βρώ τα χρήματα θα μου δώσεις μία από αυτές τις τζάμπα συμβουλές; Κάτι μικρό;
- Τι σε απασχολεί λοιπόν;
- Αν σου πω θα μου κάνεις έκπτωση; Γιατί υποτείθεται ότι εσύ είσαι ο γιατρός, άρα εσύ πρέπει να βρεις τι με απασχολεί.
- Να σου πω. Νομίζω ότι πρέπει να βρεις μια δουλειά να ηρεμήσεις γιατί η πολλή σκέψη σε έχει χαζέψει.
- Ναι, αλλά και η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.
- Ποιον αφέντη ρε φουκαρά; εσύ δεν μπορείς να κουμαντάρεις ούτε τα ψώνια στη λαϊκή. Αφεντιλίκια ονειρεύεσαι;
- Γιατρέ με πληγώνεις. Χρησιμοποιείς εναντίον μου απόρρητες πληροφορίες.
- Μα γι αυτό τις λένε απόρρητες. Άμα τα ξέρανε όλοι όλα, κανείς δε θα νοιαζόταν για τίποτα.
- Καλά..συγνώμη κιόλας!
- Χίλια συγνώμη είπαμε! Μην ξεχνιόμαστε.
- Άσε...το πρωί δε λέει να σου μιλάω. Εσύ είσαι χειρότερος από μένα όταν είσαι αγουροξυπνημένος. Θα σε δω μετά τα μεσάνυχτα. Ξέρεις εσυ..

Πρώτη φορά

- Γιατρέ, απόψε την είδα μετά από καιρό..πολύ καιρό..
- Πως ήταν;
- Όμορφη όπως πάντα.
- Δεν εννοούσα αυτό...
- Άσε με να το εννοήσω εγώ.. Ήταν αδιάθετη, ερχόταν από νοσοκομείο. Πονούσε αλλά ήρθε. Είχε αυτό το χαμόγελο όμως που όλα τα σβήνει και τα μαλακώνει. Καθόταν δίπλα μου κι εγώ την χάζευα όσο μπορούσα προσέχοντας να μη με δει.
- Γιατί να μη σε δει;
- Γιατί θυμώνει. Δε θέλει. Με παρεξηγεί. Φαίνεται πως δεν μπορώ να κρύψω αυτά που σκέφτομαι.
- Κι είναι κακό αυτό;
- Δεν είναι κακό, αλλά είναι άβολο. Και δε θέλω να τη δυσκολεύω. Προσπαθώ αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα.
- Ναι, αλλά αυτή έχει το μαγικό χαμόγελο που απαλύνει τα πάντα. Γιατί δε σου χαμογελάει λοιπόν;
- Ωχου...δύσκολα μου βάζεις. Δεν ξέρω. Δεν της βγαίνει φαντάζομαι.
- Τι έγινε μετά; Όταν βαρέθηκες να τη χαζεύεις της μίλησες καθόλου; Τι είπατε; Τι κάνατε;
- Γιατρέ μου φαίνεται πως δεν προσέχεις. Κατ' αρχήν δεν πρόκειται ποτέ να βαρεθώ να τη χαζεύω. Μη σου πω ότι αυτό με έφαγε κιόλας... Της έκανα ένα δώρο για τα γενέθλιά της. Τίποτα το περίεργο. Μερικά μικροαντικείμενα.
- Και;
- Της άρεσαν νομίζω. Αλλά μου είπε ότι πιο πολύ της άρεσε που έψαξα γι αυτήν πρώτη φορά. Έτσι το αισθάνθηκε.
- Κι εσύ; Τι είπες;
- Δεν μπόρεσα να πω..σκέφτηκα μόνο..
- Τι σκέφτηκες;
- Σκέφτηκα ότι αφού ο παλιός μου εαυτός δεν υπάρχει πια, προφανώς είναι η πρώτη φορά που ο καινούριος μου εαυτός έκανε κάτι γι αυτήν. Η μεγαλύτερη χαρά μου, ήταν ότι με άφησε να της το προσφέρω κιόλας. Το αποδέχτηκε. Άφησε για λίγο στην άκρη την προκατάληψη και την απογοήτευσή της, κι άνοιξε την καρδιά της. Σκέφτηκα ότι μαζί της πια, έχω γίνει ολόκληρος μια πρώτη φορά...

Τρίτη, Οκτωβρίου 23, 2007

Έχει σημασία;

- Που ήσουν χθες; Ξέχασες το ραντεβού μας;
- Μάλλον. Αν και το περίμενα με λαχτάρα, τελικά ξεχάστηκα γιατρέ.
- Ναι, αλλά σου έστειλα μήνυμα και δεν απάντησες.
- Σε πίκρανα γιατρέ; Σου γκρέμισα την εντύπωση ότι είσαι κάτι σπουδαίο για μένα;
- Όχι ακριβώς. Αλλά η συνέπεια κάνει γενικά καλή εντύπωση.
- Και η μνήμη; Η μνήμη κάνει;
- Τι εννοείς;
- Λέω...αν ένα πράγμα σε έχει σημαδέψει, δεν είναι λογικό να το θυμάσαι για όλη σου τη ζωή;
- Θα έλεγα πως ναι.
- Αν υποθέσουμε, πως αυτό το πράγμα το έχεις ζήσει μαζί με έναν άλλον άνθρωπο που ισχυρίζεται ότι ήταν και γι αυτόν το ίδιο σημαντικό, δεν είναι λογικό να το θυμάται κι αυτός με την ίδια ένταση;
- Πάλι ναι θα έλεγα.
- Τί γίνεται όμως αν το φέρει έτσι η κουβέντα και τελικά ανακαλύψεις ότι, όχι μόνο δεν θυμάται τις λεπτομέρειες που έχεις συγκρατήσει εσύ, αλλά του διαφεύγουν ακόμα και σημαντικά κομμάτια αυτής της ανάμνησης;
- Ξέρεις, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο παρατηρητικοί.
- Μα εδώ δεν μιλάμε για παρατήρηση γιατρέ. Μιλάμε για συναίσθημα. Μιλάμε για πράξεις μοναδικές και αξεπέραστες. Μιλάμε για δόσιμο. Μιλάμε για τον έρωτα στην πιο αγνή και ειλικρινή μορφή του.
- Αν γινόσουν λίγο πιο σαφής ίσως;
- Θυμάμαι το πρώτο της φιλί. Τι τραγούδι ακούγαμε. Θυμάμαι το πρώτο της άγγιγμα ένα Σάββατο απόγευμα που με άφησε άφωνο. Θυμάμαι τι φορούσε και τη λάμψη των μαλλιών της στον ανοιξιάτικο ήλιο όταν βρεθήκαμε. Θυμάμαι την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα. Την έκφραση και τη χαρά της. Θυμάμαι τη γεύση της και κάθε λεπτομέρεια του κορμιού της. Θυμάμαι αργότερα ένα τηλέφωνο που την έκανε έξαλλη. Θυμάμαι την ηρεμία και την αγωνία να εναλλάσσονται στα μάτια της. Θυμάμαι που το δικό μου κορμί έμεινε ανήμπορο να αντιδράσει από την πολλή αγάπη.
- Και αυτή; Δεν τα θυμάται όλα αυτά; Τη ρώτησες ποτέ;
- Δεν την ρώτησα. Το έφερε κάποτε η κουβέντα. Και είχε μια θολή ανάμνηση.. Τουλάχιστον έτσι με άφησε να καταλάβω.
- Μπορεί, πολύ απλά, να μην συνειδητοποιούσε τι συνέβαινε. Μπορεί ποτέ να μην φαντάστηκε τη συνέχεια. Να μην την ήλπιζε αλλά και να μην την απευχόταν.
- Ποιός ξέρει;
- Γιατί δεν την ρωτάς για άλλα πράγματα; Μπορεί να ανακαλύψεις ότι κι αυτή θυμάται πράγματα που εσένα σου έχουν πια διαφύγει.
- Θυμάται. Είμαι σίγουρος. Αλλά κάθε φορά, προτιμούσε να μου λέει για τις δύσκολες στιγμές. Φαίνεται ότι αυτές κρατούσε πιο πολύ μέσα της.
- Ή απλώς νόμιζε ότι εσύ τις ξεχνούσες.
- Τίποτα δεν ξεχνούσα γιατρέ. Τίποτα. Γι αυτό είμαι ακόμα εδώ.
- Μην ξεχνάς τίποτα λοιπόν. Προτίμησε όμως να μιλάς για τα καλά που έζησες. Από τα κακά, μόνο να μαθαίνεις. Μη μιλάς για αυτά. Είναι δηλητήριο.
- Δηλητήριο γιατρέ... και σκοτώνει αργά και βασανιστικά.
- Και έχει πάντα αποτέλεσμα.
.
.
.
- Νομίζω πια, πως ξέρω γιατί γινόταν αυτό. Βίωνε την απόρριψη και τη ματαίωση καθημερινά. Έτσι το εισέπραττε αυτό που ζούσαμε.
- Και ήταν πραγματικά έτσι;
- Όχι γιατρέ. Όχι. Ήμουν τόσο πολύ ερωτευμένος μαζί της που δεν έβλεπα τίποτα άλλο. Την είχα εξιδανικεύσει. Όταν όμως πέρασε ο πρώτος καιρός, έπρεπε να δω την πραγματικότητα. Ότι κι αυτή ήταν ακόμα ένας άνθρωπος και όχι κανένας Θεός.
- Και;
- Και άρχισα να την χτίζω μέσα μου κομμάτι κομμάτι. Να αποδέχομαι τα ελαττώματα και να εκτιμάω τα προτερήματα. Άρχισα να χτίζω την αγάπη. Αλλά ήμουν αργός. Απελπιστικά αργός. Κι αυτή αισθανόταν πως περνούσε από δίκη.
- Ναι, αλλά τώρα πια, εσύ είσαι ο κατάδικος.
- Μπα..Δεν είμαι.. Μια άλλη φορά όμως, θα σου μιλήσω γι αυτό.

Κυριακή, Οκτωβρίου 21, 2007

Ας βολευτούμε τώρα

- Ξανά και ξανά είπε... έτσι είπε μήπως και το πιστέψει.
- Έτσι βολεύει. Γιατί να μην το κάνει δηλαδή;
- Δεν ξέρω γιατρέ. Υποθέτω πως το βολικό είναι και το επιθυμητό;
- Για μερικούς, είναι. Για τους δειλούς και τους ανήμπορους.
- Άρα τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τίποτα αν το θελήσεις.
- Τίποτα.
- Και δεν είναι κρίμα να κάθεσαι και να μαζεύεις, όταν ξέρεις ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσεις αυτή τη συλλογή σου;
- Κρίμα είναι, αλλά ποιός μετράει;
- Σωστά. Αυτός που τα προσφέρει δεν τσιγγουνεύεται. Κι αυτός που τα μαζεύει, τελικά δεν τα χαίρεται.

Σάββατο, Οκτωβρίου 20, 2007

Κρίμα

- Ξέρεις, είναι καιρός που θέλω να σου πω κάτι.
- Τι γιατρέ;
- Είσαι κουρασμένος και άυπνος πάλι. Πως αντέχεις τόσον καιρό; Θέλω να πω, τί νομίζεις ότι αξίζει τόσο πολύ ώστε να φέρνεις τον εαυτό σου σ' αυτήν την κατάντια;
- Πόσο εύκολο είναι να αποκαλείς κατάντια τη ζωή κάποιου γιατρέ; Πόσο;
- Δεν σου επιτείθεμαι ξέρεις. Πρσπαθώ να σου μιλήσω απλά. Να δείς τα πράγματα κι από την άλλη μεριά.
- Για να θελήσω όμως να περάσω από την άλλη μεριά, νομίζω πως πρέπει πρώτα να βαρεθώ αυτήν από εδώ.
- Και; Πως τα βλέπεις;
- Τι να πω; Κάποτε ένας άλλος γιατρός μου είχε πει ότι είναι πολύ κακό να είσαι ανθεκτικός στον πόνο.
- Αυτό σημαίνει ότι ακόμα αντέχεις; Ή ότι θα πεθάνεις από τον πόνο πριν καν ενοχληθείς από αυτόν;
- Μπα... σημαίνει ότι έτσι ζω τώρα. Είναι η αυτοκάθαρσή μου.
- Και τι περιμένεις;
- Τίποτα εξίσου δυνατό είναι η αλήθεια. Έπαψα να πιστεύω ότι υπάρχει γιατρειά.
- Εκτός από αυτήν που εσύ θα επιτρέψεις στον εαυτό σου. Σωστά;
- Ναι.
- Κρίμα. Κρίμα γιατί έχεις πολύ ψηλές προσδοκίες από τους άλλους. Δεν είναι πάντα άξιοι των περιστάσεων ξέρεις. Αφού τις δημιουργήσουν και τις καλλιεργήσουν, μετά απλώς φεύγουν.
- Γι αυτό λοιπόν γιατρέ, είμαι μόνο εγώ από αυτήν την όχθη του πόνου τώρα.
- Και το ποτάμι όλο και πλαταίνει. Όταν θα αποφασίσεις να το διασχίσεις θα είναι ακόμα πιο δύσκολο.
- Γι αυτό ακριβώς. Θέλει δύναμη πια. Και οι αδύνατοι μου τελείωσαν γιατρέ. Πνίγηκαν στις λάσπες. Όταν περάσω απέναντι θα είναι για κάποιον που το αξίζει πραγματικά.
- Κρίμα. Γιατί πάλι φαντάστηκες πως θα σε περιμένουν..
- Ναι...ευτυχώς έχω και την φαντασία μου να με σώζει μέσα σ' αυτή τη νύχτα.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2007

Τα 'λεγα εγώ

- "I'm an innocent lover, My heart goes everywhere you want her to go..."
- Και τι είναι αυτό αν επιτρέπεται;
- Τι να 'ναι γιατρέ; Στιχάκια από τραγούδι.
- Ο καινούριος σου ύμνος;
- Μπα..δε βαριέσαι. Δεκαεννέα χρονών ήμουν όταν το έγραψα.
- Ωπα! Καλώς τον ποιητή... Και;
- Τι και; Από τότε τα 'λεγα εγώ αλλά δεν με άκουγε κανείς.
- Θέλεις να πεις ότι εσύ δεν άκουγες τον εαυτό σου.
- Ναι...τόσα χρόνια μετά, μία από τα ίδια...
- Και καλό και κακό.
- Κακό γιατρέ. Κακό γιατί τελικά ποτέ δεν έμεινα ο εαυτός μου. Συνέχεια με κυνηγούσα με μανία. Συνέχεια με στρίμωχνα.
- Και καλό. Γιατί τα ακούς και τώρα που μπορείς να τα ερμηνεύσεις. Τότε απλώς τα ξεστόμιζες. Τώρα μπορείς να καταλάβεις καλύτερα.
- Μπορώ λες, ε;...
- Τα ξαναλέμε.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2007

Κούραση

- Δεν είσαι καλά πάλι, ε; Τι συμβαίνει;
- Δεν ξέρω πια, γιατρέ. Είναι τόσο μεγάλη αυτή η κούραση που δεν την αντέχω.
- Γιατί λοιπόν κι εσύ δεν ξεκουράζεσαι λίγο;
- Εννοείς γιατί δεν τα παρατάω;
- Όχι. Εννοώ απλώς να καταλάβεις ότι στην κατάσταση που είσαι, όσο κι αν προσπαθείς, δεν μπορεί να γίνει τίποτα περισσότερο. Θέλει πολύ μεγάλη δύναμη ο αγώνας που έχεις αναλάβει, κι εσύ απλώς δεν την έχεις αυτή τη στιγμή.
- Ναι, αλλά δεν έχω χρόνο. Ποτέ δεν είχα. Απλώς τώρα το καταλαβαίνω.
- Χρόνο έχεις. Τον χρησιμοποιείς όμως λάθος. Κάνε ένα βήμα πίσω να ανασάνεις λίγο. Δεν ωφελεί σε τίποτα να διαβείς αυτό το κατώφλι του πόνου που με τόση λαχτάρα κυνηγάς. Ποιός σου εγγυάται ότι από την άλλη μεριά θα είναι καλύτερα;
- Κι όλα όσα ονειρεύτηκα; Δεν υπάρχουν λες;
- Υπάρχουν μέσα στην καρδιά σου. Είναι μοναδικά και πολύτιμα και κανείς δεν μπορεί να στα στερήσει πια. Σκέψου όμως, πως αν το όνειρό σου δεν είναι έτοιμο να γίνει πραγματικότητα, τότε με το να το εκθέτεις σε αυτή τη δυστυχία, θα το καταστρέψεις σίγουρα. Εσύ ο ίδιος που το έπλασες.
- Και τι να πω; Τι να κάνω; Όλα μοιάζουν μάταια πια.
- Τίποτα δεν είναι μάταιο, αν εσύ δεν το αισθάνεσαι έτσι.
- Και τώρα;
- Τώρα, το μόνο που μένει είναι να προστατέψεις αυτό το όνειρο. Με νύχια και με δόντια. Επειδή όμως φωλιάζει μέσα στην κουρασμένη σου καρδιά, δώστης τώρα μια ευκαιρία να ανασάνει. Θέλει μια εξίσου μεγάλη καρδιά για να σε καταλάβει.
- Ας είναι. Που να πω την καληνύχτα μου πια;
- Πες την. Κι όποιος έχει αφτιά, ας την ακούσει...

Δευτέρα, Οκτωβρίου 15, 2007

Όνειρα (Ι)

- Γιατρέ, θυμάσαι που με ρωτούσες αν έβλεπα ποτέ όνειρα;
- Ναι...και είσαι ο μοναδικός από τον οποίο ποτέ δεν πήρα απάντηση.
- Ξέρεις, νομίζω ότι είδα ένα. Τουλάχιστον ένα που να θυμάμαι.
- Λοιπόν;
- Λοιπόν ήταν μια χειμωνιάτικη μέρα. Ο ουρανός ήταν γκρίζος με πυκνά σύννεφα αλλά δεν έβρεχε. Έκανε κρύο. Νομίζω τουλάχιστον ότι έκανε κρύο.. Αλήθεια, κρυώνει κανείς στα όνειρά του γιατρέ;
- Για να το λες εσύ..
- Κάτω από αυτόν τον χειμωνιάτικο ουρανό απλωνόταν μια πεδιάδα γεμάτη πρασινάδα και λασπωμένο χώμα.
Δεν υπήρχε ούτε ένα δένδρο μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι μου.
Από το πουθενά, εμφανίστηκε μπροστά μου μια φιγούρα σκοτεινή.
Φορούσε στολή πολέμου. Ήταν βρώμικος και ταλαιπωρημένος.
Τα πολλά παράσημα που κρέμονταν στο στήθος του και τα χρυσιά σιρίτια στους ώμους του δεν πρόσδιδαν κύρος πια, αλλά έμοιαζαν με παράταιρα στολίδια πάνω σε ένα τσακισμένο κορμί.
Στα βρώμικά του μάγουλα έβλεπα καθαρά δυό ρυάκια από δάκρυα. Τα χέρια του ήταν λασπωμένα και ματωμένα μαζί.
Τον ρώτησα ποιός είναι; Τι είχε έρθει να κάνει μέσα στην παγωμένη ερημιά;
Μου απάντησε πως κάποτε ήταν ένας μεγάλος στρατηγός και πως σε αυτή την πεδιάδα είχε σημειώσει μία από τις πιο λαμπρές του νίκες. Μου περιέγραψε με μάτια που γυάλιζαν από τα δάκρυα και την ένταση, όλη τη μάχη λεπτό προς λεπτό.
Σκέφτηκα όμως, ότι τα λόγια του αντί να εκπέμπουν περηφάνια, πιο πολύ με θρήνο έμοιαζαν και με ξόρκι.
"Ήρθα να ξορκίσω τα φαντάσματα" μου είπε. "Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ ούτε μια νύχτα ήσυχος μετά από αυτή τη μάχη. Τα ουρλιαχτά όσων ξεψύχησαν πάνω σ' αυτή τη λάσπη με κατατρέχουν ακόμα."
Και λέγοντας αυτά τα λόγια, γονάτισε και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Έπλεξε τα βρώμικα δάχτυλά του μπροστά στο στήθος του και έμεινε έτσι βυθισμένος σε μια βουβή προσευχή χωρίς παραλήπτη.
Στενοχωρήθηκα που λες, και έφυγα με αθόρυβα βήματα.
Δεν είχα κάτι να του πω. Δεν έβρισκα τίποτα καλό μέσα μου. Αλλά και τίποτα κακό πια. Είχα αδειάσει.
- Και τι νομίζεις τώρα ότι ήταν όλο αυτό;
- Δεν ξέρω. Δεν είχα εγώ τη συγχώρεση που ζητούσε.

Καθρέφτης κι ανοσία

- Τον μισώ αυτόν τον καθρέφτη, σου λεω γιατρέ. Κάθε φορά που κοιτάζω μέσα του ξεχνιέμαι και βλεπω καθαρά όσα προσπαθώ τόσον καιρό να αποφύγω.
- Σε είχα προειδοποιήσει πάντως πως θα ερχόταν αυτή η ώρα. Δε γίνεται να κοιτάς μια ζωή από την άλλη μεριά.
- Μα δεν κοιτούσα από την άλλη. Απλώς δεν καταλάβαινα τι έβλεπα. Δεν μπορούσα. Ο χρόνος είχε αλλοιωθεί όπως κι όλα τα υπόλοιπα μέσα μου.
- Αποτοξίνωση λοιπόν. Καλό κουράγιο.
- Δεν μου περισσεύει, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν θα μάθω ποτέ και πόσο έχω ξοδέψει ως τώρα.
.
.
.
- Ξέρεις γιατρέ, νομίζω πως βρήκα τον τρόπο να μην πληγώνομαι πια. Να μην έχω έννοιες και να μην πονάω.
- Τι είπες τώρα; Είναι κάτι τέτοιο δυνατόν; Θα είσαι ο πρώτος που ξέρω να το καταφέρνει.
- Αλήθεια σου λεω.
- Εκτός από την αλήθεια, πές μου τώρα και το ψέμα σου.
- Να...σκέφτηκα πολύ απλά, ότι αν δεν έχω τίποτα πια, αν παραιτηθώ και απογυμνωθώ απ΄όλα, δεν θα είναι πια δυνατόν να με βλάψει κάτι; Έτσι δεν είναι;
- Απ΄όλα;
- Ναι απ' όλα..γιατί να κάνω εξαιρέσεις; Ούτε πράγματα, ούτε άνθρωποι, ούτε σκέψεις, ούτε όνειρα, άρα ούτε και πόνος πια...
- Ούτε πόνος πια... Νομίζω πως θα περιμένω...
- Τι πράγμα θα περιμένεις εσύ;
- Να ξαναμιλήσω στην άνοση ψυχή που ξεκινάς να χτίσεις. Θα σε περιμένω. Και θα είμαι όλος αυτιά.

Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2007

Πάει καιρός

- Γιατρέ; Συγγνώμη για την ακατάλληλη ώρα, αλλά δεν είχα ύπνο.
- Δε βαριέσαι..μήπως εγώ είχα;
- Να σου πω τι έγινε;
- Φαντάζομαι πως θα μου πεις έτσι κι αλλοιώς.
- Είδα φίλους παλιούς μετά από χρόνια. Κανονική επιστροφή στο παρελθόν. Αν η γειτονιά δεν είχε αλλάξει τόσο πολύ και δεν είχε γεμίσει τσιμέντο, θα λεγα ότι δεν πέρασε ούτε μια μέρα από τότε.
- Τα είπατε;
- Μπα...που να προλάβεις να τα πεις όλα;
- Και;
- Να...τελικά θέλει κότσια να προσπαθείς να βρεις κομμάτια του χαμένου σου εαυτού. Γιατί αυτό ήταν όλη αυτή η βραδιά. Εγώ δεν είχα όρεξη για πολλές ψυχολογικές κουβέντες, αλλά οι άλλοι δε με αφήσανε σε χλωρό κλαρί.
- Στενοχωρήθηκες;
- Όχι. Απλώς άφησα την κουβέντα να με οδηγήσει. Δεν σκεφτόμουν πολλά κι έτσι γλύτωσα από τη συντριβή.
- Πω πω..Αυτό ακούστηκε πολύ σοβαρό.
- Δεν ξέρω..Ευτυχώς πάντως ανακάλυψα ότι ο χρόνος δεν τα έχει νικήσει όλα. Κάποια πράγματα θα στέκονται πάντα όρθια. Με ένα ποτηράκι τσίπουρο, μια χούφτα φυστίκια και παλιά μουσική για υπόκρουση, η ζωή δεν μοιάζει τόσο ανούσια τελικά.
- Ξέχασες και την καλή παρέα.
- Δεν την ξέχασα.
- Καλά περάσατε;
- Θα δείξει. Αφήσαμε και μια υπόσχεση. Θα δείξει.
- Μην ανησυχείς ακόμα. Χειρίσου το όπως την κουβέντα. Άστο να σε οδηγήσει μόνο του.
- Ναι..κούραση πολλή τώρα....
- Καληνύχτα λοιπόν.
- Καληνύχτα γιατρέ.

Σάββατο, Οκτωβρίου 13, 2007

Όνειρο κακό...Ταξίδι καλό...

- Γιατρέ πρώτη φορά βλέπω τέτοιο όνειρο.
- Τι βλέπεις δηλαδή;
- Βλέπω ένα σημάδι που δεν το γνωρίζω να στριφογυρνάει στο κενό.
- Σημάδι; τι σημάδι;
- Εξαρτάται. Πότε μοιάζει με ψάρι, πότε με το άπειρο, πότε με οχτάρι πότε σαν δυό ενωμένες ελλείψεις..
- Και δεν σταματάει ποτέ;
- Ποτέ.
- Και;
- Να...από χθές που το ξαναείδα, του λείπει ένα κομμάτι.
- Τι κομμάτι;
- Τώρα πια μοιάζει με ένα τριάρι, ή με ένα μικρό ωμέγα..
- Σου λέει κάτι αυτό;
- Μάλλον... Είναι λιγότερο από προηγουμένως. Πιο ασήμαντο. Κι αντί να κρύβει τη συνέχεια, κρύβει το τέλος.
- Η φθήνεια που μου έλεγες;
- Εγώ το έλεγα ε;... εσύ πάλι έλεγες για ηρεμία και χαμηλή ενέργεια..
- Όπως θέλεις πέστο.
- Γιατρέ την κάνω..
- Καλό ταξίδι λοιπόν. Όσο κι αν σου πω να προσέχεις δε νομίζω να με ακούσεις. Γι αυτό, απλώς καλό ταξίδι με το "φθηνότερό' σου εισιτήριο.

Φυσικοί νόμοι...

- Γιατρέ, γιατί φθηναίνουν οι άνθρωποι; Γιατί ξεπέφτουν έτσι;
- Είναι αρχή της φύσης. Κι ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντισταθεί. Η κατάσταση με τη χαμηλότερη ενέργεια. Η ηρεμία. Αυτό δεν τους ακούς όλους να αποζητάνε;
- Ναι..όλοι ψάχνουν για "λιμάνια" και δεν αντιλαμβάνονται ότι όλη η ομορφιά είναι εκεί έξω, μέσα στα κύματα.
- Και δεν έχει και πάντα κύματα. Είναι και κάτι πανέμορφες γαληνεμένες μέρες που μπορείς να αράξεις το κορμί σου πάνω στη βάρκα σου που λικνίζεται απαλά.
- Ναι..και να μαζέψω δυνάμεις για τη φουρτούνα, έτσι;
- Μη λες πολλά. θυμήσου τα λόγια σου:"...είναι καλύτερα να πνιγώ μεσοπέλαγα, παρά να ξεψυχήσω κουρασμένος στην αμμουδιά που ποτέ δεν τόλμησα να εγκαταλείψω."
- Ναι...εγώ το είπα. Και μετά ξεκίνησα.
- Και τώρα; φοβάσαι;
- Όχι. Ποτέ φόβος πιά. Μόνο σκέψεις. Και αναμνήσεις. Κι ακόμα περισσότερο ελπίδες.
- Όλα με τη σειρά τους λοιπόν.
.
.
- Δεν μου είπες όμως γιατί τόσος ξεπεσμός;
- Φίλε μου, η ελευθερία είναι προνόμιο μόνο για όσους μπορούν να τη διαχειριστούν. Για τους υπόλοιπους έιναι απλώς μια άλλη μορφή σκλαβιάς και βάρους. Διάλεξε λοιπόν σε ποιούς θέλεις να ανήκεις.
.
.
- Ξέρεις τι ψάχνουν τελικά οι άνθρωποι; Ποιός ξέρει να μου πει;
- Ρωτάς πράγματα που έχεις απαντήσει από καιρό μέσα σου. Εσύ δεν έλεγες πως όταν κάθεσαι πάνω στην αλήθεια, γίνεσαι ανικανοποίητος; Και πάντα ξεκινάς να βρείς μια άλλη. Και τι ανακαλύπτεις τελικά όταν κλείνει ο κύκλος;
- Ότι από την αρχή είχες φτάσει στον προορισμό σου.
- Ναι...και ξέρεις γιατί;
- Πές μου...πες κι εσύ ένα γιατί επιτέλους.
- Την πρώτη φορά , την αλήθεια σου την βρίσκεις με την καρδιά σου. Αυτή σε οδηγεί και σου ανοίγει τα μονοπάτια να διαβείς.
Ο άνθρωπος όμως μεγαλώνει και σκληραίνει. Και σταματάει να εμπιστεύεται την καρδιά του. Το θεωρεί αυτό αδυναμία.
Κι έτσι φτάνει εκείνη η στιγμή που αποφασίζει να αναζητήσει ξανά την αλήθεια, αλλά αυτή τη φορά με το μυαλό του..τη συνέχεια την ξέρεις νομίζω...
- Και φτάνει πάντα στο ίδιο σημείο; Στην ίδια αλήθεια; όλα είναι ένας κύκλος;
- Μπορεί όχι στην ίδια. Αλλά ανακαλύπτει ότι ακόμα και η καινούρια αλήθεια έχει τόσα πολλά κοινά με την παλιά.. Άλλωστε ο ίδιος άνθρωπος είναι πάντα που την αναζητά..
- Χαμένος κόπος δηλαδή;
- Όχι...αλλά οι ελπίδες είναι πολλές και το αποτέλεσμα δεν τις καλύπτει..

Λεπτομέρειες

- Γιατρέ γειά σου.
- Κουρασμένος φαίνεσαι. Ξενύχτησες;
- Ξημέρωσα μάλλον...
- Παρέες;
- Ναι...
- Τίποτα καλό;
- Εξαρτάται. Τι εννοείς καλό;
- Για λέγε..
- Τι να πω;...τόσες χοντράδες..αλλά και τόσες λεπτομέρειες.. Τι νύχτα κι αυτή;
- Χμ...απ' όσο ξέρω, εσύ βλέπεις καλύτερα στο σκοτάδι..Φαντάζομαι
- Μπα..κι εγώ φανταζόμουν...τώρα απλώς αναρρωτιέμαι..
- Τουλάχιστον πέρασες καλά;
- Ναι...πλάκα είχε, δε λέω..
- Μήπως να μου τα πεις μια άλλη φορά; Σε βλέπω που ακόμα τα αναπολείς.. Άσε που φαίνεσαι και πτώμα από την κούραση.
- Πτώμα δεν είμαι.. Αλλά δίκιο έχεις. Την επόμενη φορά.. Είπαμε: Τόσες χοντράδες κι άλλες τόσες λεπτομέρειες..
Λεπτομέρειες...

Παρασκευή, Οκτωβρίου 12, 2007

Δεν έχω φωνή

- Γιατρέ απογοητεύτηκα πάλι.
- Για πες μου.
- Έπεσαν στα χέρια μου μερικά βιβλία. Χρόνια είχα να διαβάσω. Μαγεύτηκα. Ήταν πολύ όμορφα.
- Δεν μου ακούγεσαι απογοητευμένος όμως. Τι θέμα είχαν τα βιβλία;
- Τον έρωτα...την αγάπη... τον πόνο.. σε όλες τις μορφές τους..
- Θυμάσαι κάτι καλό να μου πεις;
- Θυμάμαι. Αλλά πριν από αυτό, θα σου πώ κάτι άλλο.
- Ακούω.
- Διάβασα ωραία λόγια. Γεμάτα έμπνευση και δύναμη. Και θυμήθηκα τον καιρό που την είχα ερωτευτεί, και της έγραφα κι εγώ στίχους και τραγούδια. Όσο κι αν πόνεσε, έψαξα και βρήκα παλιά γράμματα, στιχάκια, μηνύματα από το κινητό κι ένα σωρό άλλα. Μα τώρα πια, δεν έχω ούτε δύναμη να ανασάνω, πόσο μάλλον φωνή για να της τραγουδήσω.
- Μην ανησυχείς. Αφού είχες έμπνευση παλιά, θα την ξαναβρείς. Δε χάνονται έτσι αυτές οι ικανότητες. Απλά ατονούν. Δεν μου είπες όμως το καλό που θυμάσαι.
- "Νομίζεις οτι υπάρχει κάτι άλλο που θα'θελα να βλέπω εκτός από τα μάτια σου αυτή τη στιγμή;"...άκου γιατρέ. Άκου τι είπε ο ποιητής..
- Πήγαινε τώρα. Πήγαινε και ξαναγράψε. Γράψε κάτι δικό σου, κάτι μόνο γι αυτήν. Γράψε για τα λουλούδια που έχουν όλα το άρωμά της, για τις άκρες των μαλλιών της που αφήνουν πίσω τους φωτεινές ανταύγειες, για το ξανθό χνούδι στο λαιμό της, για το κεφάλι της που στην αρχή το χαμήλωνε δειλά για να μη φανεί το πόσο πολύ ήθελε να σε κοιτάζει...
- Γιατρέ; ποιητής κι εσύ;
- Όχι. Απλώς προσπαθώ να μην ξεχνάω αυτά που μου αρέσουν στο πρόσωπο που αγαπάω. Αυτές τις μικρές σταγόνες ομορφιάς και μοναδικότητας. Προσπαθώ να τα θυμάμαι όσο είναι ακόμα δίπλα μου κι όχι αφότου χαθεί...
- Και τα καταφέρνεις;
- Όχι πάντα. Έχω χάσει κι εγώ μερικές αγάπες ξέρεις..
- Υποθέτω όμως πως δεν θα μου πεις γι αυτές...
- Πήγαινε τώρα. Πήγαινε και ξαναγράψε.. Κάτι μόνο γι αυτήν...